Του Μιχάλη Σιάχου.
Ο αντιμνημονιακός αγώνας, με τον τρόπο που διεξήχθη, με το περιεχόμενο που απέκτησε, δείχνει να εξαντλεί τα όριά του. Ήταν αγώνας ραγδαίας αφύπνισης. Δημιούργησε ερωτήματα, ανέσυρε τους πολίτες από την ιδιωτεία, επανέφερε την πολιτική, δημιούργησε κίνημα. Ωστόσο, ήταν ο αγώνας της οργής και όχι της προοπτικής. Η προοπτική σαν απαίτηση, σαν συλλογική αναζήτηση, προβάλλει διαρκώς εντονότερα. Τίθεται στο επίκεντρο.
Οι μεγάλες διαδοχικές απεργίες συγκλόνισαν τη χώρα, μετασχημάτισαν την ψυχολογία, συντήρησαν τον κοινωνικό αναβρασμό, ενοποίησαν, προσανατόλισαν, ανέκοψαν την αλληλοϋπονόμευση πολιτών και κοινωνικών ομάδων. Ωστόσο, δεν κατάφεραν να ανατρέψουν την κυβέρνηση και την πολιτική της. Παρ’ ότι η ορμή τους εκτονώνεται, εξακολουθούν να δίνουν χαρακτήρα κεντρικό στην αναμέτρηση, πλην όμως οι προϋποθέσεις καθώς και οι φορείς για τη διεξαγωγή πραγματικού, ελπιδοφόρου, λυσιτελούς πολιτικού αγώνα, απουσιάζουν.
Η ανακοπή, προς το παρόν, της αντιμνημονιακής δυναμικής χαλάρωσε την πίεση, επέτρεψε στην κυβέρνηση να πάρει ανάσα. Το ΠΑΣΟΚ, ανενόχλητο τελευταία, διαθέτει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η διαχείριση του χρέους επισκιάζει τον πολιτικό ορίζοντα, έχει μετατραπεί σε ευρωπαϊκή διελκυστίνδα που η αδυναμία της αντιπολίτευσης (αριστεράς και δεξιάς) εκχώρησε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Παπανδρέου. Με δεδομένη την πολιτική κυριαρχία, χειριζόμενο με μαεστρία το παιχνίδι των περισπασμών (φράκτης Έβρου, τρομοκρατία κ.λπ.), το ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζει τις συγκρούσεις με τους κλάδους εργαζομένων νικηφόρα, σχεδόν χωρίς κόστος. Παράλληλα, επεξεργάζεται σχέδια διάσωσής του μέσα από εκλογικό αιφνιδιασμό, εξελίξεις στο Αιγαίο, μεθοδευόμενους διχασμούς γύρω από το μεταναστευτικό κ.λπ.
Παρ’ όλα αυτά, οι μετατοπίσεις στις τεκτονικές πλάκες της κοινωνικής συνείδησης συνεχίζονται. Βουβά, υπόκωφα, για όσους μπορούν να ακούσουν.
Η αμφισβήτηση εξαπλώνεται, εκδηλώνεται μέσα από αντιστάσεις, καταλήγει σε πολύμορφο ριζοσπαστισμό, συνώνυμο του λαϊκού παράγοντα. Ο τελευταίος αποτυπώνει το στίγμα του κεντρικά, με τη δημοσκοπική απομείωση του ΠΑΣΟΚ που κινείται πλέον στα όρια καθολικής απονομιμοποίησης, με την πρωτοφανή απαξία του πολιτικού συστήματος, με την απαίτηση να βρεθεί διέξοδος για τη χώρα, με χίλιους δυο τρόπους.
Ωστόσο, η δυναμική του λαϊκού παράγοντα μοιάζει να αναδιπλώνεται, να αποσύρεται σε επιμέρους πεδία, ευνοϊκότερα για την ανασυγκρότηση, μέσα στα οποία η δράση εξουδετερώνει τη γενικολογία, τις συνθηματολογικές υπεκφυγές, ευνοεί τις ουσιαστικές προσεγγίσεις. Διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για πιο συνειδητοποιημένη επάνοδο στη γενική αναμέτρηση, τη βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων, έτσι όπως αυτή τίθεται τόσο από τη διαλυτική πρακτική του Μνημονίου όσο και από την ανάγκη για διάσωση, ανασυγκρότηση, προοπτική.
Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε τις ριζοσπαστικές αυτοδιοικητικές κινήσεις (που άλλαξαν τον εκλογικό χάρτη) να αφήνουν πίσω τούς εύκολους διεκδικητισμούς, να καθίστανται οι ίδιες φορείς του πολύτροπου συνοικιακού κινήματος και, μέσα απ’ αυτό, να έρχονται αντιμέτωπες με την οργανωμένη αποσάθρωση του κράτους, το διαμελισμό της επικράτειας που συντελείται στο όνομα της αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης. Έχουμε τους φαρμακοποιούς, που συνειδητοποιούν ότι, για να υπερασπίσουν το εισόδημά τους, την ύπαρξή τους, πρέπει πρώτα να υπερασπίσουν (άρα και να πραγματώσουν) τον κοινωνικό τους ρόλο.
Έχουμε τους εργαζόμενους στις συγκοινωνίες που ανατρέπουν κατεστημένες συνδικαλιστικές πρακτικές, καθώς κατανοούν ότι μόνο έτσι θα συνεχιστεί ο αγώνας τους.
Υπάρχει το κίνημα Δεν πληρώνω, που παρά το λυσσαλέο πόλεμο που δέχεται κλιμακώνεται και θέτει ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα (υποδομών στη χώρα, ποιότητας υπηρεσιών συναρτήσει κόστους, ανάγκης ευρύτερων αντικερδοσκοπικών κοινωνικών προσανατολισμών, αποκάλυψης του οργίου διαπλοκής σε συμβάσεις και τόσα άλλα).
Υπάρχει ακόμα η κίνηση Θεοδωράκη, που προχωρά και υπενθυμίζει ότι ο ριζοσπαστισμός μέσα από πολλούς γόνιμους δρόμους θα αναζητήσει την αυτόνομη συγκρότηση και παρουσία στο κεντρικό πεδίο.
Μέσα απ’ αυτά και άλλα παρόμοια διακρίνεται η μαζική, πολυσχιδής αναζωογόνηση του λαϊκού παράγοντα, που επανέρχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στο προσκήνιο. Η επαγωγή, ο προσανατολισμός, η ενοποίηση είναι το κεντρικό αγωνιστικό αίτημα της περιόδου που ανοίγει.
Η ανακοπή, προς το παρόν, της αντιμνημονιακής δυναμικής χαλάρωσε την πίεση, επέτρεψε στην κυβέρνηση να πάρει ανάσα. Το ΠΑΣΟΚ, ανενόχλητο τελευταία, διαθέτει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η διαχείριση του χρέους επισκιάζει τον πολιτικό ορίζοντα, έχει μετατραπεί σε ευρωπαϊκή διελκυστίνδα που η αδυναμία της αντιπολίτευσης (αριστεράς και δεξιάς) εκχώρησε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Παπανδρέου. Με δεδομένη την πολιτική κυριαρχία, χειριζόμενο με μαεστρία το παιχνίδι των περισπασμών (φράκτης Έβρου, τρομοκρατία κ.λπ.), το ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζει τις συγκρούσεις με τους κλάδους εργαζομένων νικηφόρα, σχεδόν χωρίς κόστος. Παράλληλα, επεξεργάζεται σχέδια διάσωσής του μέσα από εκλογικό αιφνιδιασμό, εξελίξεις στο Αιγαίο, μεθοδευόμενους διχασμούς γύρω από το μεταναστευτικό κ.λπ.
Παρ’ όλα αυτά, οι μετατοπίσεις στις τεκτονικές πλάκες της κοινωνικής συνείδησης συνεχίζονται. Βουβά, υπόκωφα, για όσους μπορούν να ακούσουν.
Η αμφισβήτηση εξαπλώνεται, εκδηλώνεται μέσα από αντιστάσεις, καταλήγει σε πολύμορφο ριζοσπαστισμό, συνώνυμο του λαϊκού παράγοντα. Ο τελευταίος αποτυπώνει το στίγμα του κεντρικά, με τη δημοσκοπική απομείωση του ΠΑΣΟΚ που κινείται πλέον στα όρια καθολικής απονομιμοποίησης, με την πρωτοφανή απαξία του πολιτικού συστήματος, με την απαίτηση να βρεθεί διέξοδος για τη χώρα, με χίλιους δυο τρόπους.
Ωστόσο, η δυναμική του λαϊκού παράγοντα μοιάζει να αναδιπλώνεται, να αποσύρεται σε επιμέρους πεδία, ευνοϊκότερα για την ανασυγκρότηση, μέσα στα οποία η δράση εξουδετερώνει τη γενικολογία, τις συνθηματολογικές υπεκφυγές, ευνοεί τις ουσιαστικές προσεγγίσεις. Διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για πιο συνειδητοποιημένη επάνοδο στη γενική αναμέτρηση, τη βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων, έτσι όπως αυτή τίθεται τόσο από τη διαλυτική πρακτική του Μνημονίου όσο και από την ανάγκη για διάσωση, ανασυγκρότηση, προοπτική.
Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε τις ριζοσπαστικές αυτοδιοικητικές κινήσεις (που άλλαξαν τον εκλογικό χάρτη) να αφήνουν πίσω τούς εύκολους διεκδικητισμούς, να καθίστανται οι ίδιες φορείς του πολύτροπου συνοικιακού κινήματος και, μέσα απ’ αυτό, να έρχονται αντιμέτωπες με την οργανωμένη αποσάθρωση του κράτους, το διαμελισμό της επικράτειας που συντελείται στο όνομα της αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης. Έχουμε τους φαρμακοποιούς, που συνειδητοποιούν ότι, για να υπερασπίσουν το εισόδημά τους, την ύπαρξή τους, πρέπει πρώτα να υπερασπίσουν (άρα και να πραγματώσουν) τον κοινωνικό τους ρόλο.
Έχουμε τους εργαζόμενους στις συγκοινωνίες που ανατρέπουν κατεστημένες συνδικαλιστικές πρακτικές, καθώς κατανοούν ότι μόνο έτσι θα συνεχιστεί ο αγώνας τους.
Υπάρχει το κίνημα Δεν πληρώνω, που παρά το λυσσαλέο πόλεμο που δέχεται κλιμακώνεται και θέτει ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα (υποδομών στη χώρα, ποιότητας υπηρεσιών συναρτήσει κόστους, ανάγκης ευρύτερων αντικερδοσκοπικών κοινωνικών προσανατολισμών, αποκάλυψης του οργίου διαπλοκής σε συμβάσεις και τόσα άλλα).
Υπάρχει ακόμα η κίνηση Θεοδωράκη, που προχωρά και υπενθυμίζει ότι ο ριζοσπαστισμός μέσα από πολλούς γόνιμους δρόμους θα αναζητήσει την αυτόνομη συγκρότηση και παρουσία στο κεντρικό πεδίο.
Μέσα απ’ αυτά και άλλα παρόμοια διακρίνεται η μαζική, πολυσχιδής αναζωογόνηση του λαϊκού παράγοντα, που επανέρχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στο προσκήνιο. Η επαγωγή, ο προσανατολισμός, η ενοποίηση είναι το κεντρικό αγωνιστικό αίτημα της περιόδου που ανοίγει.
Σχόλια