Της Έλενας Πατρικίου. Το πρόβλημα δεν είναι η φωτογραφία, δηλαδή η άρνηση του Γιώργου Κιμούλη να φωτογραφηθεί με τον υπουργό Πολιτισμού, Πάνο Παναγιωτόπουλο, μετά την πρεμιέρα της Μήδειας, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, στην Επίδαυρο.
Το πρόβλημα δεν είναι καν η άλλη φωτογραφία, αυτή με τον Αλέξη Τσίπρα στο τέλος της ίδιας παράστασης, με φόντο την πόρτα του ίδιου καμαρινιού. Το πρόβλημα είναι ότι η συντάκτρια της Εφημερίδας των Συντακτών της θεωρεί, κατά τα γραφόμενα της, «κρατικό» το Ελληνικό Φεστιβάλ, άρα «κρατικό» υπάλληλο τον ηθοποιό που παίζει σε παράσταση χρηματοδοτούμενη από αυτό. Αν το Ελληνικό Φεστιβάλ είναι «κρατικό», τότε ο εκάστοτε διευθυντής του είναι απλώς κρατικός υπάλληλος και ο εκάστοτε υπουργός Πολιτισμού είναι ο εκάστοτε νομικός εκπρόσωπος του «κράτους-ιδιοκτήτη». Επομένως, πάντα κατά την λογική της συντάκτριας, ο εκάστοτε καλλιτέχνης που συμμετέχει στο Φεστιβάλ δεν είναι παρά ένας επί συμβάσει υπαλληλίσκος, που οφείλει να παίζει το παιχνίδι ακόμα και εκτός σκηνής, σύμφωνα με τους όρους που βολεύουν την εκάστοτε Υψηλή Πύλη. Σοβαρολογεί η συντάκτρια;
Το κόλπο με τις φωτογραφίες πολιτικών στα καμαρίνια άρχισε μεταπολιτευτικώς, επί αλήστου μνήμης ταχυδρομικού Ίακχου (κατά κόσμον Ζάχου Χατζηφωτίου – τι πάω και θυμάμαι τώρα!) και γενικεύτηκε εξαιτίας της Μελίνας και του υπέρλαμπρου χαμόγελού της: πήγαινε η φωτολουσμένη και φωτογενής θεά στα καμαρίνια των συναδέλφων της και συνωθούνταν πίσω της οι φωτογράφοι. Έτσι ψυλλιάστηκαν και οι λοιποί αφώτιστοι των εκάστοτε υπουργικών συμβουλίων πως «η σκηνή έχει ψωμί» κι άρχισαν να σπρώχνονται στα παρασκήνια. Εκμεταλλευόμενη αυτή την ποταπή «παράδοση», χάρη στην οποία οι σκοτεινοί της εξουσίας δανείζονταν λίγη εφήμερη γκλαμουριά από το παρασκηνιακό ημίφως του θεάτρου, η συντάκτρια τεχνηέντως προσπάθησε να ανατρέψει τους όρους της: αίφνης, ο πολιτικός δεν είναι «υπό το έργον», δεν είναι ένας απλός διαχειριστής. Είναι ο «οικοδεσπότης» και η Επίδαυρος είναι το σπίτι του! Και ως «οικοδεσπότης» ευγενώς προσέρχεται, κατά την ανύπαρκτη «εθιμοτυπία» που αποφάσισε να νομιμοποιήσει αυθαιρέτως η συντάκτρια, και φωτογραφίζεται με το υπηρετικό προσωπικό, δηλαδή τον ηθοποιό. Πάλι καλά που δεν αφήνει, ως άλλη Μαντάμ Σουσού, και πουρμπουάρ: «Λάβε, πτωχέ κρατικοδίαιτε καλλιτέχνη, για να φας ένα πιάτο γεμιστά στην λιγουριώτικη ταβέρνα του Λεωνίδα».
Και ακολουθεί η συνήθης λαϊκίστικη επιχειρηματολογία της πεντάρας και των ταπεινών ενστίκτων, επενδυμένη δημαρική αντιπελατειακή αξιοπρέπεια: ρητώς για τον θεατρικό επιχειρηματία που, μετά την επιδαύρια πρεμιέρα, θα γυρίσει την παράσταση σε όσες περισσότερες πιάτσες και θα βγάλει λεφτά από το φεστιβαλικό (άρα κρατικό) κύρος· αρρήτως για τα μέσα τα οποία ασφαλώς θα μετήλθε ο πρωταγωνιστής (αλλά όχι ο σκηνοθέτης ή οι άλλοι παράγοντες) ώστε να εγκριθεί η παράσταση και να χρηματοδοτηθεί αρμοδίως…
Το πρόβλημα είναι η σχέση του καλλιτέχνη με την κρατική εξουσία. Εξαρχής, η συντάκτρια το θέτει ευθαρσώς στο σημείωμά της: Μπορεί ένας καλλιτέχνης που παίζει τον αντισυστημικό να επωφελείται από τα κρατικά χρήματα του Φεστιβάλ και την κρατική(;) αίγλη της Επιδαύρου; Η ίδια απαντά (σε λιγότερο καλά ελληνικά) πως δεν μπορείς να υπηρετείς δυο αφεντάδες, και τον Ιησού της αντισυστημικής Αριστεράς και τον Καίσαρα του υπουργείου Πολιτισμού. Απαντά, δηλαδή, πως ο καλλιτέχνης δεν είναι τίποτα περισσότερο από γελωτοποιός του Κράτους-Μαικήνα και πως, όταν ξεχνά την κλοουνίστικη θέση του, θα υπάρχει πάντα ένας τίμιος δημοσιογράφος να του το θυμίζει. Αλλά το γλωσσικό σύνταγμα «τίμιος δημοσιογράφος» είναι προβληματικό από το 1968, όταν ο μακαριστός Λεό Φερρέ εκάγχαζε για τους «journalistes honnêtes». Το πρόβλημα του «κρατικοδίαιτου» καμποτίνου είναι πιο περίπλοκο, επομένως πρόσφορο σε ποικίλους ηθικοπλαστικούς λαϊκισμούς.
Όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος, έκπαγλος πάλαι μεταφραστής των Αχαρνέων, επιστρέφει από τα θυμαράκια και μετωνομάζει την Πενία «Λιτότητα» στην πιο τσανακογλύφτικη παραποίηση του γενναίου Αριστοφάνη στον Πλούτο του περασμένου επιδαυριακού σαββατοκύριακου, είναι μάλλον τιμή και παράσημο, παρά προσβολή, για τον Γιώργο Κιμούλη να υφίσταται τον φτηνιάρικο χλευασμό της δημαρώδους συντάκτριας.