Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Η δουλειά της, ο 42χρονος Νίκος Λαμπό (Χαραλαμπόπουλος) σμιλεύει εύστοχα, μέσα από μικρές καθημερινές στιγμές, τον ψυχισμό μιας υποταγμένης νοικοκυράς, μητέρας δύο παιδιών, της Παναγιώτας, που χειραφετείται, μόλις αρχίσει να δουλεύει ως καθαρίστρια.

Μετά από σπουδές στη σχολή Σταυράκου, έζησε παλιότερα στη Γαλλία, συμμετέχοντας στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι, όπου έκανε πέρσι και το ποστ προντάξιον της ταινίας του και όπου θα ξαναπάει για τα νέα σενάριά του, ένα για Γαλλία, το άλλο για εδώ. Η πιο γνωστή μικρού μήκους ταινία του, Ο σκύλος, προβλήθηκε πριν 9 χρόνια στη Δράμα.

Το ενδιαφέρον του για τις πολιτικές ζυμώσεις στο χώρο του πολιτισμού, όπως αποδείχτηκε με τη συμμετοχή του στην κατάληψη της Λυρικής, το 2008, μετουσιώθηκε στην ικανότητα να αποδώσει με ανθρωποκεντρικό ρεαλισμό τις επισφαλείς συνθήκες εργασίας, που γιγαντώθηκαν στη μνημονιακή Ελλάδα.

Τον συναντήσαμε από κοντά και μιλήσαμε για την ταινία του.

Μέσα από το πορτρέτο της ηρωίδας σου, θίγεις έμμεσα και τις σύγχρονες εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα. Συνέβαλαν η περίπτωση της Κούνεβα και ο αγώνας των απολυμένων καθαριστριών, το 2014;

Ήθελα να μιλήσω για φοβισμένες γυναίκες που περνάνε απαρατήρητες, γι’ αυτό επέλεξα την ιστορία μιας καθαρίστριας, επάγγελμα που θεωρείται ασήμαντο. Βασίστηκα στην πραγματική ιστορία μιας γυναίκας που κατάφερε να βρει έναν άλλον εαυτό και να σταθεί στα πόδια της, παρά τη δεδομένη εκμετάλλευση. Τα υπόλοιπα ζητήματα, ρόλος της γυναίκας στο σπίτι και στην κοινωνία, εργασιακές σχέσεις κ.ά. προέκυψαν μέσα από τον κόσμο αυτής της γυναίκας και συνδέονται με την κοινωνική κρίση στην ελληνική κοινωνία, που συγκυριακά συμπίπτει με την οικονομική κρίση. Η ιστορία που επέλεξα θα μπορούσε να αγγίξει τον καθένα, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, με κρίση ή χωρίς.

Παράλληλα με τη συγγραφή του σεναρίου, επί τέσσερα χρόνια, έκανα και έρευνα. Έδωσα το σενάριο σε καθαρίστριες και μίλησα με το σωματείο ΠΕΚΟΠ (Παναττική Ένωση Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού), όπου ανήκε και η Κούνεβα. Ό,τι περιγράφεται στην ταινία έχει συμβεί. Πολλές γυναίκες φοβόντουσαν να μιλήσουν, να πουν το όνομά τους ή να παίξουν στην ταινία, γιατί υπάρχει τρομοκρατία από τους εργοδότες. Αν μιλήσεις θα μείνεις χωρίς δουλειά κι αν δεν έχεις, δεν θα βρεις.

Τοποθετείς το πολιτικό πλαίσιο εκτός κάδρου, μόνο στο ηχητικό πεδίο. Ανεργία και απεργίες ακούγονται σε ραδιοφωνικά δελτία ειδήσεων.

Δεν με συγκινεί πια ένα στρατευμένο σινεμά που να κατευθύνει και να χειραγωγεί. Ο διάλογος γίνεται πιο πλούσιος, αν ο θεατής κρίνει μόνος του. Εστίασα στον εσωτερικό κόσμο αυτής της γυναίκας, βγάζοντας ένα ρεαλισμό που αγγίζει το συναίσθημα, χωρίς να είναι μελόδραμα.

Η ηρωίδα ανεχόταν αδιαμαρτύρητα προσβολές, αλλάζει όμως  με την οικονομική της ανεξαρτητοποίηση, με κομβική στιγμή την ατάκα της κόρης «τώρα το τιμόνι το έχει η μαμά».

Η αναλφάβητη Παναγιώτα έχει μάθει να επιβιώνει χωρίς να είναι ευτυχισμένη και κάνει αθόρυβα όλες τις κινήσεις, χωρίς να μιλάει. Μέσα από την αφέλεια και την αθωότητα λαμβάνει τα μηνύματα που θέλει κι έτσι προχωράει. Η μετάλλαξη συμβαίνει σταδιακά και ανεπαίσθητα, οι ρόλοι αλλάζουν αθόρυβα. Όταν αυτός που φέρνει χρήματα στο σπίτι είναι πλέον η γυναίκα, ο άνεργος σύζυγος αισθάνεται σαν να έχει χάσει την ταυτότητά του, τα παντελόνια του. Ένα λεπτό σημείο είναι πως η Παναγιώτα δεν υποτιμά τον σύζυγό της, παρά τη δύναμη που αποκτά, αυτός όμως το διαβάζει έτσι.

Πώς λειτουργούν οι σκηνοθετικές επιλογές σου στην υποστήριξη του σεναρίου και στο χτίσιμο των χαρακτήρων;

Δεν ήθελα να χάσω τον άξονα που είχα χαράξει, να είμαι δηλαδή συνέχεια πολύ κοντά στην Παναγιώτα. Οι σιωπές και η ανάσα της δίνονται σε κάποια πλάνα μεγάλης διάρκειας. Αρκετά συχνά την βλέπουμε σε μεσαίο πλάνο, αλλά με ενδιέφερε και ο περίγυρος που την επηρεάζει. Από εκεί και μετά, αφέθηκα ελεύθερος να αυτοσχεδιάσω. Πολλές φορές, μετά από ντεκουπάρισμα, χρειάστηκε να κάνω άλλο ένα πλάνο ή να αφαιρέσω. Αυτό λειτουργεί στο μοντάζ με την άρση, γίνεται απότομα «κατ» και πάμε στο επόμενο επεισόδιο, δημιουργώντας ταύτιση του θεατή με τον ήρωα.

Πώς επέλεξες τους πρωταγωνιστές και πώς δουλέψατε στις πρόβες;

Ξεχώρισα την Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου (βραβείο ερμηνείας στο 59ο ΦΚΘ) στην οντισιόν, γιατί διέκρινα μαζί αθωότητα, αφέλεια και μια θετικότητα για τον χαρακτήρα της Παναγιώτας, σε συνδυασμό με κάτι πιο βαθύ. Δυσκολεύτηκα περισσότερο για το ρόλο του συζύγου, γιατί λίγοι ηθοποιοί της γενιάς του Δημήτρη Ήμελλου μεταμορφώνονται σε λαϊκόφατσες. Η χημεία ανάμεσά τους με έπεισε ότι είχα βρει το ιδανικό ζευγάρι.

Δουλέψαμε σκηνές από το σενάριο, αλλά παράλληλα άφηνα ελεύθερους τους ηθοποιούς να πιάσουν τη στιγμή και να προτείνουν οι ίδιοι την αλήθεια του χαρακτήρα τους, ώστε να νιώσουν συνδημιουργοί και να βάλουν την ψυχή τους.

Ποιες είναι οι κινηματογραφικές σου αναφορές γι’ αυτή την ταινία;

Το Δυο Ημέρες, μία Νύχτα των Νταρντέν εκείνης της εποχής μου άρεσε, αλλά δεν ταυτιζόταν μ’ αυτό που πήγαινα να κάνω. Στους ηθοποιούς έδειξα περισσότερο ντοκιμαντέρ, γιατί μ’ ενδιέφερε να δουν αληθινούς χαρακτήρες και όχι ηθοποιούς να παίζουν ρεαλισμό. Μελετήσαμε ταινίες των Φαραντί και Κιαροστάμι, τη Δεύτερη Μάνα της Άννα Μουίλαερτ, αλλά και το Νόμο της Αγοράς, του Στεφάν Μπριζέ, επιμένοντας πάντα ότι αναζητάμε κάτι δικό μας.

Γιατί τοποθετείς την ηρωίδα σου μέσα στα τεράστια εμπορικά κέντρα, ναούς του καταναλωτισμού;

Συνειδητά τοποθέτησα την Παναγιώτα να εργάζεται σε πολυκατάστημα, για να γίνει αυτομάτως συσχέτιση εκμετάλλευσης-καταναλωτικού κόσμου και να αναδειχτεί το κοντράστ ανάμεσα στον κλειστό χώρο ενός μικρού σπιτιού και στο τεράστιο εμπορικό κέντρο, όπου η πρωταγωνίστρια ανοίγει τα μάτια της, βλέποντας γύρω της φορέματα και προϊόντα καλλωπισμού.

Η μουσική εισάγεται μόλις αλλάξει στο σπίτι η σχέση επιρροής;

Πράγματι. Δεν ήθελα να έχει πολύ μουσική η ταινία και ήθελα να ακούγεται μονάχα από φυσικές πηγές. Ακολούθησα το σχήμα ότι πρέπει να είμαστε συνέχεια με την ηρωίδα και να κουβαλάμε τον συναισθηματικό της κόσμο. Στο μοντάζ όμως, ανακάλυψα σημεία που χρειάζονται λίγη μουσική, ως μετάβαση στη μουσική του χώρου του πολυκαταστήματος. Εκεί μπαίνει για πρώτη φορά η μουσική που ακούγεται την ημέρα των εγκαινίων, ένα τζαζ κομμάτι του Γάλλου Ζαν-Κριστόφ Οννό, που συνέθεσε την πρωτότυπη μουσική. Στη μάζωξη των καθαριστριών προτίμησα το ρεμπέτικο «Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει», έχοντας στο μυαλό μου την Παναγιώτα.

Το θέμα σου είναι ανθρωποκεντρικό. Πιστεύεις  στην κοινωνική λειτουργία του σινεμά;

Η δύναμη της τέχνης του κινηματογράφου είναι ότι μπορεί να μεταφέρει πράγματα μέσα από μια εμπειρία που εξελίσσεται στη σκοτεινή αίθουσα, ανεξάρτητα από το ύφος της ταινίας: ρεαλιστικό, ντιρέκτ ή ποιητικό. Αν είναι καλά δομημένη η κινηματογραφική γλώσσα, προφανώς περνάει και κοινωνικά μηνύματα στην ταινία. Κοινωνικό ή πολιτικό σινεμά γίνεται με όλα τα είδη της έβδομης τέχνης και όχι μόνο με ένα στρατευμένο σινεμά, πολύ διαδεδομένο μέχρι τη δεκαετία του ’80.

Όταν λες στρατευμένο σινεμά πού αναφέρεσαι;

Φυσικά στον Κεν Λόουτς, που κάποιες από τις ταινίες του μου αρέσουν πάρα πολύ, αλλά προτιμώ τον Μάικλ Λι. Η ευαίσθητη ματιά του με αγγίζει περισσότερο. Το αίσθημα είναι πιο δυνατό από την πληροφορία, γιατί χρειάζεται ταρακούνημα για να υπάρξει αλλαγή.

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου  

[email protected]

Info

1) Η δουλειά της προβάλλεται από Πέμπτη 28/2/2019 σε Αθήνα (Άστορ, Ανδόρα, Άνοιξη, Αλεξάνδρα, Ταινιοθήκη), Θεσσαλονίκη, Ρόδο, Κόρινθο και Λάρισα, ενώ αναμένεται να βγει και στις Γαλλικές αίθουσες, ανήμερα Πρωτομαγιά.

2) Ανάλυση της ταινίας θα βρείτε στο φύλλο 429 – 10/11/2018, στην ανταπόκριση της Ιφιγένειας Καλαντζή από το 59ο ΦΚΘ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!