του Νίκου Σταθόπουλου

 

4 Φεβρουαρίου του 1843 «κλείνει τα μάτια» του ο Γέρος του Μοριά. Μαζί του, σημειολογικά, πεθαίνει ένα συνταρακτικό πνευματικό κλίμα: Η απόλυτη πρόταξη της «σωτηρίας της πατρίδος» και η προσαρμογή του εύπλαστου προσωπικού «ιδεολογικού υλικού» στον υπέρτατο «ιερό σκοπό». Χωρίς αυτό και αν πειθόμαστε από τους υποτελείς γεροντισμούς του Κοραή, θα ζούσαμε ακόμα υπό οθωμανική κατοχή.

Κατά την απολογία του, στο «στημένο» βαυαροδικαστήριο κατηγορούμενος για «εσχάτη προδοσία», ερωτώμενος για το επάγγελμά του (λες και μιλούσαν για κάποιον τυχαίο άσημο ανθρωπάκο της καθημερινότητας και όχι για το «Θεριό» που λιάνισε τις τουρκικές στρατιές…) απάντησε: «Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους το σουλντάδο [σ.σ. το ντουφέκι] και πολεμώ για την πατρίδα, νύχτα μέρα». Στη «Διήγηση συμβάντων της ελληνικής φυλής» θα πει: «όσον ημπόρεσα έκαμα το χρέος μου».

Και με αυτές τις «φρασούλες» προσδιόρισε στο μέγιστο βάθος την ηθική ταυτότητα του ολοκληρωμένου ανθρώπου στον χώρο και τον χρόνο: Οργανική αφοσίωση στα πεπρωμένα του γενέθλιου τόπου στον οποίο οφείλουμε την ύπαρξή μας και ο οποίος μας τροφοδοτεί με γλώσσα, σημασίες, βιόσφαιρα, τρόπους, ορίζοντες. Ο Γέρος εδώ αναγνώριζε τη μέγιστη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και σ’ αυτή «τοποθετούσε» τα αξιολογικά κριτήρια του ατομικού βίου. Στο ψηλότερο βάθρο η έννοια «χρέος» που φτύνει στα μούτρα την παρούσα εποχή των «ατομικών λύσεων» και της αναδιπλωμένης «επιστήμης της επιβίωσης».

ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ μυθικό κοσμοείδωλο, ο ήρωας είναι ένα «συμβατικό αυτονόητο» του πατριωτικού χρέους, κι αυτό ακριβώς τον κάνει αφόρητα ξένο και αντιπαθή στην παρούσα φαντασμαγορική οχλοκρατία: Μισούν την υπερατομική συνείδηση και απεχθάνονται την πατρίδα, γιατί είναι οι δαντικοί καιροί του αλαλάζοντος ναρκισσισμού και των «μεγάλων πλανητικών κύκλων» χωρίς πυρήνα τους το «αλωνάκι» όπου σβήνει το Πρόσωπο και επικαλύπτεται η ζωή από την ανωνυμία και τον φανταιζί επιβιωτισμό της νεομάζας. Μια «πέτρινη» και «αρκτική» εποχή που δεν αντέχει τον Ήρωα γιατί το εμπόρευμα θέλει «αναγκεμένους, εξαρτητικούς ανθρωπάκους» και οι μεταβιομηχανικές εξουσίες θέλουν ευνουχισμένα ανδράποδα να κάνουν μουγκή νομαδική ζωή σε τεχνητά περιβάλλοντα.

Προσφωνώντας τους φοβισμένους ραγιάδες «Έλληνες», ο Γέρος θεμελίωνε την ιστορική δικαιοσύνη της ταυτότητας, τεκμηρίωνε χωρίς θεωρητικούρες την ύπαρξη και την οντολογική ακεραιότητα του ελληνικού έθνους και μετέτρεπε ένα «χύμα» φακίρ φουκαρά σε ιστορική συλλογικότητα με ρίζες στον χρόνο και ορίζοντες στα όνειρα

Να γιατί η μνήμη του Γέρου είναι καίριο συστατικό μιας αναγεννητικής συνείδησης που θα προκρίνει τον Πόλεμο του δίκιου και θα αρνείται τους πάσης φύσεως κρετινισμούς υπό το ακατάλυτο σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Σε μια εποχή νοσηρής και άκρως χειραγωγικής νεολαγνίας και τηλεχειριζόμενου συμπεριφορισμού, ο Γέρος ενσαρκώνει τη ματαίωση της μικρότητας και του «μπακαλισμού» της «κανονικής ζωής».

Όλο και περισσότερο θα διοργανώνουν σικέ «επιστημονικά συμπόσια» για μια τάχα «μεθοδική και αμερόληπτη ιστορική σπουδή», όλο και περισσότερο θα κάνουν βρόμικο «εναλλακτισμό» με μια ιστοριογραφία και ανεκδοτολογία που θα μειώνει ηθικά και κοινωνικά της προσφορά του κάθε «Γέρου»: Στόχος τους μια ριζική «απομυθοποίηση» που μέσω της «αποκαθήλωσης – απαξίωσης» των Μορφών θα «ακυρώνει» το πατριωτικό πρωτείο και θα ωθεί προς μια καταναλωτική ιδιωτικότητα χωρίς την αίγλη και τη νοηματοδοτική δύναμη της Θυσίας για το Κοινό Καλό.

Σιγά μη συγχωρέσουν στον Γέρο το πιο μεγαλοφυές και δραστικό και πολλαπλά διδακτικό παρτιζάνικο όλων των εποχών. Παρτιζάνικο που διέσωσε την ψυχική δύναμη και την οργανωτική έγνοια του λαού και έδωσε στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο το ιερό κύρος μιας οργανωμένης και σχεδόν «εκ Θεού» συλλογικής αυταπάρνησης με όρους υποκειμενικότητας που διυπάρχει μόνο μέσω του συνόλου. Και όλα αυτά είναι εφικτά και λυτρωτικά μόνο υπό τη συναρπαστική και ευλογημένη γητειά του πατριωτικού ιδανικού.

ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΣΧΟΥΣΑ πατρίδα, όπου η κοινωνική δυναστεία είναι λειτουργικό εξάρτημα της ξενικής επικυριαρχίας, η έμπρακτη διδαχή του Γέρου είναι ο Κανόνας Ζην και Πράττειν ως πολιτικό ον. Προσφωνώντας τους φοβισμένους ραγιάδες «Έλληνες», ο Γέρος θεμελίωνε την ιστορική δικαιοσύνη της ταυτότητας, τεκμηρίωνε χωρίς θεωρητικούρες την ύπαρξη και την οντολογική ακεραιότητα του ελληνικού έθνους και μετέτρεπε ένα «χύμα» φακίρ φουκαρά σε ιστορική συλλογικότητα με ρίζες στον χρόνο και ορίζοντες στα όνειρα. Από πού νομίζετε άντλησε τις παραστάσεις του ο Άρης της Εθνικής Αντίστασης για να μιλήσει για «πεζούλια» και να ανοίξει «Πηγάδες»;

Και μόνο έτσι οι λαοί γίνονται ελεύθεροι, άρα κατακτούν τη ζωτική προϋπόθεση της προόδου: Και αυτό ακριβώς δίδαξε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ευγνώμονες εις τους αιώνας, κρατάμε το Αμήν για τη δική μας πρόκληση να «κάνουμε το χρέος μας».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!