Για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Του Νέστορα Πουλάκου
Σε μια εποχή που όλα αλλάζουν, προς το χειρότερο καταπώς φαίνεται, και που πετιούνται στην άκρη ήθη και κεκτημένα, παραδόσεις και έθιμα δεκαετιών, δεν θα μπορούσε να μείνει ανέγγιχτος και ο σημαντικότερος κινηματογραφικός θεσμός της χώρας, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (ΦΚΘ). Πόσo μάλλον που η προηγούμενη διοίκηση, της Δέσποινας Μουζάκη, συμπορευόμενη με την ψεύτικη ευημερία της μετα-ολυμπιακής πενταετίας, τα έκανε μαντάρα: άφησε πίσω της σμπαράλια και θρύψαλα, τουτέστιν ένα διογκωμένο φεστιβάλ πρωτοφανώς υπερχρεωμένο.
Στην τρίτη διοργάνωσή του στο τιμόνι του ΦΚΘ, ο Δημήτρης Εϊπίδης, έμπειρος κατά τα άλλα προγραμματιστής και διευθυντής φεστιβάλ ανά τον κόσμο, αφήνει το στίγμα του, απόρροια της δήθεν εκσυγχρονιστικής -σίγουρα μνημονιακής- και άλλοτε «γερουλανικής» πολιτικής για τον κινηματογράφο. Πλήρης απαξίωση της ελληνικής ταινίας, με το άλλοτε ελληνικό φεστιβάλ να μετατρέπεται σε ένα ακόμη από τα πολλά (και απολύτως ομοιογενή) φεστιβάλ παγκοσμίως που παίζουν καλές σινεφίλ ταινίες. Και με το δεδομένο ότι τα λεφτά των κρατικών βραβείων γίνανε «καπνός», όλο και λιγότεροι Έλληνες σκηνοθέτες επιλέγουν να μην παίζουν πια την ταινία τους στη Θεσσαλονίκη. Ο αφελληνισμός επετεύχθη.
Ως άλλος Τόμσεν του ΔΝΤ, ναι μεν κατάφερε (καλύτερα) να μειώσει το χρέος, μπόρεσε δε να απαξιώσει το θεσμό για την ελληνική κοινότητα, καλώντας φίλους και γνωστούς του από το Μεξικό μέχρι το… Μακάο. Πρέπει να μέτρησα τουλάχιστον επτά φορές τη φράση «my friend Dimitris Eipides» στη διάρκεια της απονομής των βραβείων. Και αφού, λοιπόν, του στρώθηκε ένα χαλί 50 ετών ώστε να κάνει την προσωπική του φιέστα, ακολούθησε το παπανδρεϊκό δόγμα του 2009: έξω τα σωματεία (από το φεστιβάλ). Πέρυσι είχε αποκλείσει από το φεστιβάλ τον πρόεδρο της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών, Χάρη Παπαδόπουλο (ενώ φέτος είναι καλοδεχούμενος ως μέλος του νέου Δ.Σ. της ΕΡΤ). Και στην 53η διοργάνωση, φρόντισε να απαγορεύσει στον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Ανδρέα Τύρο να εκφωνήσει τον καθιερωμένο λόγο πριν από την απονομή τού -από το 1976- βραβείου που δίνει, παραδοσιακά, το πλέον σεβαστό σωματείο του ελληνικού σινεμά. Τέλος και η πολυφωνία.
Στο κλειστό κλαμπ φίλων και συμπαθούντων που φτιάχνει σταδιακά και με επιτυχία είναι η αλήθεια ο κ. Εϊπίδης, δεν χωράει τίποτα από την ιστορία του φεστιβάλ. Γι’ αυτόν είναι παρωχημένη, παλιακή, ξεπερασμένη. Νέα ήθη και νέα τάξη πραγμάτων. Πόσο επικίνδυνο είναι όλο αυτό; Ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που αυτοαξιολογείται πετυχημένος(;) στο δημόσιο λόγο του, πριν ακόμη λήξει το 53ο Φεστιβάλ, καταφέρνει με την ανοχή της κεντρικής πολιτικής σκηνής να φτιάξει το δικό του «μαγαζάκι», στο οποίο θα γίνεται μόνο γιορτή χωρίς να υπάρχει γκρίνια και κριτική (είπαμε, ξεπερασμένα είναι όλα αυτά), και που θα παίζονται ταινίες απ’ όλο τον κόσμο «με επίκεντρο τον άνθρωπο». Άλλωστε, έχει δηλώσει ευθαρσώς και πολλάκις στο παρελθόν ότι δεν βλέπει ελληνικό σινεμά. Δεν τον ενδιαφέρει.
Ναι, είδα καλές ταινίες στο 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Σαν να ήμουν δηλαδή στα Φεστιβάλ του Καρλόβι Βάρι ή του Λοκάρνο. Και όχι, δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Θα προτιμούσα να πήγαινα το ταξίδι μου σε αυτά τα φεστιβάλ. Τη Θεσσαλονίκη επισκέπτομαι κάθε χρόνο για να αφουγκράζομαι το πιο ζωντανό κομμάτι του ελληνικού σινεμά. Και το οποίο, πλέον, μου το στερείς κ. Εϊπίδη.