Ένα βιβλίο –ευχάριστη έκπληξη– από τον Μιχάλη Κατσιμπάρδη που μας συστήθηκε με το συγκλονιστικό Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι που περιέγραφε την περιπέτεια εγκλεισμού του πατέρα του στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ένα μυθιστόρημα που μας γυρίζει πίσω στο 1971 όπου παρακολουθούμε τις περιπέτειες του Γιωργή – μια ελληνική εκδοχή του μικρού Νικόλα.

Ο συγγραφέας με το μυθιστόρημα Στα μούτρα σου! που κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική, ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.

Με χιούμορ και συγκίνηση, χωρίς εξωραϊσμούς, μέσα στο ζοφερό κλίμα της καρδιάς της δικτατορίας, τα παιδιά φτιάχνουν τις δικές τους ιστορίες. Ερωτεύονται και ενηλικιώνονται, ζουν το σκληρό και άκαμπτο σχολείο, βιώνουν το σκοτάδι και την αδικία, αλλά καταφέρνουν και να πετάξουν μακριά απ’ όλα αυτά.

Η χαρά της ζωής είναι εκεί, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές.

Ένα μυθιστόρημα, που προσωπικά βοήθησε να αναδυθούν πολλές μνήμες καθώς έχω την τύχη (και ατυχία) να είμαι σχεδόν συνομήλικος του ήρωα.

Πάντως, δεν το άφησα από τα χέρια μου μέχρι να φτάσω στην τελευταία σελίδα και φυσικά θέλησα να συζητήσω –ακόμη μια φορά– με τον συγγραφέα του.

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Τι σε έκανε να «επιστρέψεις» στο 1971 και να μας κάνεις να ξαναζήσουμε εκείνες τις στιγμές;
Είναι αλήθεια ότι αρκετοί λόγοι μάς ωθούν να στραφούμε στο απώτερο παρελθόν. Ειδικά αν απέχουμε ηλικιακά αρκετά απ’ αυτό, έχουμε πολύ περισσότερους λόγους. Η συγκεκριμένη περίοδος, που αποτέλεσε τον ιστορικό καμβά του βιβλίου, έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ήταν η σκοτεινή περίοδος της δικτατορίας, την οποία αρκετοί ζήσαμε έστω και ως παιδιά. Μια περίοδος ζοφερού πολιτικού και κοινωνικού κλίματος που σημάδεψε τις παιδικές ψυχές μας, γιατί είχε αντίκτυπο όχι μόνο στην καθημερινότητά μας αλλά και στον τρόπο διαπαιδαγώγησης και συναντίληψής μας για τον κόσμο. Κάποια παιδιά είδαν τότε τους γονείς τους να εκτοπίζονται σε ξερονήσια, άλλα έζησαν τις αναγκαστικές μεταθέσεις τους σε μακρινά μέρη, τα περισσότερα έμαθαν να ψιθυρίζουν ή να κρατάνε το στόμα τους κλειστό για να μην βγουν προς τα έξω οι συζητήσεις των μεγάλων στο σπίτι. Όλα όμως τα παιδιά της εποχής εκείνης έζησαν το αυταρχικό σχολείο, το αυστηρό, αγέλαστο και εκδικητικό. Το σχολείο της βίας και της πειθαρχίας. Το σχολείο της γαλούχησης με εθνικούς ιστορικούς μύθους και θρησκευτικό προσανατολισμό. Την πολιτική βαρβαρότητα της εποχής εκείνης τα παιδιά τη βίωναν κυρίως σ’ αυτό το αναχρονιστικό εκπαιδευτικό σύστημα. Όλα αυτά αποτελούν αδιαχώριστα βιώματα, τα οποία, αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε ακόμα και σημερινές στάσεις και συμπεριφορές, δεν θα έπρεπε να λησμονούμε.

 

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης σε μια συνέντευξη του με αφορμή το βιβλίο Στ’ αμπέλια, με τις αναμνήσεις του από την καλοκαιρινή ζωή των εννιά του χρόνων, είπε πως συγκινείται όταν θυμάται εκείνη την εποχή, αλλά δεν τη νοσταλγεί. Συμφωνείς μ’ αυτό;
Το παράδοξο με τη νοσταλγία είναι ότι όχι μόνο σε ωθεί να θυμηθείς τις παιδικές σου αναμνήσεις αλλά συχνά σε κάνει να επιθυμείς να τις ξαναζήσεις. Και είναι παράδοξο γιατί ακριβώς εκείνη η εποχή δεν προσφέρεται για εξωραϊσμό και επιθυμία αναβίωσης. Στερήσεις υλικές, κοινωνικές και πολιτικές ήταν το μοτίβο εκείνων των χρόνων. Πώς εξηγείται λοιπόν η επιθυμία να τους ξαναζήσεις; Μην ξεχνάμε ότι επρόκειτο για αθώα παιδικά χρόνια, άδολα και τρυφερά, που βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν η αδημονία της ενηλικίωσης, η λαχτάρα της κατανόησης του κόσμου, η βιασύνη να διανυθεί η πλατιά λεωφόρος που ανοιγόταν μπροστά στα μάτια τους. Όλα αυτά μέσα από το άλλοθι της ανεμελιάς, της άγνοιας κινδύνου και της γνήσιας συντροφικότητας. Αυτά είναι που αποτελούν το ελκυστικό δέλεαρ της νοσταλγικής διάθεσης και γι’ αυτόν τον λόγο θα μου επιτρέψετε να έχω διαφορετική γνώμη από τον εξαιρετικό Σταύρο Ζουμπουλάκη.

 

Τι υπάρχει στον Γιωργή σου από τον Μιχάλη;
Θα ήθελα να υπάρχουν τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι συγγραφείς γράφουν βιωματικά, στηριγμένοι είτε στο άμεσο προσωπικό βίωμα είτε σ’ εκείνο που είναι προϊόν μετά-αφήγησης. Προφανώς, υπάρχουν κάποια προσωπικά μου παιδικά βιώματα –ελάχιστα όμως– και βεβαίως, μοιραία, ταυτίζομαι με τον μικρό χάρτινο ήρωα μου ως δημιουργός του. Αρκετά από τα στοιχεία της προσωπικότητάς του ενδεχομένως ασυνείδητα να σκιαγραφούν δικά μου παιδικά χαρακτηριστικά. Πρέπει να ρωτήσω ψυχαναλυτή όμως για να είμαι σίγουρος για την απάντησή μου. Ο μικρός Γιωργής έχει κάποια στοιχεία που είναι ελκυστικά, όπως ευαισθησία και ευγένεια, αλλά και άλλα που δεν είναι τόσο, όπως αδημονία, επιπολαιότητα και έφεση στη σκανδαλιά. Ένα γνήσιο παιδί της εποχής του δηλαδή.

 

Ποια είναι η δική σου πιο έντονη ανάμνηση από εκείνη την εποχή;
Οι περισσότερες είναι έντονα χαραγμένες στην ψυχή μου. Γι’ αυτό η συγγραφή του βιβλίου αυτού δεν με δυσκόλεψε ούτε με κούρασε αλλ’ απεναντίας με γέμιζε με ευχάριστη διάθεση σ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής του. Οι αναμνήσεις που ξεχωρίζω είναι οι ψιθυριστές κουβέντες των δικών μας για την πολιτική κατάσταση, ώστε ν’ αποκλειστεί πιθανή αναπαραγωγή τους από εμάς τα παιδιά, οι ευφάνταστες αταξίες και σκανδαλιές μας, το ατέρμονο παιχνίδι –πάντα εκτός σπιτιού και αποκλειστικά ομαδικό–, ο φόβος του δασκάλου και η απουσία περιττών υλικών αγαθών. Μπορεί να βιώναμε σ’ ένα καταπιεστικό περιβάλλον, ωστόσο μαθαίναμε τον κόσμο εμπειρικά και προβάλλαμε τις δικές αντιστάσεις-διαφυγές, συχνά με άγνοια κινδύνου. Τις περισσότερες φορές τα καταφέρναμε.

 

Είσαι εκπαιδευτικός και δίνεις ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρόπο που παλιά τραυμάτιζαν όχι μόνο τα σώματα, αλλά και τις παιδικές ψυχές. Σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά, αλλά εσύ που βρίσκεις να υπάρχει ακόμη πρόβλημα;
Ο μικρόκοσμος των παιδιών είναι η οικογένεια και το σχολείο. Τα χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου εκείνης της εποχής λίγο πολύ αναφέρθηκαν. Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Οι γονείς συχνά αντισταθμίζουν τη γονεϊκή τους ανεπάρκεια, που σηματοδοτείται από την ουσιαστική απουσία τους από τη ζωή των παιδιών τους, με τη χορηγία υλικών αγαθών και κινήτρων. Ενδιαφέρονται περισσότερο για την ποσοτική παρά για την ποιοτική ανέλιξη των παιδιών τους. Από την άλλη, το σχολείο έχει πάψει να έχει τον αυταρχικό χαρακτήρα του παρελθόντος, ωστόσο δίνει βάρος περισσότερο σε κάποιες αμφιλεγόμενες δεξιότητες των μαθητών, την ίδια στιγμή που απουσιάζει η βασική γνώση από το οπλοστάσιό τους. Αυτό δημιουργεί σοβαρή ανισορροπία στην πνευματική συγκρότηση των νέων ανθρώπων.

 

Μας προσγειώνεις απότομα στο τέλος του βιβλίου. Γιατί προτίμησες να τελειώσεις με αυτήν την μάλλον πικρή γεύση;
Το βιβλίο μου είναι ένα κράμα χιούμορ, νοσταλγικής διάθεσης, συγκίνησης, δισταγμού και θάρρους. Το τέλος αποτελεί καθοριστικό στοιχείο σ’ ένα μυθιστόρημα γιατί αφήνει την επίγευση που ακολουθεί τον αναγνώστη που μόλις έκλεισε τις σελίδες του. Αμφιταλαντεύτηκα ανάμεσα στο ευχάριστο τέλος και το πικρό, έως σκληρό, αντίο. Επέλεξα, μετά δυσκολίας, το δεύτερο γιατί έτσι είναι και η ίδια η ζωή, αντιφατική και διπρόσωπη σαν τον Ιανό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!