Μπορούν οι γυναίκες να αντιδράσουν στο ρόλο του θύματος, όπου συνήθως τις κατατάσσουν; Αυτό το ερώτημα επιχειρεί να διερευνήσει η 35χρονη Αγγλίδα ηθοποιός και σεναριογράφος Έμεραλντ Φένελ στην πρώτη ταινία της «Υποσχόμενη Νέα Γυναίκα», μια μακάβρια ιστορία εκδίκησης, με νεο-φεμινιστικό άρωμα, όπου η δυναμική πρωταγωνίστρια, σε ρόλο τιμωρού, συνδυάζει αισθησιακό κορμί και νεανική εμφάνιση με ειλικρίνεια και ευθυκρισία. Σε μια εποχή παρατεταμένης ύφεσης, με έκρηξη βίας, αύξηση ρατσιστικών δολοφονιών, γυναικοκτονιών και βιασμών, η ταινία αυτή κέρδισε το φετινό Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου. Προτρέποντας κάθε κακοποιημένη γυναίκα να αντισταθεί στη θυματοποίηση, η Φένελ βάζει στο στόχαστρο στερεότυπα και συμπεριφορές, σε συσχετισμό με την ανισότητα και το καθεστώς συστηματικής ατιμωρησίας, ιδιαίτερα σε υποθέσεις βιασμών.
Λίγο πριν κλείσει τα τριάντα, η αισθησιακή, αλλά μοναχική και μελαγχολική Κάσι (Κάρεϊ Μάλιγκαν), που ζει ακόμα στο σπίτι των γονιών της, βιοπορίζεται δουλεύοντας τα πρωινά σε καφετέρια, με εργοδότρια μια δυναμική αφροαμερικάνα (εκρηκτική η τρανσέξουαλ Λαβέρν Κοξ), ενώ τα βράδια ξενυχτάει κρυφά σε κλαμπ, ως μοιραία γυναίκα, που στήνει παγίδες στα ανυποψίαστα αρσενικά, προκειμένου να τα εκπαιδεύσει να σέβονται την άρνηση των γυναικών στο ευκαιριακό σεξ, επιχειρώντας να αποτρέψει εμπράκτως μια συστηματική κουλτούρα βιασμού, κυρίως μεθυσμένων γυναικών. Πρώην φοιτήτρια ιατρικής, η Κάσι παράτησε τις σπουδές της για να στηρίξει την κολλητή της φίλη Νίνα, μετά τον ομαδικό βιασμό της από συμφοιτητές της, έγκλημα αναπόδεικτο και ατιμώρητο, με την Νίνα να λοιδορείται ως υπαίτια, αφού είχε μεθύσει. Γόνοι αστικών οικογενειών οι ένοχοι, συνέχισαν αλώβητοι σπουδές και καριέρα, η Νίνα όμως κατέρρευσε και χάθηκε. Απαρηγόρητη η Κάσι, καταστρώνει δαιμόνιο σχέδιο εκδίκησης, εφτά χρόνια μετά, επιχειρώντας να θέσει τους υπαίτιους προ των ευθυνών τους. Τα πάντα αλλάζουν, όταν η Κάσι συναντά τον Ράιαν, πρώην συμφοιτητή της στην Ιατρική και νυν χειρουργό παιδίατρο.
Στα χνάρια της πολυσυζητημένης «φεμινιστικής», για την εποχή της, ταινίας «Θέλμα και Λουίζ» (1991/Ρίντλεϊ Σκοτ), που αναφέρεται στη συνειδητοποίηση μιας καταπιεσμένης «μπάρμπι», στον αντίποδα της κουλτούρας βιασμού και καθιέρωσης της θυματοποίησης των γυναικών, αντίστοιχα και η ταινία της Φένελ παίζει διαρκώς και αδιακρίτως με τα στερεότυπα, προσφέροντας μια διαφορετική ανάγνωση του γυναικείου αισθησιασμού, υπογραμμίζοντας το δικαίωμα στον ερωτισμό και στην πρόκληση, δίχως ανοχή στο σεξισμό και στη βία. Αντιστρέφοντας τη συχνή προβολή στο σινεμά μιας σχεδόν «εκδικητικής» εικόνας κακοποιημένης και αιμόφυρτης γυναίκας, μετά από νυχτερινό ξεφάντωμα, η απρόβλεπτη Κάσι μετά το «κόλπο» της ανυπεράσπιστης μεθυσμένης, εμφανίζεται το επόμενο πρωινό ξυπόλυτη, με σχισμένο καλσόν, ανάκατα μαλλιά και μουτζουρωμένα μάτια, τρώγοντας με βουλιμία γεμιστό ντόνατ με μαρμελάδα, που στάζει, λεκιάζοντας σαν από αίμα το λευκό πουκάμισό της. Αναμφισβήτητα προκλητική, ελκύει τα αντρικά βλέμματα, με σεξιστικά υπονοούμενα και χυδαίες χειρονομίες. Αγέρωχη, η Κάσι αντιδρά με εκκωφαντική σιωπή και φονικό βλέμμα, προκαλώντας αμηχανία, σε μια σκηνή που υποστηρίζεται με καμάρι ο γυναικείος χειραφετημένος ερωτισμός, από το διασκευασμένο αναγνωρίσιμο χιτ «It’s Raining Men» (DeathbyRomy).
Η αισθησιακή και ετοιμόλογη Κάσι –καθόλου τυχαία υποκοριστικό του αρχαιοελληνικού Κασσάνδρα- μιλάει δίχως υπεκφυγές. Το κόλπο με δόλωμα την ίδια την πρωταγωνίστρια γίνεται αφορμή να φανερωθεί ένα αφήγημα διδακτικής αυτοάμυνας των γυναικών. Προσποιούμενη την μεθυσμένη, η Κάσι κορυφώνει την άρνησή της να δοθεί στον άγνωστο «καλοθελητή» που την επιστρέφει σπίτι της, επιμένοντας να αντιστέκεται στην επιθετικότερη ερωτική πολιορκία που ακολουθεί, αναδεικνύοντας το διαχωριστικό όριο στην έλλειψη κοινής συναίνεσης, που σε πολλές περιπτώσεις αμφισβητείται ως κομβικό σημείο, ειδικά όταν η παρτενέρ ήταν δίχως αισθήσεις, ανήμπορη να αντισταθεί. Στα όρια σαδισμού και διαστροφής, με εμμονή επιβεβαίωσης της υπεροχή τους ακόμα και σε ένα κορμί χωρίς αισθήσεις, οι περισσότεροι απαξιώνουν το ερωτικό παιχνίδι αμοιβαίας ηδονής. Μόλις αποκαλυφθεί πως η Κάσι είναι νηφάλια και μπορεί να αντισταθεί, είναι ενδεικτικός ο φόβος των αντρών, αλλά και η αυτόματη απώλεια ερωτικής διάθεσής τους. Εξίσου σημαντική είναι και η αποκάλυψη, της ατιμωρησίας σε περιπτώσεις ομαδικού βιασμού, σχεδόν σαν να επιβραβεύεται η βίαιη συμπεριφορά, ενώ διαιωνίζεται ως αναφαίρετο δικαίωμα ενός ευκατάστατου, συνήθως, θύτη η απαλλαγή του από κάθε ενοχή, όπως είχε αναδείξει και η μεξικάνικη ταινία «Μετά την Λουτσία» (2012/Μισέλ Φράνκο).
Επιχειρώντας να αντισταθεί στον καθιερωμένο σεξισμό, η ταινία της Φένελ χρησιμοποιεί μελετημένες εκφράσεις και καταστάσεις για να αναδείξει την ανδρική αντιμετώπιση της γυναικείας υπόστασης, ως τρόπαιο κατάκτησης, με αιχμηρούς διαλόγους, εμπλουτισμένους με μακάβρια ειρωνεία. Ενδυματολογική και σκηνογραφική άποψη υποστηρίζουν τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, μεταξύ κοριτσίστικης αθωότητας, σκανδαλιστικής Λολίτας και συνειδητοποιημένης τριαντάρας, που πενθεί την αγαπημένη της φίλη. Η καφετέρια στην οποία εργάζεται παρουσιάζεται με παραμυθένιους χρωματισμούς και πολύχρωμα γλυκά. Σε ένα πλάνο, το πρόσωπο της Κάσι απεικονίζεται με φόντο γαλάζιο γύψινο διάκοσμο του τοίχου, σαν φωτοστέφανο, παραπέμποντας και στην πρωταγωνίστρια της στυλιζαρισμένης κορεάτικης ταινίας «Lady vengeance» (2005/Παρκ Τσαν-γουκ). Αντίστοιχα λειτουργεί και το κοριτσίστικο ντύσιμο της Κάσι, με κοντό ροζ πουλόβερ ή φανελάκι με κόκκινα τριανταφυλλάκια, καθώς διαβάζει ροζ βιβλίο, πιπιλώντας ριγέ καλαμάκι, σε στυλ «Λολίτας» (1962/Κιούμπρικ), σκηνή που αποκτά ηλεκτρο-συνθ-ποπ διάσταση με τη χρήση του «Nothing’s Gonna Hurt You Baby» (Donna Missal), που ανακαλεί την ποπ αισθητική του «Drive» (2011/Νίκολας Βίντινγκ-Ρεφν), όπου επίσης έπαιζε η Μάλιγκαν.
Η μικροαστική αισθητική του ροζ δωματίου της Κάσι ανακαλεί το κιτς, μεταξύ ερωτισμού και θρησκοληψίας, του μεταφυσικού νουάρ «Ο ύποπτος κόσμος του Τουίν Πικς» (1992/Ντέιβιντ Λιντς). Λεπτομέρειες με ένα χέρι που σπαρταράει καθώς μια γυναίκα στραγγαλίζεται ανακαλεί το μακάβριο χιτσκοκικό χιούμορ στο θρίλερ «Φρενίτις» (1972), για ψυχασθενή κατά συρροήν γυναικοκτόνο.
Η ταινία είναι γεμάτη εφηβικά ακούσματα R’n’B μουσικοχορευτικής αισθητικής, όπως το «Boys» (Charli XCX), που συντονίζεται με την επιβραδυμένη ταχύτητα της αρχικής σκηνής χορού στο κλαμπ ή το πρόσχαρο ρέγκε «Stars Are Blind» της Πάρις Χίλτον στη μουσικοχορευτική σκηνή του φαρμακείου. Αρκετές επιτυχίες επιλέχτηκαν για τους στίχους τους, όπως το «Last Laugh» (Fletcher), στη σκηνή επιβραδυμένης κίνησης, όπου η πρωταγωνίστρια μεθάει τους πάντες στο μπάτσελορ πάρτι με βότκα. Εξαιρετική είναι η διασκευή με κουαρτέτο εγχόρδων, του παλιότερου «Toxic» της Μπρίτνεϊ Σπίαρς, από τον συνθέτη της πρωτότυπης μουσικής Άντονι Γουίλις, όταν η Κάσι, ντυμένη ως σέξι νοσοκόμα, κατευθύνεται στο απομακρυσμένο καταφύγιο στα βουνά, οδεύοντας ως άλλη κοκκινοσκουφίτσα στο «στόμα του λύκου».
Στο μεταίχμιο μακάβριας ιστορίας εκδίκησης και σάτιρας, η ταινία χρησιμοποιεί έξυπνα αντιθετικά σχήματα, μεταξύ μουσικής, στίχων και καταστάσεων. Στο τοπίο γαλήνιων βουνοκορφών, απ’ όπου διακρίνεται ύποπτος καπνός, ακούγεται το λυρικό «Something Wonderful» από το κλασικό μιούζικαλ «Ο βασιλιάς και εγώ» (1956/Γουόλτερ Λανγκ), παραπέμποντας και στις «Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ στο Μιζούρι» (2017/Μάρτιν ΜακΝτόνα). Το ξέσπασμα της Κάσι, μετά από προσβλητικά σχόλια για την καθυστέρησή της να ξεκινήσει σε φανάρι, συνοδεύεται δημιουργώντας αντίθεση, από το μελιστάλαχτο «Prelude and Liebestod», της όπερας «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ. Μόλις η Κάσι μαθαίνει ένα κακό μαντάτο, η απελπισία της κορυφώνεται με το παραμυθένιο «νανούρισμα», από το ακρόαμα της «Νύχτας του Κυνηγού» (1955/Τσαρλς Λότον), που προηγουμένως είχε παρακολουθήσει και στην τηλεόραση. Το φινάλε της ταινίας σφραγίζεται μοναδικά με την κάντρι-ροκ επιτυχία «Angel of the Morning» (1981/ Τζούις Νιούτον), επική ρυθμική φόρμα που ανακαλεί τη χρήση αντίστοιχων επιτυχιών στις ταινίες του Ταραντίνο, αναδύοντας ανεπανάληπτο κυνισμό, σε μια δικαίωση βουτηγμένη στις πιο σαρκαστικές αποχρώσεις.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]