Ακολουθώντας τη μοναχική καθημερινότητα του μοναδικού επιζώντα μιας πανδημίας που αφάνισε το 90% της ανθρωπότητας και μετέτρεψε τους λιγοστούς επιζώντες σε μεταλλαγμένα αιμοβόρα ζόμπι, το βιβλίο «Ζωντανός Θρύλος» (1954) του Ρίτσαρντ Μάθεσον έχει μεταφερθεί τρεις φορές στη μεγάλη οθόνη. Στην ταινία «Ο τελευταίος Άνθρωπος στη γη» (1964/Σίντνεϊ Σάλκοφ) πρωταγωνιστούσε ο Βίνσεντ Πράις, στον «Άνθρωπο που αντίκρισε την κόλαση» (1971/Μπόρις Σάγκαλ), ο Τσάρλτον Ίστον περιφέρεται σ’ ένα ερειπωμένο Λος Άντζελες και στον «Ζωντανό Θρύλο» (2007/Φράνσις Λόρενς), ο Γουίλ Σμιθ επιβιώνει σε μια κατεστραμμένη Νέα Υόρκη. Θα περιοριστούμε στις δυο τελευταίες, για να εξετάσουμε πώς δυο ταινίες με ζόμπι βασισμένες στο ίδιο βιβλίο, παρουσιάζουν διαφορετική οπτική, εκφράζοντας καθεμιά τη χρονική συγκυρία της εποχή της.

Στον «Άνθρωπο που αντίκρισε την κόλαση», του Μπόρις Σάγκαλ, ο 48χρονος τότε Τσάρλτον Ίστον εμφανίζεται ιδιαίτερα ελκυστικός και αθλητικός στο ρόλο του Ρόμπερτ Νέβιλ, επιστήμονα-ιολόγου του αμερικανικού στρατού, που περιφέρεται την ημέρα στους ερειπωμένους δρόμους του Λος Άντζελες, αναζητώντας επιζώντες αλλά και το κρησφύγετο των μεταλλαγμένων νεκροζώντανων αλμπίνων, ενώ το βράδυ οχυρώνεται στο ειδικά διαμορφωμένο φρούριο-διαμέρισμά του, πλήρως εξοπλισμένο με τρόφιμα, όπλα και πυρομαχικά. Με επικεφαλής τον Μαθάιας (Άντονι Ζέρμπε), διάσημο άλλοτε τηλεπαρουσιαστή, οι νεκροζώντανοι έχουν σχηματίσει μια θρησκευτική αίρεση που αποκαλούν «Οικογένεια», με βασικό εχθρό τους τον μοναδικό επιζώντα Νέβιλ, εκπρόσωπο του καταστροφικού τεχνολογικού πολιτισμού. Η πλοκή σε μη γραμμική αφήγηση εξελίσσεται μέσα από επεξηγηματικά φλασμπάκ, αποκαλύπτοντας πώς ο Νέβιλ ανέπτυξε ανοσία στον ιό, με την ταινία να τοποθετείται στα 1977, καθώς η συμφορά υποθετικά συνέβηκε 26/3/1975, όπως μαρτυρούν παλιά ξεχασμένα ημερολόγια.

Σε αντίθεση με το βιβλίο, όπου ένα είδος πανούκλας μεταδόθηκε από κουνούπια και νυχτερίδες, στην ταινία του Σάγκαλ, στον απόηχο ενός ψυχροπολεμικού κλίματος και εν μέσω πολέμου του Βιετνάμ, η πανδημία είναι αποτέλεσμα βιολογικού πολέμου, μετά τη συνοριακή διαμάχη ανάμεσα σε Κίνα και Σοβιετική Ένωση, σύμφωνα με το πρώτο φλασμπάκ, όπου το πάτημα του κουμπιού του ασανσέρ συνδέεται συνειρμικά στη μνήμη του φορτισμένου πρωταγωνιστή, με το πάτημα του κουμπιού που ενεργοποίησε την εκτόξευση πυραύλων με θανατηφόρο βιολογικό υλικό, αφανίζοντας την ανθρωπότητα.

Στο πρώτο γενικό πλάνο, ένα κόκκινο κάμπριο διασχίζει μαρσάροντας με ταχύτητα τους αδειανούς δρόμους του πρωινού Λος Άντζελες. Ο οδηγός επιβραδύνει και πυροβολεί προς ένα παράθυρο που διέκρινε ύποπτη κίνηση και συνεχίζει τη δαιμονισμένη πορεία του μέχρι να σκάσει το λάστιχο, οπότε πορεύεται πεζός, καταμεσής μιας αδειανής λεωφόρου, βαστώντας το τουφέκι στο ένα χέρι και ένα μπιτόνι βενζίνης στο άλλο. Η κάμερα απομακρύνεται απότομα, ελαχιστοποιώντας την παρουσία του πρωταγωνιστή, συγκριτικά με το μέγεθος της πόλης που εκτείνεται σ’ όλη την οθόνη. Αυτή η χαρακτηριστική κίνηση της κάμερας, που εγγράφει στο κινηματογραφικό κάδρο την ψυχική απόγνωση του μοναδικού επιζώντα στην απέραντη ησυχία μιας αδειανής μεγαλούπολης, χρησιμοποιείται και σ’ άλλες κομβικές σκηνές.

Δίχως τα οικονομικά και τεχνολογικά μέσα της εντυπωσιακής παραγωγής του 2007, η ταινία του Σάγκαλ παραμένει αυθεντική στο είδος της, εκφράζοντας μια προοδευτική εποχή. Με ηγέτη της αίρεσης των ζόμπι έναν άλλοτε λαοπλάνο τηλεπαρουσιαστή, στηλιτεύει την επιρροή της τηλεόρασης, στη διαμόρφωση συνειδήσεων. Στον απόηχο των εκρηκτικών γεγονότων της εποχής (πόλεμος Βιετνάμ, Μάης ’68, πολιτικές δολοφονίες Μάλκολμ Χ και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) η ταινία του 1971 τάσσεται υπέρ του κινήματος της Μαύρης Δύναμης. Δυναμικό θηλυκό ταίρι του διάσημου λευκού αρρενωπού πρωταγωνιστή επιλέγεται η Αφροαμερικάνα Ρόζαλιντ Κας, ως Λίσα, με το ερωτικό φιλί τους να θεωρείται ένα από τα πρώτα διαφυλετικά φιλιά στον κινηματογράφο.

Στην ταινία του 2007, δυο χρόνια πριν την εκλογή του Ομπάμα, ο πρωταγωνιστής είναι Αφροαμερικάνος σταρ, αλλά η ταινία στερείτε ερωτισμού και συλλογικού πνεύματος.

Η επιλογή να βάζει ο Νέβιλ του 1971 μπρος με γεννήτρια τη μηχανή προβολής για να παρακολουθήσει στην αδειανή κινηματογραφική αίθουσα το τρίωρο μουσικό ντοκιμαντέρ «Γούντστοκ» (1970/Μάικλ Γουάντλι) δεν αποτελεί μονάχα ενδεικτικό χρονολογικό και πολιτιστικό χαρακτηριστικό της εποχής πριν τη συμφορά, αλλά μεταφέρει το αίσθημα συλλογικής όσμωσης των «παιδιών των λουλουδιών». Τα πλάνα πλήθους που ξεπετάγονται από την οθόνη συγκλονίζουν κάθε φορά τον μοναδικό θεατή, ενώ απεικονίζεται να σιγοψιθυρίζει τους διαλόγους, υποδηλώνοντας ότι το έχει δει αμέτρητες φορές.

Ο ουμανισμός της ταινίας του Σάγκαλ εκφράζεται μέσα από τον χαρακτήρα του Ρίτσι, μικρότερου αδερφού της Λίσα, που υποστηρίζει ότι οι μολυσμένοι επιδέχονται θεραπεία και όχι αφανισμό, ενώ οι φανατισμένοι του Μαθάιας θεωρούν τον Νέβιλ αδίστακτο κυνηγό που σπέρνει θάνατο. Αντίστοιχη υπαρξιακή ηθική διαφαίνεται αμυδρά στην ταινία του 2007, με την αποκάλυψη ότι ο Νέβιλ αιχμαλώτιζε ζόμπι, για τα πειράματά του.

Ως άλλος πολυμήχανος Ροβινσώνας Κρούσος, ο χαρακτήρας του Νέβιλ επιβιώνει προσπαθώντας να οργανώσει το χώρο του. Και στις δυο ταινίες απεικονίζεται η οργανωμένη κουζίνα γεμάτη προμήθειες, εικόνα που έχει καλλιεργηθεί στην αμερικάνικη κουλτούρα, σε ταινίες καταστροφής μετά από πυρηνικό όλεθρο.

Σε εποχή τεχνολογικής ανάπτυξης, ο μεθοδικός Νέβιλ κρατά ημερολόγιο, ηχογραφώντας και στις δυο ταινίες τις παρατηρήσεις του, κρατά σημειώσεις στους χάρτες και διαθέτει σύστημα παρακολούθησης του σπιτιού του. Στην εκδοχή του 2007, το σφιχτό καθημερινό ωράριο τονίζει το αίσθημα ευθύνης ενός επιστήμονα, που προσπαθεί να βρει θεραπεία, για να σώσει την ανθρωπότητα, βιντεοσκοπώντας με συνέπεια τα πειράματα στο εργαστήριό του, ως άλλος Δόκτωρ Φράνκεστάιν.

Στην ταινία του 1971 όμως, παρά τις τεχνικές αδυναμίες, ενυπάρχει μεγαλύτερη δόση χιούμορ. Οι ήρωες ερωτοτροπούν και γελούν, έτοιμοι να αγκαλιάσουν την ουτοπία ενός κοινόβιου στα βουνά, μακριά από μιλιταριστική οργάνωση.

Η παρακμή των φανατικών μεταλλαγμένων μεταφέρεται στην ταινία του Σάγκαλ μέσα από μεσαιωνική αισθητική. Το μαύρο καλογερίστικο ράσο, με μυτερή κουκούλα, παραπέμπει στους Ιεροεξεταστές, τα μαύρα γυαλιά ηλίου μαρτυρούν φωτοφοβία, κατεξοχήν βαμπιρικό χαρακτηριστικό, ενώ οι οπισθοδρομικοί μεταλλαγμένοι χρησιμοποιούν καταπέλτη και καίνε βιβλία στην πυρά. Η μεταφορά με κάρο του Νέβιλ για να τον κάψουν στο στάδιο, όπου πλήθος μεταλλαγμένων κρατά πυρσούς, παραπέμποντας στις τελετές της Κου-Κλουξ-Κλαν και η εικόνα του, να κείτεται σαν εσταυρωμένος Χριστός στο μοντέρνο σιντριβάνι, μέσα σε λίμνη από το δικό του σωτήριο αίμα, τον καθιστούν μεσσιανική φιγούρα.

Στην εισαγωγή της ακριβής υπερπαραγωγής «Ζωντανός Θρύλος» (2007), του Φράνσις Λόρενς, υποτιθέμενο απόσπασμα τηλεοπτικού ρεπορτάζ αναφέρει πως η γιατρός Κρίπιν (Έμα Τόμσον) ανακάλυψε το νέο εμβόλιο κατά του καρκίνου. Το όνομά της όμως δεν θα γίνει συνώνυμο σωτήριας θεραπείας, αλλά του θανατηφόρου μεταδοτικού ιού Κρίπιν, που αφάνισε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, μετατρέποντας τους υπόλοιπους σε νυκτόβια αιμοδιψή ζόμπι. Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, παρακολουθούμε τη μοναχική καθημερινότητα του επιστήμονα Νέβιλ, μοναδικού επιζώντα στη Νέα Υόρκη. Μέσα από φλασμπάκ, αποκαλύπτονται σταδιακά οι χαοτικές στιγμές κατά την επιβολή καραντίνας, με πεσμένα ελικόπτερα και ρημαγμένα αεροπλανοφόρα, εκεί όπου χρόνια μετά, ο Νέβιλ παίζει γκολφ. Στην ταινία δεσπόζει η γέφυρα του Μπρούκλιν, που σε ψηφιακά επεξεργασμένη καταστρεμμένη της εκδοχή γίνεται το φόντο της χαρακτηριστικής αφίσας της ταινίας.

Στην εντυπωσιακή αρχή, ο Νέβιλ τρέχει πάλι με κόκκινο σπορ αμάξι, με το σκυλί του δίπλα, κάνοντας σαφάρι για ελάφια στους χορταριασμένους αδειανούς δρόμους του Μανχάταν. Με πλάνα κάτοψης από ψηλά, το αμάξι διασχίζει τις ερειπωμένες λεωφόρους, σαν σε βιντεοπαιχνίδι. Τα δυνατά μαρσαρίσματα τονίζουν και εδώ την απόλυτη ησυχία, μέσα από γρήγορη εναλλαγή μακρινών πλάνων της πόλης, με κοντινά στο πρόσωπο του αφροαμερικανού πρωταγωνιστή.

Αρχετυπική μορφή κυνηγού με σκύλο, η εικόνα του Νέβιλ ανακαλεί την παράδοση των κυνηγών βαμπίρ. Ο Νέβιλ του Λόρενς, σύγχρονος κυνηγός στο μετά-την-καταστροφή αστικό τοπίο, δεν κυνηγά στα όρη και στα δάση, αλλά στο κέντρο της ερειπωμένης Νέας Υόρκης και δεν πηδάει από βράχο σε βράχο, αλλά από τη μια οροφή αυτοκινήτου στην άλλη, στις εγκαταλελειμμένες μποτιλιαρισμένες λεωφόρους.

Σύμφωνα με τη σύγχρονη οικολογική θεωρία επαναφοράς της άγριας ζωής μόλις διακοπεί η ανθρώπινη δραστηριότητα στις πόλεις, οι πραγματικοί δρόμοι, όπου έγιναν τα γυρίσματα, απαλλάχθηκαν ψηφιακά από την ανθρώπινη παρουσία, εμφανίζοντας φυτά και ζώα, ιδέα που είχε καταγραφεί και στους «12 Πίθηκους» (1995/Τέρι Γκίλιαμ), ενώ ο Νέβιλ μαζεύει καλαμπόκια από τα σπαρτά που είχε καλλιεργήσει όχι σε απόμερες αλάνες, αλλά καταμεσής του Μανχάταν.

Κομβική διαφορά στις δυο ταινίες είναι ο τρόπος που παρουσιάζονται τα ζόμπι, που δεν σχετίζεται μόνο με τις τεχνολογικές δυνατότητες κάθε εποχής, αλλά με μια ολότελα διαφορετική αντίληψη. Με τις σύγχρονες ταινίες βαμπίρ να παρουσιάζονται απαλλαγμένες από γκόθικ λεπτομέρειες, στο είδος ταινιών ζόμπι προσαρμόστηκαν βαμπιρικά χαρακτηριστικά, ενώ πλέον τα ζόμπι αποτελούν σκοτεινό εχθρό της ανθρωπότητας, εκφράζοντας απειλή. Οι χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις στο πολυκατάστημα της ταινίας του 2007 μαρτυρούν πως η συμφορά συνέβηκε σε εορταστική περίοδο, προκαλώντας περισσότερο οδύνη, παρά επικριτική διάθεση για τις καταναλωτικές συνήθειες, που στηλίτευαν άλλοτε οι ταινίες με ζόμπι. Στην ταινία του Λόρενς, στην μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους εποχή, η κοινωνική κριτική για το σύγχρονο τρόπο ζωής δίνει τη θέση της σε μια απόκοσμη σκοτεινή παρουσία, που αντιμετωπίζεται ως εθνική απειλή, με αποκορύφωμα την αντιδραστική μιλιταριστική ταινία δράσης με ιό και ζόμπι «Παγκόσμιος Πόλεμος Ζ» (2013/Μαρκ Φόρστερ). Τα χλωμά ζόμπι στην ταινία του 1971 ερμηνεύονται από μεταμφιεσμένους ηθοποιούς, ενώ το 2007 είναι προϊόντα πολυδάπανων ψηφιακών εφέ. Το 1971, οι θρησκόληπτοι μεταλλαγμένοι παραμένουν ανθρώπινοι, με ομιλία, ενώ το 2007 παρουσιάζονται ως λυσσασμένα απόκοσμα και αποστεωμένα όντα, με υπερφυσικές δυνάμεις και ανατριχιαστικές κραυγές, που ηχητικά βασίστηκαν στα ουρλιαχτά του τραγουδιστή των Faith no more. Στην ταινία του Λόρενς, τα ζόμπι ξεχύνονται σε ορδές και αποκτούν ταχύτητα, ακολουθώντας την εκσυγχρονισμένη αντίληψη που χάραξε αρχικά η καλτ παρωδία τρόμου «Τα Ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα» (1985/Νταν Ο’Μπάνον) και ακολούθησε το θρίλερ «28 μέρες μετά» (2002/Ντάνυ Μπόιλ), όπου πάλι η κοινωνία καταρρέει μετά από μεταδοτικό ιό, που μεταμορφώνει τους μολυσμένους σε αιμοδιψείς νεκροζώντανους.

Περιτριγυρισμένος από μια ποιότητα ενός άλλου τρόπου ζωής, ο Νέβιλ του Σάγκαλ ακούει τζαζ, αναφέρεται στην «Έρημη Χώρα» του Τ.Σ. Έλλιοτ και το βαρυφορτωμένο σαλόνι του είναι γεμάτο μουσειακά έργα τέχνης που προσπαθεί να διασώσει, αγάλματα κλασικής αρχαιότητας, μπρούτζινες ρωμαϊκές προτομές με τις οποίες παίζει σκάκι, κυβοφουτουριστικούς πίνακες και έργα του Βαν Γκογκ. Αντιθέτως, ο Νέβιλ του Λόρενς εμφανίζεται λάτρης του Μπομπ Μάρλεϊ, ενώ στο σαλόνι του δεσπόζει ο πίνακας «Η κοιμισμένη τσιγγάνα» (1897/Ανρί Ρουσσώ).

Αλλά και η χρήση της μουσικής διαφοροποιεί αρκετά τις δυο ταινίες. Στη γεμάτη μουσικές ταινία του Σάγκαλ, στην εκπληκτική εισαγωγή, ο Νέβιλ ακούει στο αμάξι σε κασέτα το μουσικό θέμα της ταινίας «A Summer place» (1959/Ντέλμερ Ντέιβις), του Μαξ Στέινερ και πίνει ποτό βάζοντας πάλι σε κασέτα το «’Round Midnight» (1944/Τελόνιους Μονκ). Η πρωτότυπη μουσική του Ρον Γκρέινερ με σόουλ-ροκ αποχρώσεις εκφράζει συναισθήματα του πρωταγωνιστή, ενώ αποτελεί τη μουσική υπόκρουση που συνοδεύει τις καθημερινές ασχολίες του. Στους τίτλους αρχής, στη σόουλ ορχήστρα με σαξόφωνα και βιολιά, ξεχωρίζει το φλάουτο, με φόντο εικόνες από τους ψηλούς ουρανοξύστες που καθρεφτίζονται στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ηχόχρωμα οργάνου υπογραμμίζει μακάβριο αίσθημα και μαζί με το τσέμπαλο συμβάλλουν στη μεσαιωνική οπισθοδρομική διάσταση των μεταλλαγμένων.

Την πρωτότυπη μουσική στην ταινία του Λόρενς υπογράφει ο Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ, διάσημος συνθέτης χολιγουντιανών ταινιών. Η διακριτική χρήση της μουσικής σε μετρημένες σκηνές συνοδεύει κυρίως τα φλασμπάκ, όπου νοσταλγικές πιανιστικές πινελιές αναδεικνύουν το συναισθηματισμό των οικογενειακών στιγμών του Νέβιλ, ανάμεσά τους και τη δακρύβρεχτη σκηνή όπου η κορούλα του, του παραδίνει το κουταβάκι, λίγο πριν την απογείωση του μοιραίου ελικοπτέρου, στο οποίο επέβαινε μαζί με την μητέρα της.

Η συμφωνική μουσική καλύπτει το τραγικό αίσθημα σε σκηνές πολεμικής έντασης, ανυψώνοντας τη συναισθηματική φόρτιση, ενώ συνδέει υποσυνείδητα την απειλή με οικογένεια και έθνος, δημιουργώντας πολύ διαφορετικό χαρακτήρα νοσταλγίας και εθνικής αναπτέρωσης στην ταινία του 2007, συγκριτικά με την προοδευτικότερη ταινία του 1971. Αντίστοιχα, το συλλογικό και κοινωνικό διακύβευμα του «Γούντστοκ», στην ταινία του 1971, δεν συγκρίνεται με τη συναισθηματική ατομική ένδειξη πένθους του χαροκαμμένου πρωταγωνιστή του 2007, που έχει αποστηθίσει το παιδικό κινούμενο σχέδιο Σρέκ (2001), ως ανάμνηση της χαμένης κορούλας του.

Πολύ σημαντική είναι η χρήση ήχων και σιωπής, όπως στην εισαγωγική σεκάνς κυνηγιού, με έντονα και εδώ, τα μαρσαρίσματα του Νέβιλ, μεταφέροντας την αίσθηση μιας αδειανής από ανθρώπους Νέας Υόρκης.

Φορτισμένη συναισθηματικά συμφωνική μουσική συνοδεύει τις προφορικές αναμεταδόσεις του ραδιοφωνικού μηνύματος του Νέβιλ, εκφράζοντας βαθύτερη αίσθηση μιας συμφοράς που έπληξε ολάκερη την ανθρωπότητα, ενώ οι λέξεις «τροφή, στέγη και ασφάλεια» υπερτονίζονται συναισθηματικά ως τα πολύτιμα αγαθά που προσφέρει ο Νέβιλ, ως σωτήρας, που ταυτίζεται με το αμερικανικό έθνος, έξι χρόνια μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ηχόχρωμα τρομπέτας εκφράζει μιλιταριστική αβρότητα, στις εντυπωσιακές σκηνές μαζικής εξόδου του αμερικανικού λαού στη γέφυρα του Μπρούκλιν, σκηνές έντονης μιλιταριστικής παρουσίας, που επικροτούν την αναγκαιότητα στρατιωτικού νόμου. Αυτή η στοχευμένη συναισθηματική καθοδήγηση της μουσικής, που μεταφέρει το βασικό νόημα της ταινίας για μια καταστροφική πανδημία με ρητορική πολέμου, αποτελεί συστηματική τακτική στις αμερικανικές χολιγουντιανές ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπου αναδεικνύεται το αφήγημα ενός ετοιμοπόλεμου έθνους απέναντι σε οποιαδήποτε εξωτερική απειλή, θεμελιώνοντας τη βασική κατασκευή του αμερικανικού εθνικισμού.

Σε μια στενάχωρη ταινία δράσης με ζόμπι, με ήρωα που πενθεί και μαζί του πενθεί και όλο το αμερικάνικο έθνος, μικρή ανάσα αισιοδοξίας και ελπίδας αποτελεί η χρήση των χαρούμενων ρέγκε τραγουδιών του Μπομπ Μάρλεϊ. Την ταινία χαρακτηρίζει το «Three little Birds» (1977) με παρηγορητικούς στίχους, που πρωτοακούγεται όταν ο Νέβιλ πλένει τη λυκοσκυλίνα του, τραγούδι που διακόπτεται από το ξυπνητήρι που υπενθυμίζει πως ήρθε η ώρα να σφαλίσει με βαριά ατσάλινα πατζούρια το σπίτι, καθώς το βράδυ ακούγονται ολόγυρα τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά των νυκτόβιων πλασμάτων. Στους τίτλους τέλους το «Redemption Song» (1980) κλείνει με νοσταλγία την ταινία.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου

[email protected]

INFO

  • Το 22ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο αναβλήθηκε λόγω κορωνοϊού, θα πραγματοποιηθεί διαδικτυακά 19/5-28/5/ 2020, με συνολικά 77 μικρού και μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, που μπορείτε να παρακολουθήσετε δωρεάν στο www.filmfestival.gr.
  • Το τρίτο κατά σειρά πρόγραμμα δωρεάν online προβολών της Ταινιοθήκης της Ελλάδος συνεχίζεται 14/5-26/5/2020 με αφιέρωμα στον Ελληνικό Πρωτοποριακό/Πειραματικό Κινηματογράφο, με εμβληματικές ταινίες των Κώστα Σφήκα, Θανάση Ρεντζή, Αντουανέττα Αγγελίδη και Βουβούλα Σκούρα. Κάθε ταινία κάνει τη διαδικτυακή πρεμιέρα της συγκεκριμένη μέρα και ώρα στην ιστοσελίδα της Ταινιοθήκης (www.tainiothiki.gr ) και είναι διαθέσιμη για τρία 24ωρα.
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!