του Κώστα Μελά*

1. Ένα ακόμη Σχέδιο για την «Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας» προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα πλούσια βιβλιογραφία με τη δημοσιοποίηση του αντίστοιχου της Επιτροπής Πισαρρίδη.

Το σχέδιο δεν «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», δεδομένου ότι επί της ουσίας επαναλαμβάνει, με σχεδόν ομοιόμορφο τρόπο, ήδη γνωστές αναλύσεις, απόψεις και προτάσεις των διεθνών πολυμερών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμιας Τράπεζας, Ευρωπαϊκής Επιτροπής), όσο και αντίστοιχων ελληνικών (ΙΟΒΕ, Τράπεζα της Ελλάδος).

Οι απόψεις αυτές διέπονται από την κυρίαρχη λογική της επικρατούσας σήμερα οικονομικής σκέψης και με τον ένα ή άλλο τρόπο ενυπήρχαν στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια στην ελληνική οικονομία από όλες τις κυβερνήσεις που υπηρέτησαν τη χώρα τη συγκεκριμένη περίοδο. Ως εκ τούτου, μετά από δέκα χρόνια εφαρμογής προγραμμάτων, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τα αποτελέσματα της εμπειρικά και όχι με βάση θεωρητικές υποθέσεις, έτσι ώστε να συνάγουμε συμπεράσματα για το κατά πόσον η συνέχιση της ίδιας οικονομικής λογικής θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Το κείμενο πράγματι αξιολογεί την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, μετά το τέλος των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής , αναφερόμενο με μελανά χρώματα για το πλήθος των προβλημάτων που την διέπουν (σελίδες 17-29).

Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να υπάρχουν ενώ πολλά από αυτά έχουν σαφώς χειροτερέψει μετά από δέκα χρόνια προγραμμάτων δημοσιονομικής πολιτικής των οποίων η οικονομική λογική είναι η ίδια με αυτή που διέπει το προσχέδιο Πισαρρίδη.

Αναφέρει χαρακτηριστικά:

‒ Αναιμική ανάκαμψη μετά την κρίση, στηριζόμενη κυρίως σε τουρισμό και δευτερευόντως σε εξαγωγές προϊόντων.

‒ Σημαντική μείωση του εθνικού πλούτου της χώρας την περίοδο 2009-2017, κατά 36,3% (σε 292 δισ. ευρώ σε τιμές του 2015).

‒ Υψηλό δημόσιο χρέος. Σε συνέχεια της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά την περίοδο των προγραμμάτων και μέτρων μερικής αναδιάρθρωσης χρέους, το δημόσιο χρέος σταθεροποιήθηκε, με χαμηλό μέσο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης και μεγάλη μέση σταθμική διάρκεια, αν και παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα από 170% του ΑΕΠ. Συνεπώς, η βιωσιμότητά του απαιτεί υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, οι οποίοι και θα διευκολύνουν την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, εάν χρειαστεί.

‒ Χαμηλή παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα. Σε σύγκριση με τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, η απόκλιση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα έχει διευρυνθεί από το 2007.

‒ Χαμηλή ενσωμάτωση υψηλής τεχνολογίας στα ελληνικά προϊόντα .Μόλις το 14,3% των εργαζομένων στη μεταποίηση στην Ελλάδα απασχολείται σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας, έναντι 37,5% στην ΕΕ.

‒ Κατακερματισμένη επιχειρηματικότητα χαμηλής παραγωγικότητας.

‒ Η ελληνική οικονομία δεν είναι όσο θα έπρεπε ανοικτή. Παρά την αύξηση των εξαγωγών, πρωτίστως υπηρεσιών αλλά και αγαθών, κατά την τελευταία δεκαετία, το επίπεδο του συνολικού εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, ως ποσοστού του ΑΕΠ, αποκλίνει συστηματικά του Ευρωπαϊκού μέσου όρου

‒ Οι πάγιες εταιρικές επενδύσεις υπολείπονταν του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τη διάρκεια όλης της τελευταίας δεκαετίας. Το κενό παγίων επενδύσεων στην Ελλάδα, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μ.ό. ΕΕ, την περίοδο 2010-2019 κυμάνθηκε κατά μ.ό. σε περίπου 7% του ετήσιου ΑΕΠ, σωρευτικά περί τα 130 δισ. ευρώ. Το 2019 η Ελλάδα κατατάσσεται ουραγός στην Ε.Ε. σε πάγιες επενδύσεις, με μόλις 11,4% του ΑΕΠ, σε σχέση με 21,3% μ.ό. στην Ε.Ε.

‒ Η εγχώρια αποταμίευση, έφθινε κατά τη διάρκεια της κρίσης και ουσιαστικά εκλείπει από το 2013, καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά καταγράφουν αρνητική αποταμίευση τα τελευταία χρόνια. Η αρνητική αποταμίευση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πτώση των εισοδημάτων κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς τα νοικοκυριά έπρεπε να χρησιμοποιήσουν μέρος των αποταμιεύσεών τους για να καλύψουν βασικές καταναλωτικές και δανειακές τους ανάγκες. Το αποταμιευτικό κενό των ελληνικών νοικοκυριών, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μ.ό. Ε.Ε. την περίοδο 2010-2018 κυμάνθηκε κατά μ.ό. σε 11% του ετήσιου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σωρευτικά περί τα 125 δισ. ευρώ. Το 2018 η Ελλάδα κατατάσσεται ουραγός στην Ε.Ε. στην αποταμίευση των νοικοκυριών.

‒ Χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις: από το 2009, η Ελλάδα κατέγραφε το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό παραγωγικών επενδύσεων μεταξύ όλων των χωρών μελών της Ε.Ε., σε επίπεδο μόλις 4,4% του ΑΕΠ, ενώ το αντίστοιχο μέσο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν κοντά στο 10%.

‒ Χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

‒ Τα δημοσιονομικά προγράμματα προσαρμογής της περασμένης δεκαετίας στην Ελλάδα έχει αφήσει βαθιές κοινωνικές πληγές. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας ανήλθε το 2019 σε 18,2 χιλ. ευρώ σε τιμές του 2010, παραμένοντας κατά 20,0% χαμηλότερο σε σχέση με το 2007 ( 22,7 χιλ. ευρώ). Παράλληλα, η απόσταση σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης, από -11,0% και -22,7% σε σύγκριση με την Ε.Ε. (25,5 χιλ. ευρώ) και Ευρωζώνη (29,4 χιλ. ευρώ) το 2007, σε -35,1% (28,0 χιλ. ευρώ) και -41,9% (31,3 χιλ. ευρώ) αντίστοιχα το 2019. Πλέον, η Ελλάδα βρίσκεται στην 17η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες μέλη της Ε.Ε. με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (από 14η το 2007).

‒ Η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή.

‒ Η υψηλή ανεργία και η δυσμενής πορεία του κατά κεφαλήν εισοδήματος, αλλά και η αναποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικών παροχών στην εξομάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, αντανακλώνται σε αυξημένο ποσοστό ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2018, το 31,8% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, από 36,0% το 2014 και 28,1% το 2008. Με βάση τον συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ε.Ε., καλύτερα μόνο σε σύγκριση με τη Ρουμανία (32,5%) και τη Βουλγαρία (32,8%).

Δηλαδή τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να υπάρχουν ενώ πολλά από αυτά έχουν σαφώς χειροτερέψει (π.χ. οι επενδύσεις, οι αποταμιεύσεις, ο πλούτος των πολιτών, το ποσοστό του πληθυσμού στα όρια της φτώχειας, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, η συμμετοχή στην αγορά εργασίας, η ενσωμάτωση νέας τεχνολογίας στα παραγόμενα προϊόντα, οι μισθοί έχουν μειωθεί δραματικά) μετά από δέκα χρόνια προγραμμάτων δημοσιονομικής πολιτικής των οποίων η οικονομική λογική είναι η ίδια με αυτή που διέπει το προσχέδιο Πισαρρίδη.

Όλες αυτές είναι διαπιστώσεις του Σχεδίου της επιτροπής Πισαρρίδη. Όμως για το πως μετά από δέκα έτη προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, συγκεκριμένης θεωρητικής αντίληψης, διαπιστώνονται αυτά τα αποτελέσματα δεν υπάρχει ούτε λέξη στο κείμενο. Λες και η οικονομική πολιτική ασκείται «από τον ουρανό» και δεν είναι έργο ανθρώπων που ακολουθούν συγκεκριμένες θεωρίες και αντιλήψεις. Η απλή καταγραφή των προβλημάτων που έχουν προκύψει, μετά την εφαρμογή ενός προγράμματος, χωρίς αξιολόγηση των θεωρητικών αντιλήψεων που το διέπουν, θεωρώ ότι αποτελεί τουλάχιστον είδος σκληρού ιδεολογικού δογματισμού.

2. Σύμφωνα με το Σχέδιο Πισαρρίδη τα αναπτυξιακά εμπόδια στην ελληνική οικονομία είναι πολλά και διάφορα. Θα περιορισθώ σε όσα σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση και της οποίας τα βασικά προβλήματα είναι τα ακόλουθα:

‒ Ισχυρή εξάρτηση από το πολιτικό σύστημα που ουσιαστικά τη μετατρέπει σε υποχείριο του πολιτικού συστήματος και των εκάστοτε κυβερνώντων. Στην πράξη, η εκάστοτε κυβέρνηση μπορεί να επηρεάζει σημαντικά το ποιοι κατέχουν ανώτατες διοικητικές θέσεις και στη συνέχεια όλη τη διοικητική αλυσίδα.

‒ Η ελληνική δημόσια διοίκηση παράγει πολυνομία και υπερβολικά πολλούς ρυθμιστικούς κανόνες. Πολλοί νόμοι δημιουργούν αχρείαστο βάρος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Υπάρχουν επίσης σημαντικές επικαλύψεις, και ενίοτε συγκρούσεις, με προγενέστερους νόμους. Η πολυπλοκότητα του συστήματος και η ελλιπής κωδικοποίηση δημιουργούν περιθώριο για διαφορετικές ερμηνείες των νόμων και κανόνων από διαφορετικές υπηρεσίες ή σε διαφορετικά μέρη της χώρας. Αυτά με τη σειρά τους δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για διαφθορά στη δημόσια διοίκηση, επιβαρύνουν αχρείαστα το σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

‒ Η ταχύτητα και ποιότητα στην απονομή δικαιοσύνης είναι καθοριστικός παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα, ο αριθμός εκκρεμουσών διοικητικών υποθέσεων παραμένει με διαφορά ο υψηλότερος στην Ε.Ε. Εξαιτίας των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης, η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 146η θέση παγκοσμίως ως προς την εφαρμογή των συμβάσεων σύμφωνα με την ετήσια έρευνα Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2020. Στην ίδια έρευνα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 72η θέση ως προς τις πτωχευτικές διαδικασίες και στην 37η θέση ως προς την προστασία των επενδυτών. Ένα στοιχείο που πρέπει επίσης να προβληματίζει είναι ότι σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (2018), η αντίληψη των ελληνικών επιχειρήσεων περί δικαστικής ανεξαρτησίας βρίσκεται σημαντικά χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Είναι δύσκολο να διαφωνήσει με τον πυρήνα αυτών των διαπιστώσεων. Όμως και εδώ πρόκειται για αναφορά σε προβλήματα χιλιοειπωμένα και συνεχώς επαναλαμβανόμενα από ικανό αριθμό μελετητών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Δεν προστίθεται κάτι το οποίο δεν είναι γνωστό. Εκείνο που επιμελώς κρύβεται ή δεν αναφέρεται με τρόπο εμφανή είναι ότι όταν αναφερόμαστε στη λειτουργία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης αλλά και της εκπαίδευσης και της εξωτερικής πολιτικής στην ουσία κάνουμε αναφορά στο πολιτικό ελληνικό σύστημα. Η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, in senso lato, είναι το αποτέλεσμα της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος στη χώρα διαχρονικά. Η ευθύνη θα πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα στη χώρα. Όλες οι προσπάθειες που έχουν γίνει, και έχουν γίνει αρκετές, για την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης σκοντάφτει στο ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί με πολύ συγκεκριμένο τρόπο κατάπνιξης όλων των δημιουργικών προσπαθειών στοχεύοντας αποκλειστικά στη συνέχιση της αναπαραγωγής του. Με απλά λόγια χρειάζεται αλλαγή του τρόπου που το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται το ρόλο του στην κοινωνία. Διαφαίνεται στον ορίζοντα κάποια προοπτική; Πολύ αμφιβάλω για να μην πω ότι είμαι σχεδόν βέβαιος.

3. Όπως είναι γνωστό, κάθε πρόγραμμα συντίθεται από τον καθορισμό των στόχων, των μέσων που υπηρετούν την επίτευξη των στόχων και τους τρόπους (πως και πότε θα χρησιμοποιηθούν τα μέσα). Συνήθως οι καθοριζόμενοι στόχοι είναι τις περισσότερες φορές οι ίδιοι, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής αντίληψης που διέπει τις οικονομικές σχολές. Αυτό που διαφοροποιεί τις οικονομικές σχολές είναι κυρίως τα χρησιμοποιούμενα μέσα αλλά και οι τρόποι.

Στο πρόγραμμα τίθεται ως κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά τα επόμενα χρόνια η συστηματική αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας (δηλαδή η σχετική συμμετοχή των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στο εθνικό προϊόν), καθώς και η στενότερη διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία.

Η επιμονή στην αύξηση διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων χωρίς αναφορά στα προβλήματα που δημιουργούνται από τη συγκεκριμένη επιλογή σε ένα νέο διαμορφούμενο διεθνές περιβάλλον, τη δομή των ελληνικών εξαγωγών (το 1/2 προέρχεται από υπηρεσίες χαμηλού τεχνολογικού περιεχομένου που προκαλεί αρνητικές αναδράσεις στη διατήρηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς και τη χαμηλή προστιθέμενη αξία στην ελληνική μεταποίηση), τη άρνηση να αναφερθεί ρητά ότι η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών σε συνθήκες μείωσης του ΑΕΠ στηρίχθηκε στη διοικητική δραστική μείωση του εργασιακού κόστους με αποτέλεσμα τα όποια κέρδη να κατανεμηθούν ανισομερώς μεταξύ κέρδους και εργατικού μισθού, δεν αντανακλά παρά μια διαδεδομένη άποψη που θυμίζει έντονα Συμφωνία της Ουάσιγκτον.

Ως ενδιάμεσοι στόχοι προκειμένου να επιτευχθεί ο κύριος στόχος τίθενται:

α) Η άνοδος των συνολικών επενδύσεων και των εξαγωγών ως ποσοστού του ΑΕΠ, ώστε να κινηθούν σταδιακά από τα σημερινά επίπεδα, του 12% και 37% περίπου αντίστοιχα, προς αυτά του 24% και 68%, δηλαδή προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της Ευρωζώνης.

β) Ειδικότερα, η συστηματική άνοδος των εταιρικών επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών (σήμερα βρίσκονται μόλις στο 8% και 19% του ΑΕΠ αντίστοιχα).

γ) Η σταδιακή αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, που αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικότητας σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας, όπως και για την ενίσχυση των εξαγωγών.

Εκείνο που επιμελώς κρύβεται ή δεν αναφέρεται με τρόπο εμφανή στο σχέδιο της επιτροπής Πισαρρίδη είναι ότι όταν αναφερόμαστε στη λειτουργία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης αλλά και της εκπαίδευσης και της εξωτερικής πολιτικής στην ουσία κάνουμε αναφορά στο πολιτικό ελληνικό σύστημα. Η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, in senso lato, είναι το αποτέλεσμα της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος στη χώρα διαχρονικά. Η ευθύνη θα πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα στη χώρα

Οι παραπάνω στόχοι τίθενται περισσότερο ως επιθυμίες και λιγότερο ως εμπεριστατωμένη άποψη δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στο πως θα επιτευχθούν (απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στο πως θα δημιουργηθεί η απαιτούμενη επενδυτική ζήτηση καθώς και η αντίστοιχη καταναλωτική, καθοριστικός παράγοντας της οποίας είναι οι αμοιβές της εργασίας. Η αντίληψη για την αγορά εργασίας είναι αυτή λειτουργεί ως residuo της όλης παραγωγικής διαδικασίας.

Σχετικά τώρα με την αύξηση του αριθμού των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων σημειώνουμε τα παρακάτω:

Τα τελευταία σχεδόν 50 χρόνια οι Έλληνες οικονομολόγοι (προερχόμενοι από κάθε οικονομική σχολή) ανακοίνωναν το τέλος της ελληνικής μικρής οικογενειακής επιχείρησης και την επικράτηση των αντίστοιχων μεγάλου μεγέθους.

Κάθε φορά διαψεύδονταν, καθώς έκλειναν οι μεγάλοι και επιζούσαν οι μικροί και ευέλικτοι. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική οικονομία και αυτό αποτελεί αδήριτη πραγματικότητα.

Η διαφορά αυτής της κρίσης από τις άλλες –και ένας από τους λόγους που είμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι– είναι ότι τώρα η κρίση έχει πλήξει περισσότερο τις μικρές ντόπιες επιχειρήσεις. Αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: στο μεταποιητικό τομέα, πριν την κρίση, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (με πάνω από 9 εργαζόμενους συμπεριλαμβανομένου του ιδιοκτήτη) συμμετείχαν με 46,0% της απασχόλησης και 32,0% της προστιθέμενης αξίας (14,0% και 7,0% αντίστοιχα στην Ε.Ε.-27).

Στα χρόνια της κρίσης περίπου 220.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (30,0% των υπαρχόντων έκλεισαν) και περίπου 730.000 θέσεις εργασίας απωλέσθηκαν. Όλα τα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν είχαν σημαντικά δυσμενέστερες συνέπειες στις ΜΜΕ σε σχέση με τις μεγάλες.

Ένα παράδειγμα αρκεί. Η δυναμική, μικρή οικογενειακή επιχείρηση ανέκαθεν αξιοποιούσε τα ασαφή σύνορα μεταξύ επιχείρησης και οικογένειας, προς όφελος της παραγωγής. Τα οικογενειακά ακίνητα αξιοποιούνταν ως ενέχυρο για χρηματοδότηση της επιχείρησης. Ο ΕΝΦΙΑ μετέτρεψε το πλεονέκτημα σε θανάσιμο μειονέκτημα για την επιχειρηματικότητα, τη στιγμή που η τραπεζική πίστη στέρευε.

Η υπερφορολόγηση, με αποκορύφωμα τις ασφαλιστικές εισφορές του 2016, έφερε άλλο ένα πλήγμα. Όταν η φορολογία έπληττε τη ρευστότητα, η λιτότητα ήλθε να περικόψει κατά προτεραιότητα τις υπηρεσίες προς την επιχειρηματικότητα που χρειάζονται οι μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου να δικτυωθούν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Έτσι, η μικρή επιχείρηση χτυπήθηκε τόσο στη χρηματοδότηση, όσο και από τη μείωση της ποιότητας των απαραίτητων υπηρεσιών.

Πώς εξηγείται αυτή η αντιμετώπιση; Οι εγχώριοι οικονομολόγοι ήταν πάντα απορριπτικοί για τη μικρή επιχείρηση. Η Αριστερά ποτέ δεν απογαλακτίστηκε από τον Μπάτση και τη «Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα». Το ίδιο και οι νεοφιλελεύθεροι Δεξιοί που αναφέρουν τη μικρή επιχείρηση μόνο ως τροχοπέδη: είτε επειδή ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή είτε ως ανίκανη να αφομοιώσει τεχνολογία. Η προκατάληψη αυτή εναντίον του μικρού μεγέθους έχει ως αποτέλεσμα η μικρή επιχείρηση να γίνεται στόχος για τον οποίο ελάχιστοι κόπτονται πραγματικά. Όταν λείπουν πόροι, οι πολιτικοί προτιμούν να επισωρεύουν και άλλα βάρη σε επιχειρήσεις, παρά να δυσαρεστήσουν κάποιους ψηφοφόρους. Η ελληνική μικρή επιχείρηση είναι το εύκολο θύμα.

Η κατακλείδα είναι ότι, αφού η ελληνική οικονομία αποτελείται πρωταρχικά από μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να βρεθεί κάποια λύση που δεν απαιτεί θαυματουργή εξωτερική παρέμβαση, αλλά πολιτικές που θα βοηθήσουν τις υπαρκτές εγχώριες επιχειρήσεις.

Η χρησιμοποίηση ενός «ιδανικού» αναπτυξιακού υποδείγματος ως προτύπου, ή ακόμη και η χρησιμοποίηση ενός «ξένου» υποδείγματος, αφενός αφαιρεί την αξία των ιδιομορφιών της πραγματικότητας αφετέρου επιβάλλει στην κοινωνία μέσα, τρόπους και μέτρα που είναι ακατάλληλα για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων, με φυσιολογικό αποτέλεσμα την πλήρη αποτυχία.

 

* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!