Πολλά χρόνια τώρα, διαδηλώσεις και μαζικές κινητοποιήσεις κατατρύχονται από τον εφιάλτη του «μαύρου μπλοκ». Τα γεγονότα του φετινού Πολυτεχνείου, με τον τραγικό τραυματισμό διαδηλώτριας από φωτοβολίδα τού ναυτικού που εκτόξευσαν άλλοι διαδηλωτές, επανέφεραν στη μνήμη το θλιβερό επεισόδιο της Marfin το 2010 που ανέκοψε μία από τις μαζικότερες λαϊκές κινητοποιήσεις της τελευταίας τριακονταετίας. Θα ήταν ολότελα παραπλανητικό να ανάγουμε το πρόβλημα σε μια συζήτηση, καταγγελία ή μη, της «πολιτικής βίας», όπως τείνει να κάνει μια στερεότυπη δημοσιογραφική γλώσσα· γιατί όταν η βίαιη οργή των διαμαρτυρομένων επιστρέφει στις ίδιες τις τάξεις τους και πλήττει άλλα κομμάτια της συλλογικότητάς τους είναι φανερό ότι κάτι νοσεί στη ρίζα του. Το προβληματικό εδώ δεν είναι η βία ως τέτοια, αλλά το ίδιο το νόημα του χαρακτηρισμού της «πολιτική».

* * *

Υπάρχει μια τάση το λεγόμενο «μαύρο μπλοκ» και η δράση του να χρεώνονται στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο. Από πολλές σκοπιές βέβαια αυτό γίνεται σκοπίμως και εκ του πονηρού: κάποιοι αποβλέπουν δι’ αυτού να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη, είτε παρουσιαζόμενοι ως θεματοφύλακες των «αυθεντικών» λαϊκών συμφερόντων και υποβολείς των «ορθών» τρόπων οργάνωσης και αγώνα οι ίδιοι, είτε απαξιώνοντας συλλήβδην κάθε κοινωνική διαμαρτυρία και εκβιάζοντας την υποταγή του λαϊκού σώματος στους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς τους. Είναι αλήθεια όμως ότι το ίδιο το «μαύρο μπλοκ» δίνει έδαφος γι’ αυτό διεκδικώντας, μέσ’ από τη ρητορική και τη συνθηματολογία του, μιαν αναρχική ταυτότητα. Η ρευστότητα και ο άτυπος χαρακτήρας του αντιεξουσιαστικού χώρου επιτρέπει κάτι τέτοιο, αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε ότι τα περισσότερα κομμάτια του ίδιου τού αντιεξουσιαστικού χώρου δεν αναγνωρίζουν την ένταξη αυτή και πολλά εναντιώνονται άρδην σε τέτοιες πρακτικές. Όσοι είχαν ποτέ προσωπική σχέση με κάποιους από το εν λόγω μπλοκ, ξέρουν καλά ότι απαρτίζεται από άτομα πολύ νεαρής ηλικίας, χαμηλού ως ανύπαρκτου μορφωτικού επιπέδου και με εμφανή ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά, που δρουν με αυτό τον τρόπο δυο-τρία χρόνια και ύστερα εξαφανίζονται, για ν’ αντικατασταθούν από άλλα. Το κυριότερο, μεταβαίνουν με ευκολία και πάρα πολύ συχνά από τον χώρο τού ποδοσφαιρικού χουλιγκανισμού στην «πολιτική» διαμαρτυρία είτε στο κοινό μικροέγκλημα, περνώντας αδιακρίτως και κατά οιανδήποτε φορά από τη μία σφαίρα στην άλλη.

Όσοι τουλάχιστον αισθάνονται ότι συγγενεύουν με τις αναρχικές ιδέες τού παρελθόντος, πρέπει να αναρωτηθούν αν δικαιολογείται η ανοχή, αν όχι και ενεργή έλξη, προς έναν ευρύ χώρο ποινικής παραβατικότητας που υποθάλπτει τα πιο διεστραμμένα αντίγραφα των θεσμικών εξουσιαστικών μηχανισμών

Δεν εννοώ ότι ο αντιεξουσιαστικός χώρος δεν έχει καμία ευθύνη γι’ αυτό. Όσοι τουλάχιστον αισθάνονται ότι συγγενεύουν με τις αναρχικές ιδέες τού παρελθόντος, που ήταν οργανικό κομμάτι τού επαναστατικού εργατικού κινήματος, πρέπει να αναρωτηθούν κατά πόσον οι τρέχουσες στάσεις τους μεταφράζουν σωστά την πολιτική παράδοση της οποίας νιώθουν κληρονόμοι· πρέπει να επανεξετάσουν όχι μόνο τον υποτροπιάζοντα αντιθεωρητισμό τους, αλλά και κυρίως την ανοχή τους, αν όχι την ενεργή έλξη τους, προς έναν ευρύ χώρο ποινικής παραβατικότητας που υποθάλπτει τα πιο διεστραμμένα αντίγραφα των θεσμικών εξουσιαστικών μηχανισμών. Εννοώ όμως ότι σε όλο αυτό δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πολιτικό»: όποιες κι αν είναι οι κοινωνιοψυχολογικές πηγές αυτής της βίας, εκφράζεται σαν μια ψυχοπαθολογική παραμόρφωση που εκδραματίζει με οιαδήποτε αφορμή, σε οιονδήποτε στόχο, ένα ρεπερτόριο ζοφερών σαδομαζοχιστικών φαντασιώσεων. Οι παραλήπτες αυτής της βίας είναι απεριόριστα εναλλάξιμοι, και τα ίδια αυτά παιδιά θα μπορούσαν εξίσου, κάτω από τυχαίες συνθήκες, να επανδρώσουν μία «αναρχική» συλλογικότητα ή μία νεοφασιστική οργάνωση.

* * *

Πρέπει ωστόσο να μας ενδιαφέρουν οι κοινωνιοψυχολογικές πηγές αυτής της βίας, και προπάντων ο πολιτικός χαρακτήρας αυτής της αποπολιτικοποίησης. Έχω υποστηρίξει αλλού ότι οι κοινωνίες τού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, οι κοινωνίες μας, είναι κοινωνίες ολοκληρωτικές, υπό την έννοια της απεριόριστης χειραγώγησης και του προγραμματισμού όλων των πτυχών της ζωής, περιλαμβανομένων των ψυχικών αντιδράσεων των ατόμων και της ίδιας τους τής συνείδησης. Μία όψη αυτού είναι η απενεργοποίηση της πολιτικής σφαίρας ως τέτοιας: η αχρήστευση της πολιτικής σκέψης και δράσης, η εμπέδωση του ότι καμία μορφή λόγου ή πράξης των ανθρώπων δεν μπορεί κατ’ ελάχιστον να μεταβάλει τους όρους τής ύπαρξης τους, του ότι οφείλουν να υφίστανται τις ζωές τους σαν άνωθεν προκαθορισμένη μοίρα, αποτελεί αυτή τη στιγμή, περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ιστορία, επιλεγμένη στρατηγική των διευθυντικών κύκλων της παγκόσμιας πολιτικής – που μεταφέρονται σε περιφερειακό επίπεδο μέσ’ από κάθε είδους μεσολαβητικούς μηχανισμούς, από τις υπερεθνικές ολοκληρώσεις μέχρι την υπαγορευόμενη εθνοκρατική πολιτική και από τους κανόνες κίνησης της κοσμοοικονομίας μέχρι τη στρατηγική των μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων. Υπό αυτούς τους όρους, μοναδική διέξοδος που αφήνεται στη δυσφορία των ανθρώπων είναι ένα τυφλό ξέσπασμα καταστροφικής και αυτοκαταστροφικής βίας, χωρίς καμία επιλογή στόχου (αφού όλοι οι στόχοι αποδεικνύονται ίδιοι), χωρίς καμία προσπάθεια αναστοχασμού (αφού κάθε αναστοχασμός αποβαίνει εξίσου μάταιος), και χωρίς άλλη ελπίδα πέρ’ από τη στιγμιαία, οσοδήποτε ατελέσφορη, ανακούφιση. Αξίζει προπαντός να παρατηρήσουμε τη συμμετρία που υπάρχει ανάμεσα στα δύο άκρα αυτού τού υπερδιευθυνόμενου και ασφυκτικά προγραμματισμένου συνεχούς: στο άνω άκρο, μια χούφτα ανεξέλεγκτων συμφερόντων που αγωνίζονται λυσσαλέα για επικράτηση με την ωμότητα και το ήθος αληθινών εγκληματικών συμμοριών· στο κάτω άκρο, ξεσπάσματα εγκληματικής βίας απελπισμένων και άτυπων μικροσυμμοριών για τις οποίες αυτοκτονία και συμφέρον έχουν πάψει σχεδόν να διακρίνονται.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!