Ο Εχθρός

Μια καταιγίδα η νιότη μου ήταν σκοτεινιασμένη,
που τήνε σκίζει εδώ κι εκεί φωτός αναλαμπή
στον κήπο μου οι νεροποντές τη γύμνια έχουν σπαρμένη,
και του έχουν μείνει λιγοστοί ροδόχρωμοι καρποί.

Να, το χινόπωρο άγγιξα των ιδεών, κι ακόμα
το φτιάρι και το δίκρανο θα πάρω μια φορά,
κι απ’ την πλημμυρισμένη γη, μαζεύοντας το χώμα,
θα κλειώ τις τρύπες που άνοιξαν σαν τάφους τα νερά.

Κι οι νέοι ανθοί του ονείρου μου, ποιος ξέρει αν βρούνε πάλι
στο χώμα αυτό που πλύθηκε σαν άμμο στ’ ακρογιάλι
κρύφια τροφή να πάρουνε, δύναμη κι ευωδιά.

Ω, αλίμονο, ω αλίμονο, τη ζωήν ο Χρόνος κλέβει
κι ολοένα ο Σκοτεινός Εχθρός, που τρώει μας την καρδιά,
απ’ το αίμα που εμείς χάνουμε ορθώνεται κι αντρειεύει!

Ο Δον Ζουάν στον Άδη

Όταν κατέβη ο Δον Ζουάν στη λίμνη του Άδη κάτου,
και τα πορθμεία στο Χάροντα είχε πληρώσει πια,
ένας ζητιάνος ζοφερός κι άγριος στη ματιά του
στα χέρια του εκδικητικά παίρνει τα δυο κουπιά.

Τ’ανοιχτά δείχνουν ρούχα τους, το κρεμαστό τους στήθος
γυναίκες τριγυρίζοντας κατ’ απ’ το σκοτεινό
στερέωμα, και – σαν από θύματα εκούσια πλήθος –
ξοπίσω του ένα μούγγρισμα σέρνουνε μακρινό.

Ο Σγαναρέλος, είρωνας, ζητάει τα δάνειά του
κι ο Δον Λουί σηκώνοντας χέρι γεροντικό
έδειχνε σ’ όλους τους νεκρούς που γύριζαν κει κάτου
το γιο, που χλεύασε το μέτωπό του το λευκό.

Κατ’ απ’ το πένθος της η ισχνή Ελβίρα ανατριχιάζει,
πλάι στον άπιστο άντρα της και τον αγαπητό,
κι ένα στερνό χαμόγελο σα να γυρεύει μοιάζει,
που ν’χει τη γλυκύτητα του πρώτου όρκου αυτό.

Ένας πετρένιος άνθρωπος, ολόρθος στη στολή του
μπρος στο τιμόνι στέκουνταν κι έκοβε το νερό
μα ο ήρωας ατάραχος, γυρμένος στο σπαθί του
στα γύρω του ακατάδεκτος, κοιτούσε τον αφρό.

Η ραγισμένη καμπάνα

Είναι μια γλύκα, μια πικρή, στις νύχτες τις χειμερινές:
Κοντά στα ξύλα της φωτιάς που τρίζοντας καπνίζουν,
ν’ακούς αγάλι νά’ρχονται οι ανάμνησες οι μακρινές
στους ήχους που τα σήμαντρα τραγουδιστά σκορπίζουν.

Καλότυχο το σήμαντρο με τον ανόθευτο χαλκό
που, μ’όλα του τα γηρατειά, βαστάει καλά η λαλιά του,

και ρίχνει γύρω του πιστά τον ήχο το θρησκευτικό,
σα στρατιώτης γέροντας, άγρυπνος στη σκοπιά του.

Κι η ραϊσμένη μου ψυχή, σαν από πλήξη σκιάζει,
σκορπίζει τα τραγούδια της στον κρύο αέρα της νυχτός,

μα ο ήχος της απλώνεται αδύνατος κι αποσβηστός.

Και με το ρόγχο τον πυκνό ενός λαβωμένου μοιάζει
που, κάτω από σωρό νεκρών και πλάι σε λίμνη μ’ αίματα,
λησμονημένος ξεψυχά μες στα χαροπαλέματα.

Μετάφραση: Μήτσος Παπανικολάου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!