Ο Ρωσσαγγλογάλλος

Ειπέ μας, ω φιλέλληνα, πώς φέρτε την σκλαβίαν,
και την απαρηγόρητον των Τούρκων τυραννίαν;
Πώς τες ξυλιές και υβρισμούς και σιδηροδεσμίαν,
παίδων, παρθένων, γυναικών ανήκουστον φθορίαν;
Πώς δε τον καθημερινόν των συγγενών σας φόνον,
τον άδικον, αναίτιον και χωρίς τινα πόνον;
Δεν είσθ’ εσείς απόγονοι εκείνων των Ελλήνων,
των ελευθέρων, των σοφών και των φιλοπατρίδων;
Και πώς εκείνοι απέθνησκον δια την ελευθερίαν,
και τώρα εσείς υπόκεισθε εις τέτοιαν τυραννίαν;
Και ποίον γένος ως εσείς εστάθη φωτισμένον
εις την σοφίαν, δύναμιν, κ’ εις όλα ξακουσμένον;
Πώς νυν εκαταστήσατε την λάμπουσαν Ελλάδα!
Βαβαί! Ως ένα σκέλεθρον, ως σκοτεινήν παστάδα!

ΠΡΙΓΚΙΨ

Της Ελλάδος λευθερία
εις εμέ είναι πτωχεία.
Τότε η παρούσα δόξα
σβύει, φέρει τόσα τόξα.
Σκλάβος είμαι δοξασμένος,
απ’ τους Τούρκους αγαπημένος
πρέπει εγώ εξ εναντίας,
ως πιστός πάσης Τουρκίας,
την Ελλάδα ν’ αφανίζω
και τους Τούρκους να δωρίζω.
Τότε ημπορώ να ζήσω,
όταν τους Γραικούς εκδύσω.

ΚΟΤΣΑΜΠΑΣΗΣ

Εάν πολλ’ άσπρα τους άρπαξα βιαίως,
πάλιν στους Τούρκους τα ’δωσα δια χρέος.
Τους πτωχούς σκληρά τους τυραννούσα,
όμως τους Τούρκους πολλά τους αγαπούσα.
Και όστις Γραικός Τούρκον εκαταλάλει,
τον επρόδιδα, να βάλουν γνώσ’ οι άλλοι.
Τόσον εστάθην πιστός εις το δοβλέτι,
ως ουδείς άλλος τιμών τον Μωχαμέτη.
Καλά εζούσα, κι όλους τους εκδικούσα,
αλλ’ ένας άλλος, οπού εγώ μισούσα,
με μεσ’ αγάδων μ’επήρε την αξίαν
αυτού νυν πάσχω να σβύσω την οικίαν.
Έχω κ’εγώ πολλά μέσα αγάδες,
Να αφανίσω και όλους τους ραγιάδες.

Η ΕΛΛΑΣ

Άρχισε και η Γαλλία
να κηρύττη ελευθερία
έφθασε στα σύνορά μου,
κ’ηύξησε τα βάσανά μου.
Ύβριζε την τυραννία,
μα διψούσε για σολδία.
Η Ρωσσία κ’ η Αγγλία,
βλέποντάς τους στην Τουρκία,
έτρεξαν να τους εξώσουν,
για να μη με λευθερώσουν.
Τρέχει η μία πληρωμένη
και η άλλη κομπασμένη
τους Αγαρηνούς να σώσουν
και εμέ να θανατώσουν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!