Ο δανεισμένος τίτλος, από το έργο του κορυφαίου ψυχιάτρου και αγωνιστή ενάντια στην αποικιοκρατία Frantz Fanon, υποδηλώνει την κατεύθυνση που κινείται το άρθρο αυτό στη διερεύνηση των αιτιών αύξησης της επιθετικότητας και της βίας στην ελληνική κοινωνία σήμερα.
Μερικά κρίσιμα στατιστικά στοιχεία
Στην αναζήτηση αυτή, μπορεί να είναι ενδεικτικά κάποια κρίσιμα στατιστικά στοιχεία για την ψυχική υγεία των Ελλήνων σήμερα, ιδιαίτερα μάλιστα σε σύγκριση με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό/δυτικό κόσμο.
α) Στην 20ετία 2000-2020 η κατανάλωση αντικαταθλιπτικών στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 248%, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην 6η θέση των χωρών της Ευρώπης, ενώ προηγούνται μόνο η Τσεχία, η Εσθονία, η Σλοβακία, η Πορτογαλία και το Η.Β. (Πηγή: OECD).
β) Η Ελλάδα είναι πιο καταθλιπτική χώρα στον κόσμο (!), με το ποσοστό επιπολασμού της κατάθλιψης να υπολογίζεται στο 6,52% (Πηγή: Wisevoter).
γ) Η Ελλάδα είναι στην πρώτη θέση των χωρών της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το ποσοστό του πληθυσμού που βιώνει στρες (72%) (Πηγή: Gallup Global Emotions Report ).
Πολύ περισσότερο δραματικά είναι βέβαια τα σχετικά στοιχεία όσον αφορά τους νέους και τις νέες της χώρας μας που πλήττονται από αγχώδεις διαταραχές, απονοηματοδότηση, κατάθλιψη, αυτοκτονικό ιδεασμό και λοιπά.
Για όσους ασχολούνται, με επιστημονική εντιμότητα, με τις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δυτικός κόσμος είναι ένας κόσμος βαρύτατα τραυματισμένος ψυχικά, ακριβώς λόγω της τοξικής καπιταλιστικής κουλτούρας μέσα στην οποία ο δυτικός άνθρωπος ζει και η οποία είναι εντελώς ασύμβατη με τις πυρηνικές υπαρξιακές ανθρώπινες ανάγκες. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ένα στα τρία (1/3) νοικοκυριά αντιμετωπίζουν προβλήματα ενδοοικογενειακής βίας, ένα στα πέντε (1/5) κορίτσια είναι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, ένα στα τρία (1/3) κορίτσια έχουν σκεφτεί την αυτοκτονία, ενώ κάθε χρόνο πεθαίνουν από χρήση ουσιών περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσοι Αμερικανοί σκοτώθηκαν αθροιστικά στον πόλεμο του Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ μαζί.
Παρά την έκτασή τους όμως τα ζητήματα αυτά, αλλά και όλα όσα συναρτώνται με το ψυχικό τραύμα, αντιμετωπίζονται, τόσο στη Δύση γενικά όσο και στην Ελλάδα ειδικότερα, συνήθως ως ατομικές περιπτώσεις άσχετες και ξεκομμένες από το κοινωνικό πλαίσιο που τις προκαλεί.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως κάποιος που υποφέρει, για παράδειγμα, από υψηλό στρες ή κατάθλιψη του είναι αδιανόητο να συμπεριλάβει –τουλάχιστον– στους αιτιώδεις παράγοντες της κατάστασής του και το πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, την κυβέρνησή του, την αντιπολίτευση, τα Μνημόνια, τη νεοαποικιοκρατία ή την εξάρτηση της χώρας από τον ξένο παράγοντα.
Όπως λέει ο ψυχίατρος Bessel van der Kolk, το ψυχικό τραύμα συναρτάται πολύ περισσότερο με τον ταχυδρομικό κώδικα, παρά με τον γενετικό κώδικα.
Το πού κατοικεί κανείς επηρεάζει σημαντικά τον βαθμό έκθεσής του στην ψυχοπαθολογία.
Το συλλογικό ελληνικό τραύμα
Επομένως το να κατοικεί κανείς στην Ελλάδα σήμερα είναι πολύ περισσότερο τραυματικό από το να ζει σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου. Γιατί το συλλογικό ελληνικό τραύμα είναι ένα τραύμα «εις το τετράγωνο» του δυτικού τραύματος.
Ως εκ τούτου ίσως έχει έρθει να ομολογήσουμε ότι η κοινωνία μας υποφέρει από μια μορφή Εθνικού Στρες, ορολογία που εμφανίστηκε στη σχετική βιβλιογραφία το 1986 από τους Antone, Miller [Hill] and Myers, σύμφωνα με τους οποίους «το εθνο-στρες αποτελεί την απάντηση στο αποικιακό τραύμα και είναι σύμφωνο με την αντίληψη ότι οι αυτόχθονες πληθυσμοί έχουν τραυματιστεί, καταπιεστεί και απο-ανθρωποποιηθεί από τον αποικιοκρατικό καπιταλισμό. Οι αντιδράσεις των λαών, που έρχονται στην επιφάνεια ως ανταποκρίσεις στο αποικιακό τραύμα, αφορούν σε αισθήματα αδυναμίας/αβοηθησίας και απελπισίας που διαταράσσει τη ζωή του ατόμου, της οικογένειας, της κοινότητας και του Έθνους. Το Εθνοστρές εμφανίζεται όταν διαταράσσεται η πολιτιστική ταυτότητα ενός λαού».
Πιο συγκεκριμένα το Ελληνικό Τραύμα εκδηλώνεται σε επτά αόρατες πληγές, που επηρεάζουν την καθημερινότητα όλων μας:
α) Εσωτερικευμένη υποτίμηση.
β) Προσβεβλημένη αίσθηση εαυτού.
γ) Αίσθηση ψυχικού ελλείμματος/απελπισία.
δ) Αφωνία/περιστολή της αυτοέκφρασης/παθητικοποίηση
ε) Αίσθημα απώλειας και συλλογικής θλίψης.
στ) Μανιώδης προσανατολισμός προς την επιβίωση.
ζ) Οργή.
Όσο αυτές οι εκδραματίσεις του συλλογικού μας τραύματος μένουν ανεπίγνωστες, κάνουμε πάντα τη ίδια λάθος ερώτηση: «Τι πάει λάθος με μας τους Έλληνες;», ενώ η σωστή ερώτηση είναι: «Τι έχει συμβεί σε μας τους Έλληνες;».
Αυτό λοιπόν που μας έχει συμβεί είναι ότι είμαστε ένας Λαός σε χειρότερη ίσως κατάσταση απ’ ό,τι οι αυτόχθονες ινδιάνοι στις ΗΠΑ. Μας έκλεψαν τον τόπο μας, τα μικρά χωριά και τις κοινότητες μας, μας έκλεψαν ολόκληρο τον αρχαίο και μεσαιωνικό πολιτισμό μας, οικειοποιήθηκαν και διαστρέβλωσαν ολόκληρη τη γραμματεία μας, λοιδόρησαν τον Τρόπο μας, ακρωτηρίασαν τη δημιουργική μας ικανότητα, αλλά πάνω απ’ όλα μας έκλεψαν τον τρόπο μας να συνδεόμαστε, να συν-υπάρχουμε, και μας πέταξαν σαν στυμμένη λεμονόκουπα, απομονωμένους επαίτες των δήθεν φώτων τους, να πλακωνόμαστε μεταξύ μας για το πόσο άθλιος λαός είμαστε.
Δεν μας επέτρεψαν, δηλαδή, ούτε καν να νοιώσουμε μια σταλιά συμπόνια για τον λεηλατημένο συλλογικό εαυτό μας, όπως εύκολα μπορούμε να νοιώθουμε για τον κάθε άλλο απόκληρο. Γιατί μας έπεισαν πως όλα αυτά τα δεινά μας αξίζουν.
Όπως γράφει ο Fanon: «Στην αποικιακή κατάσταση οι ντόπιοι βρίσκονται “μεταξύ τους”. Έχουν την τάση να χρησιμεύουν ο ένας στον άλλο σαν προπέτασμα. Ο καθένας κρύβει από τον άλλο τόν αντίπαλο κι εχθρό αποικιοκράτη.
Κι όταν κουρασμένος μετά από μια σκληρή μέρα δεκαεξάωρης δουλειάς ο αποικιοκρατούμενος πέφτει στο στρωσίδι του κι ένα παιδί μέσα από το χώρισμα από πανί κλαίει και τον εμποδίζει να κοιμηθεί, συμπτωματικά το παιδί αυτό είναι ένας μικρός Αλγερινός. Όταν πάει να πάρει λίγο λάδι ή λίγο σιμιγδάλι από τον μπακάλη που του χρωστάει ήδη μερικές εκατοντάδες φράγκα, και βλέπει να του αρνιούνται αυτή τη χάρη, τον κυριεύει μεγάλο μίσος και μεγάλη όρεξη να σκοτώσει, κι ο μπακάλης είναι Αλγερινός. Όταν αφού τον απόφυγε βδομάδες ολόκληρες βρίσκεται μια μέρα αντιμέτωπος με τον εισπράχτορα που του ζητάει το φόρο, δεν του δίνεται καν η δυνατότητα να μισήσει τον Ευρωπαίο κυβερνήτη, ο εισπράχτορας είναι αυτός που βρίσκεται μπροστά του και ξυπνάει το μίσος του, κι είναι Αλγερινός.
Εκτεθειμένος σε καθημερινές απόπειρες δολοφονίας: από πείνα, από έξωση από το απλήρωτο ενοίκιο, από τον ξεραμένο μητρικό μαστό, τα σκελετωμένα παιδιά, το κλειστό εργοτάξιο, τους άνεργους που περιφέρονται γύρω από τον εργολάβο σαν τα κοράκια, ο ιθαγενής καταλήγει να βλέπει τον όμοιό του σαν άσπονδο εχθρό. Αν χτυπήσει τα γυμνά του πόδια πάνω σε μια μεγάλη πέτρα στη μέση του δρόμου, ένας ιθαγενής θα την έχει βάλει εκεί, και τις λίγες ελιές που υπολόγιζε πως θα κόψει, να που τα παιδιά του X… τις φάγανε τη νύχτα».
Με άλλα λόγια, η εσωτερικευμένη βία που υφίσταται και συσσωρεύει ο αποικιοκρατούμενος /εξουσιαζόμενος σκάει, ανακουφιστικά, στα μούτρα του διπλανού του. Θύτες, Θύματα και Σωτήρες περιστρεφόμαστε εναλλάξ, από τη μια θέση του «Δραματικού Τριγώνου» στην άλλη, παριστάνοντας την κοινωνία. Συνεπώς η βία, η κάθε μορφής βία, δεν είναι σύμπτωση. Είναι κοινωνικό σύμπτωμα! Γιατί «ένα άλλο αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας, και πιο συγκεκριμένα οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της βίας και της καταπίεσης εξαιτίας της αποικιοκρατίας, οδηγούν σε παράπλευρη βία. Κοινωνίες ανθρώπων που έχουν καταπιεστεί διαγενεακά, μαθαίνουν πώς να προσαρμόζονται στον καταπιεστικό τρόπο ζωής και να γίνονται καταπιεστές του εαυτού τους και των άλλων» (Mussell, 2005, σελ. 39).
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για μείωση της βίας και της επιθετικότητας ή της οργής και της ματαίωσης που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία, χρειάζεται να μιλήσουμε για θεραπεία του συλλογικού τραύματος, που πάει να πει με την σειρά του απο-αποικιοποίηση, δηλαδή Πολιτική Θεραπεία
Τραυματισμένη η βαθιά ουσία της συλλογικής ψυχής
Η ελληνική κοινωνία, ήδη από την ίδρυση του «κρατιδίου των Αθηνών» στάθηκε πάντα ανελέητη απέναντι στους δικούς της «τραυματίες», τους οποίους αντιμετώπισε ως πλάσματα κατώτερα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πώς φέρθηκε η κοινωνία αυτή, όχι μόνο μέσω της πολιτειακής της έκφρασης, στους αγωνιστές του ’21, στους πρόσφυγες του ’22, στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, στους αόρατους πολεμιστές του ’74 ή στους αδύναμους Έλληνες και ξένους (μετανάστες/πρόσφυγες) των μνημονιακών χρόνων ή στη διάρκεια της Πανδημίας. Αυτή η ανελέητη στάση της κοινωνίας απέναντι στον αδύναμο Άλλο, διαπιστώνεται όχι μόνο στην καθημερινή βιωμένη εμπειρία όλων, αλλά και στη συνεχή υποστήριξη εκείνων των πολιτικών επιλογών που στάθηκαν ανελέητες απέναντι στον «τραυματισμένο αδύναμο».
Ναι, το Ελληνικό Τραύμα έχει τέτοιο βάθος Ιστορίας και υπόκειται σε τέτοια διαγενεακή μεταβίβαση. Και όπως ακριβώς στη δεκαετία του 1930, η άρνηση της γερμανικής κοινωνίας να αναγνωρίσει τις βλάβες που προκάλεσε ο Α΄ Π.Π. και η μη ανοχή απέναντι στην «αδυναμία» υπήρξαν καταλύτες για την άνοδο του φασισμού και της μιλιταριστικής νοοτροπίας, έτσι κι εδώ.
Οπότε, ο «νεοέλληνας χρυσαυγίτης» είναι ακόμη μια συνέπεια του διαγενεακού ιστορικού τραύματος. Όπως και η υποστήριξη των πολιτικών επιλογών που ευαγγελίζονται σταθερότητα, τάξη, ασφάλεια και υγεία, με κάθε κόστος.
Αλλά πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται η χρόνια απόρριψη των επιπτώσεων του συλλογικού τραύματος που, όπως αποφαίνεται και ο ψυχίατρος Bessel van der Kolk, διαλύει τον κοινωνικό ιστό. Είναι το συλλογικό ιστορικό πολιτικό τραύμα που «παράγει» πολίτες εύκολα χειραγωγούμενους, ευάλωτους στην εξαπάτηση, αλλά και φασίστες – έτοιμους να εξοντώσουν τον αδύναμο άλλο.
Αυτό ακριβώς έχει συντελεστεί αλλά και καθημερινά συντελείται στην «έρμη» χώρα. Το Τραύμα διαλύει το συλλογικό πεδίο. Και δεν υπάρχει σωτηρία αν δεν υπάρξει, πριν απ’ όλα, η αναγνώριση του Συλλογικού Τραύματος και η (πολιτική) θεραπεία του.
Το ψυχικό τραύμα συνέβη στον πυρήνα της επίγνωσης του λαού μας. Αυτός ο πυρήνας είναι η βαθιά ουσία της συλλογικής ψυχής, από την οποία αναδύονται η μυθολογία, τα όνειρα, ο πολιτισμός και η δημιουργικότητα κάθε λαού.
Ο πυρήνας αυτός του «ποιοι είμαστε» τραυματίστηκε βαρύτατα από την κυρίαρχη αποικιοκρατική αφήγηση, που λεηλάτησε όχι μόνο τους πόρους μας, αλλά και την ίδια την ψυχή μας.
Η αποικιοκρατία μας έπεισε ότι είμαστε κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαστε, εμβολιάζοντάς μας με μιαν πυρηνική αίσθηση αναξιότητας, ανεπάρκειας και αβοηθησίας. Η αίσθηση αυτή εσωτερικεύτηκε ως πεποίθηση και από τις κυρίαρχες ντόπιες μεταπρατικές ελίτ της πολιτικής, της οικονομίας, της διανόησης και του πολιτισμού. Ως εκ τούτου βέβαια, η αποδοχή της ξένης εξάρτησης προέβαλλε ως η μοναδική λύση επιβίωσης, διαιωνίζοντας το συλλογικό τραύμα. Όταν ο ψυχικός πυρήνας τραυματιστεί, τότε όλη η μυθολογία, τα όνειρα, ο πολιτισμός και η δημιουργία του λαού αντανακλούν αυτή τη συλλογική πληγή. Συνεπώς, ό,τι αντιλαμβανόμαστε σήμερα σαν νεοελληνικό πολιτισμό –με την έννοια του τρόπου να υπάρχει κανείς– δεν είναι τίποτα περισσότερο από τις αντανακλάσεις του συλλογικού μας τραύματος, που προκάλεσε η μακροχρόνια αποικιοκρατία.
Σ’ έναν τέτοιο «πολιτισμό» γενικευμένου άγχους και αβεβαιότητας, οι άνθρωποι πηγαίνουμε πολύ εύκολα στις πρωταρχικές αμυντικές μας κατασκευές/ρυθμίσεις, παλινδρομούμε εύκολα στην τραυματική παιδική ηλικία μας, στην αποφυγή δηλαδή ή στην επίθεση, εκεί δηλαδή όπου ο μεσομετωπιαίος φλοιός όπου διαμορφώνεται η συμπόνια και η ενσυναίσθηση, η ενόραση και η αυτεπίγνωση, «σβήνει».
Ό,τι βιώνουμε γύρω μας ως μίσος, επιθετικότητα, πόλωση, διαχωρισμό και αποκλεισμό είναι συνέπεια αυτού του μηχανισμού που αποσιωπά, αδρανοποιεί, κλείνει τις εγκεφαλικές συνάψεις της ανθρωπιάς και της σύνδεσης. Και η επίγνωση αυτού του μηχανισμού μας οδηγεί, όχι στην ενοχοποίηση, αλλά στην ανάληψη της υπευθυνότητας, στην ανάληψη της ενήλικης ευθύνης, να το αλλάξουμε αυτό.
Να μας επιτρέψουμε να συν-πονέσουμε για ό,τι φρικτό συμβαίνει στον κόσμο μας… και τότε ο κόσμος αλλάζει.
Με άλλα λόγια, ο τρόπος που τα μέλη μιας κοινωνίας φέρονται στον ανυπεράσπιστο /αδύναμο Άλλο είναι ξεκάθαρο σημάδι/σύμπτωμα του συλλογικού της τραύματος. Πνιγμένοι μέσα σ’ ένα αίσθημα ασημαντότητας –που το αποικιοκρατικό Σύστημα με δεκάδες τρόπους καλλιεργεί– πληγώνουμε τους κοντινούς ή μακρινούς μας Άλλους, μπας και καταφέρουμε με τον τρόπο αυτό να αποδείξουμε ότι έχουμε ακόμη γι’ αυτούς μια κάποια σημασία. Το να μπορώ να σε πληγώσω είναι η τελευταία μου ελπίδα πως είμαι ακόμη για σένα σημαντικός.
Το να είσαι Έλληνας σήμερα
Χρειάζεται να αποδεχτούμε ότι πολλοί Έλληνες, όπως και αρκετοί πρόγονοι τους, υποφέρουν από την, συναρτημένη με το συλλογικό τραύμα, πληγή της οργής.
Κι αυτό γιατί είναι πρακτικά αδύνατον να είσαι για χρόνια ένα δοχείο, μια αποθήκη από συνεχή αρνητικά και εξουθενωτικά μηνύματα, να έχεις μια αίσθηση προσβεβλημένου Εαυτού, και να μην βιώνεις οργή. Στα σχολεία, στο δρόμο, στη δημόσια υπηρεσία, στο νοσοκομείο, στη δουλειά ή στην πολυκατοικία, σχεδόν σε κάθε δημόσιο χώρο, ο Έλληνας εκτίθεται διαρκώς σε όλα αυτά. Και δεν χρειαζόμαστε άλλη επιβεβαίωση από τις βιωμένες εμπειρίες όλων μας. Η οργή είναι, μ’ αυτήν την έννοια, μια βαθιά συναισθηματική ανταπόκριση στις συνεχείς εμπειρίες του υποβιβασμού και της απαξίωσης, και χτίζεται με τον καιρό σαν αποτέλεσμα των σωρευτικά καταπιεσμένων συναισθημάτων, σαν ένα ίζημα της αφωνίας και της περισταλμένης αυτοέκφρασης. Η οργή είναι η φυλακή στην οποία εκτίεται η ποινή της πολύχρονης καταδίκης στη σιωπή.
Γι’ αυτό και η οργή διακρίνεται από τον θυμό, ο οποίος είναι ένα συναίσθημα συναρτημένο με τις άμεσες-παροντικές εμπειρίες. Η οργή είναι ένα πολύπλοκο συναίσθημα που μπορεί να εμφανίζεται σαν θυμός, εκρηκτικότητα, ευερεθιστότητα, θλίψη ή και κατάθλιψη. Γι’ αυτό και όταν οι νεο-Έλληνες περιγράφονται συχνά σαν εριστικοί, αγενείς και «φωνακλάδες», που χρειάζονται εκπαίδευση στη διαχείριση του θυμού τους, είναι αναγκαίο να πούμε πως η πραγματική πραγματικότητα είναι ότι πληγή της οργής –από το κρυμμένο συλλογικό τραύμα που την προκαλεί– παραμένει ανεπίγνωστη. Άλλωστε, ο κακοποιητής εμφανίζεται πάντα εκεί όπου «μαντεύει» το ανυπεράσπιστο του θύματος.
Το να είσαι Έλληνας σήμερα, σημαίνει να ζεις σε μια συνθήκη καταπιεσμένης οργής κάθε δευτερόλεπτο, και αυτό είναι μια συνθήκη που απαιτεί υψηλή ψυχική ανθεκτικότητα. Γιατί, όπως ένα παιδί που κακοποιείται από τους γονείς του δεν σταματά να αγαπά τους γονείς του, αλλά σταματά να αγαπά τον εαυτό του, έτσι και μια κοινωνία που κακοποιείται κατ’ επανάληψιν από τους κυβερνώντες της, μαθαίνει στο τέλος, όχι να μισεί τους κυβερνώντες-κακοποιητές της, αλλά τον ίδιο τον συλλογικό της εαυτό. Είναι αυτή η οργή που εκρήγνυται κάθε στιγμή σε κάθε πεδίο του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου των ανθρώπων.
Ο F. Fanon λέει πως ο άποικος χτυπάει με το γουδοχέρι το μυαλό του αποικιοκρατούμενου διανοούμενου για να τον αναγκάσει να δεχτεί τις ιδέες της Μητρόπολης. Και κάπως έτσι, όταν αφαιρεθεί από την εξίσωση η αποικιοκρατία, το μόνο που απομένει για να εκτονωθεί η «μυϊκή ένταση» που βιώνει ο αποικιοκρατούμενος, είναι να στραφεί ενάντια στον διπλανό αδύναμο συμπατριώτη του. Πόλεμος όλων εναντίον όλων, δηλαδή.
Όλη ετούτη η συσσωρευμένη αποικιοκρατική βία και η βία των επαναλαμβανόμενων καταστροφών που τη συνοδεύουν εσωτερικεύεται στον ανθρώπινο ψυχισμό και θα αναζητήσει αργά ή γρήγορα την εκτόνωσή της, ως συνήθως, σε βάρος του διπλανού αδύναμου. Άλλωστε, όπως γράφει και πάλι ο F. Fanon, «τo τελευταίο καταφύγιο του αποικιοκρατούμενου είναι να υπερασπίζεται την προσωπικότητά του απέναντι στον συμπατριώτη του… Η μαζική αυτοκαταστροφή είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους απελευθερώνεται η μυϊκή ένταση του αποικιοκρατούμενου».
Συμπερασματικά, αν θέλουμε να μιλήσουμε για μείωση της βίας και της επιθετικότητας ή της οργής και της ματαίωσης που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία, χρειάζεται να μιλήσουμε για θεραπεία του συλλογικού τραύματος, που πάει να πει με τη σειρά του απο-αποικιοποίηση, δηλαδή Πολιτική Θεραπεία. Διαφορετικά θα φοράμε απέξω τις ευρωπαϊκές (λευκές) μάσκες μας, ενώ μέσα μας θα υποφέρει το μαύρο-ελληνικό δέρμα μας.
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι MSc. Αναπτυξιακός και Κοινωνικός Ψυχολόγος.