ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Μιχάλη Σιάχο

 

Στην Αθήνα βρέθηκε τις προηγούμενες μέρες ο πρόεδρος του Κ.Σ. της ΕΔΕΚ, Μαρίνος Σιζόπουλος, ο οποίος παρουσίασε τις θέσεις του κόμματός του για το Κυπριακό, αποκαλύπτοντας τις μεθοδεύσεις που ακολουθούνται ώστε να επανέλθει το Σχέδιο Ανάν και να επιβληθεί η το καθεστώς της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Με την ευκαιρία της παρουσίας του στην Αθήνα μίλησε στον Δρόμο της Αριστεράς για τους λόγους που επιταχύνονται οι διαδικασίες «επίλυσης» του Κυπριακού από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στο γενικότερο εκρηκτικό κλίμα στην ευρύτερη περιοχή μας, αλλά και στην οικονομική κρίση. Τέλος, υπογράμμισε την ανάγκη ενός μετώπου Ελλάδας-Κύπρου με στόχο να επιτευχθεί μια αποτελεσματική εθνική πολιτική, έναντι των πολλαπλών κινδύνων που εντείνονται.

 

Οι συνομιλίες των δύο προέδρων συνεχίζονται. Σε ποιο στάδιο βρίσκεται τώρα το Κυπριακό;

Η πραγματικότητα είναι ότι παρά την κρισιμότητα των στιγμών η πολιτική ηγεσία της Κύπρου βρίσκεται στο σκοτάδι, δεν υπάρχει ενημέρωση. Τα τελευταία νέα που είχαμε ήταν στις 8 του περασμένου Σεπτέμβρη. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβώς σε ποιο βαθμό έχουν φτάσει σήμερα οι συνομιλίες ή οι συγκλήσεις.

Αυτό που μπορούμε να διαπιστώσουμε, όμως, είναι πως από τη στιγμή που τα βασικά κεφάλαια στα οποία η Τουρκία θα πρέπει να κάνει τις υποχωρήσεις δεν έχουν συζητηθεί, είναι προφανές ότι οι όποιες συγκλήσεις έχουν επιτευχθεί αυτό έχει συμβεί στη βάση υποχωρήσεων της ελληνοκυπριακής πλευράς.

Και οι μεγάλες υποχωρήσεις που έχουν επιβεβαιωθεί, είναι η παραχώρηση δικαιώματος χρήσης στις ελληνοκυπριακές περιουσίες στους παράνομους σφετεριστές που είναι οι έποικοι.

Σοβαρή υποχώρηση υπάρχει, επίσης, στα ζητήματα της διακυβέρνησης όπου στην ουσία, εμμέσως πλην σαφώς, η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδέχεται μια συνομοσπονδιακής μορφής λύση, η οποία θα οδηγήσει σε διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε ένα καινούργιο δυσλειτουργικό συνομοσπονδιακό μόρφωμα, το οποίο δεν γνωρίζουμε πώς θα αξιοποιηθεί στη συνέχεια από την Τουρκία. Τέλος, σοβαρή υποχώρηση υπάρχει και στη σύνθεση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου το οποίο θα επιλαμβάνεται των προβλημάτων που θα προκύπτουν ανάμεσα στα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας, όπως αυτά θα καθοριστούν. Προβλέπεται ότι θα απαρτίζεται από 4 Ελληνοκύπριους και 4 Τουρκοκύπριους, αριθμητική αλλά και πολιτική ισότητα δηλαδή, και το χειρότερο απ’ όλα, την καθοριστική ψήφο θα την έχει ένας δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου!

Αντιλαμβάνεστε ότι αυτό οδηγεί στη δημιουργία ενός κράτους υποτελούς, όπου τον έλεγχό του θα έχουν πλέον οι ΝΑΤΟϊκοί κύκλοι.

 

Υπάρχει, κατά την εκτίμησή σας, μια συνέχεια από το Σχέδιο Ανάν μέχρι σήμερα; Η οικονομική κρίση που ζήσατε στην Κύπρο πριν από δύο χρόνια συνδέεται με τις εξελίξεις που δρομολογούνται;

Κατά την εκτίμησή μας συνδέονται άμεσα. Η βασική κατηγορία που εκτοξεύτηκε εναντίον των Ελληνοκυπρίων ως προς το Σχέδιο Ανάν δεν ήταν ότι απέρριψαν ένα σχέδιο ρατσιστικό και διχοτομικό, ένα σχέδιο ουσιαστικά τουρκοποίησης της Κύπρου, αλλά ότι η απόρριψη αυτή έγινε για να μη διαταραχθεί η οικονομική ευημερία των Ελληνοκυπρίων. Και δεν είναι τυχαίο ότι από τότε άρχισε μια συστηματική προσπάθεια υπονόμευσης της οικονομικής κατάστασης στην Κύπρο, με αποκορύφωμα αυτά που ζήσαμε το 2013 με το κούρεμα των καταθέσεων και όλα τα υπόλοιπα.

Σήμερα αυτό που επιχειρείται είναι να δημιουργηθούν εντυπώσεις -λανθασμένες κατά την άποψή μας- ότι η όποια μορφή λύσης του Κυπριακού θα δημιουργήσει προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης άρα και ευημερίας.

Κάτι το οποίο δεν ευσταθεί. Για να υπάρχει ανάπτυξη και ευημερία, πρέπει να υπάρχει δημοκρατικό και λειτουργικό κράτος, κάτι το οποίο δεν προκύπτει με όσα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, συζητούνται.

Το ότι οι βασικές παράμετροι του Σχεδίου Ανάν παραμένουν αναλλοίωτες, αποτελεί ακόμα μία, αν θέλετε, παρεκτροπή από τη λαϊκή βούληση. Όταν ο λαός καταψήφισε αυτό το σχέδιο, θα έπρεπε οι πολιτικοί του ηγέτες να συμμορφωθούν με τη λαϊκή ετυμηγορία, να απορρίψουν οποιαδήποτε πρόνοια που ακριβώς στηριζόταν στο Σχέδιο Ανάν.

 

Θεωρείτε ότι η υποτέλεια είναι μια νέα δυνητική «συνθήκη» της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προοινωνίζεται μια άλλη αντίληψη για τη δημοκρατία και τη λαϊκή βούληση;

Η πραγματικότητα είναι ότι τα γεγονότα στην Κύπρο δεν τα ρυθμίζει η Ε.Ε. Η Ε.Ε. είναι απλά συνεργός. Αυτοί που τα ρυθμίζουν είναι κυρίως οι Αμερικανοβρετανοί και οι ΝΑΤΟϊκοί κύκλοι. Σήμερα υπάρχει ένας επιπρόσθετος λόγος να κλείσει το συντομότερο δυνατόν το Κυπριακό στη βάση ενός δυσλειτουργικού κράτους το οποίο να ελέγχεται απόλυτα από την Τουρκία.

Η αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αλλά κυρίως η εμπλοκή της Ρωσίας σε αυτά τα γεγονότα, καθιστά πια επιτακτικό για τους ΝΑΤΟϊκούς κύκλους το Κυπριακό να κλείσει με τέτοιον τρόπο ώστε να παρεμποδίζεται η οποιαδήποτε αναβάθμιση διπλωματικών σχέσεων Κύπρου-Ρωσίας και πολύ περισσότερο να μην υπάρχει δυνατότητα η Κύπρος να παραχωρήσει στη Ρωσία οποιεσδήποτε στρατιωτικές διευκολύνσεις στον αγώνα εναντίον του ISIS και κυρίως για τη σταθεροποίηση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία.

Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι εάν υπάρξει αυτή η «λύση» στο Κυπριακό, η οποιαδήποτε πρόθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, είτε του Ελληνοκυπριακού συνιστώντος τμήματος για παροχή στρατιωτικών ή άλλων διευκολύνσεων προς τη Ρωσία θα προσκρούει στην άρνηση του τουρκοκυπριακού τμήματος το οποίο θα ελέγχεται κατά τρόπο απόλυτο από την Τουρκία.

Η όποια διαφωνία θα παραπέμπεται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, και ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ποια θα είναι η τύχη της, από τη στιγμή που ο κληρωτός Ευρωπαίος δικαστής θα έχει την κυρίαρχη ψήφο.

Άρα, λοιπόν, βλέπετε ότι υπάρχει μια ευρύτερη εμπλοκή συμφερόντων γύρω από τη λύση του Κυπριακού. Κι ενώ σε αυτή τη φάση η ελληνοκυπριακή πλευρά θα έπρεπε να σπεύδει βραδέως στις συνομιλίες διεκδικώντας τα αυτονόητα, παρατηρούμε μια αδικαιολόγητη, ανεξήγητη επιμονή για άμεση επιτάχυνση της διαδικασίας. Ποιους λοιπόν εξυπηρετεί αυτό; Νομίζω ότι είναι προφανείς οι στόχοι.

 

Μιλάμε για μια περιοχή που επί δεκαετίες τώρα είναι στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Εκτιμάτε ότι η ολότητα του ζητήματος, έτσι όπως το βάζετε, έχει γίνει κατανοητή στους λαούς της Κύπρου και της Ελλάδας;

Η τραγωδία δεν είναι ότι δεν έχει γίνει κατανοητή στον κυπριακό ή στον ελληνικό λαό. Είναι ότι δεν έχει γίνει κατανοητή από την πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων και στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

 

Δεν έχει γίνει ή θέλουν να φαίνεται ότι δεν έχει γίνει κατανοητή;

Όποιο από τα δύο κι αν συμβαίνει είναι το ίδιο τραγικό, για να μην πω ότι το δεύτερο είναι πιο τραγικό από το πρώτο. Το να μην το καταλαβαίνεις έχει και τη δικαιολογία της ανεπάρκειας της διατύπωσης θέσεων και ενδεχομένως στρατηγικής. Το να καταλαβαίνεις όμως και να μην κάνεις τίποτα, αυτό είναι ακόμα χειρότερο. Είναι πια απολύτως σαφές, αφού υπάρχουν έγκυρες τουρκικές πηγές που το επιβεβαιώνουν, ότι από τη δεκαετία του 1950 η Τουρκία έχει δημιουργήσει μια εθνική επεκτατική πολιτική σε βάρος του Ελληνισμού, με βασικό στόχο σε πρώτη φάση την Κύπρο και σε δεύτερη το Αιγαίο. Μάλιστα, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου επιδιώκει την διαμόρφωση ή τη δημιουργία ενός τουρκικού τόξου το οποίο να μπορεί να ελέγχει, κατά τρόπο αποτελεσματικό, όλες τις εξελίξεις στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Σήμερα, με την όδευση των αγωγών φυσικού αερίου, αλλά κυρίως με την ανεύρεση των υδρογονανθράκων, η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας προσλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Γι’ αυτό, λοιπόν, βλέπετε ότι εκτός από την προσπάθεια πολιτικοστρατιωτικού ελέγχου της Κύπρου, η Τουρκία επιχείρησε να επεκτείνει το τόξο, παλαιότερα με την Αίγυπτο του Μόρσι, αργότερα με τη Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας και με τον Άσαντ συνέχεια, σχέδια που απέτυχαν όμως. Γι’ αυτό ακριβώς σήμερα προσπαθεί η Τουρκία να αποσταθεροποιήσει το καθεστώς της Συρίας κι έτσι να ενισχύσει τη γεωστρατηγική της θέση στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, Ελλάδα και Κύπρος, οφείλουν να αξιοποιήσουν τα νέα εμπλεκόμενα συμφέροντα όπως δημιουργούνται -πάντοτε με προσοχή- για να δημιουργήσουν ένα κάθετο ανάχωμα σε αυτό το τουρκικό τόξο και να το αποτρέψουν.

 

Πρέπει να υπάρξει ένα μέτωπο Ελλάδας και Κύπρου απέναντι σε όσα διαμορφώνονται;

Ακριβώς! Και το μέτωπο του Ελληνισμού μπορεί, πέρα από τον πολιτισμό και τη γλώσσα να επεκταθεί σε τρία βασικά επίπεδα. Το ένα επίπεδο είναι το στρατιωτικό, για αυτό πάντα η ΕΔΕΚ έλεγε ότι πρέπει να υπάρχει ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο, ειδικά μετά το 1974. Έχει σημειολογική αξία κάτι τέτοιο. Το δεύτερο, είναι η ενίσχυση στο πλαίσιο μιας ενιαίας εθνικής πολιτικής αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού, αλλά και αξιοποίησης των νέων γεωστρατηγικών δεδομένων της περιοχής. Και το τρίτο, είναι η ενίσχυση στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό της ενεργειακής συμφωνίας που έγινε μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου. Για αυτό και ως ΕΔΕΚ επιμένουμε ότι είναι μεγάλης σημασίας, να τεθεί κατά προτεραιότητα από την ελληνική πολιτική ηγεσία η οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης των τριών χωρών Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου. Αυτή η οριοθέτηση θα αποτελέσει φραγμό στην επιχειρούμενη διείσδυση της Τουρκίας στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου και Καστελόριζου με κύριο στόχο ακριβώς την αποκοπή πλήρως της Κύπρου από τον υπόλοιπο Ελληνισμό αλλά και τον εγκλωβισμό της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής κάτω από την εποπτεία και τον στρατιωτικό έλεγχο της Τουρκίας.

 

Εκτιμάτε, λοιπόν, ότι στα συμφέροντα που συγκρούονται αυτή τη στιγμή στην περιοχή υπάρχουν ρωγμές τις οποίες πρέπει μια τέτοια στρατηγική να εκμεταλλευτεί;

Μα η ουσία της πολιτικής είναι ακριβώς να αξιοποιούνται κάθε φορά οι αδυναμίες του αντιπάλου και να διευρύνονται τα οφέλη της δικής σου πολιτικής. Δεν μπορούμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις με απάθεια. Ούτε να είμαστε υποταγμένοι σε μια λογική του παρελθόντος, όταν βλέπουμε ότι σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον Ελληνισμό προέρχεται από μια θεωρητικά σύμμαχο χώρα. Κάποια στιγμή πρέπει να τολμήσουμε τη διαφοροποίηση. Είναι καλύτερα να πληρώσουμε το κόστος της διαφοροποίησης παρά το συνεχόμενο κόστος της υποταγής.

 

Η υποταγή, όμως, τώρα φαίνεται να επιχειρείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την Ελλάδα και την Κύπρο κυρίως να αποτελούν το νέο μοντέλο.

Ακριβώς. Παλιότερα η υποταγή ήταν στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής χούντας και ενός ελέγχου της εξουσίας διαμέσου αυτής της κατάστασης. Σήμερα έχει προσλάβει μια εντελώς διαφορετική και πιο επικίνδυνη διάσταση. Είναι η οικονομική υποταγή. Και το χειρότερο από όλα, είναι ότι διαμέσου της οικονομικής υποταγής επιχειρείται η αλλαγή της κουλτούρας, του πολιτισμού και της γλώσσας. Αυτό συνεπάγεται πλήρη εξασθένηση της εθνικής οντότητας, όχι ως επεκτατικής πολιτικής, αλλά ως πολιτικής, θρησκείας, γλώσσας και πολιτισμού, ως συνέχεια της ιστορίας για σκοπούς επιβίωσης. Για αυτό και θα πρέπει να επαναφέρουμε αυτό που ίσχυσε στα αρχαία χρόνια. Ότι ακόμα και την ώρα που την Ελλάδα την κατακτούσαν άλλες δυνάμεις στρατιωτικά, η Ελλάδα κατακτούσε άλλες δυνάμεις πολιτισμικά. Αυτό το δόγμα πρέπει να το επαναφέρουμε. Και πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό στοιχείο ώστε να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα ενίσχυσης του πολιτισμού, της κουλτούρας και της γλώσσας μας.

 

Να επιμείνουμε σε κάτι. Σε Ελλάδα και Κύπρο έχουμε δύο παρακαταθήκες: Ένα δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν κι ένα πρόσφατο δημοψήφισμα στην Ελλάδα όπου επίσης ο ελληνικός λαός, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις, είπε «όχι». Θεωρείτε ότι αυτά τα «όχι» έχουν αφήσει κάποιες παρακαταθήκες σε Κύπρο και Ελλάδα οι οποίες μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν;

Πιστεύω ότι παρακαταθήκες πάντα μένουν. Το ζήτημα είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες και οι εκάστοτε κυβερνώντες πρέπει να αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο την παρακαταθήκη και την λαϊκή εντολή. Όταν αυτοί συστηματικά υπονομεύουν αυτό το δεδομένο, αντιλαμβάνεστε ότι τα πράγματα τείνουν προς μια αρνητική κατάσταση. Γι’ αυτό και όλες οι δυνάμεις, οι οποίες παραμένουμε πιστές στη λαϊκή κυριαρχία, και στις εντολές του λαού και έχουμε πια μια συνείδηση για το πώς θα πρέπει να λειτουργήσουμε, δεν έχουμε κανένα λόγο και δεν έχουμε καμία δικαιολογία να υπαναχωρήσουμε από τις σωστές διεκδικήσεις. Αυτό λοιπόν είναι το καθήκον, αυτή είναι η εντολή την οποία εμείς πρέπει να εκπληρώσουμε έναντι του λαού. Είναι γι’ αυτό ακριβώς το λόγο που η ΕΔΕΚ αποφάσισε με συνεδριακή ομόφωνη απόφαση, να απορρίψει τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά ακόμη και ως ονοματολογία.

 

Αναγκαία μια ενιαία εθνική πολιτική

Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, στα ελληνικά κόμματα, βρίσκετε ανοιχτά αφτιά στη λογική που καταθέτετε και στη στρατηγική που προτείνετε;

Όχι στον επιθυμητό βαθμό. Αυτή είναι μια πραγματικότητα. Μπορεί σε όλους τους κομματικούς χώρους να υπάρχουν άτομα τα οποία να αντιλαμβάνονται, να ασπάζονται, αυτές τις θέσεις, και μάλιστα να τις προωθούν. Όμως, το ζητούμενο δεν είναι η αποδοχή από μονάδες. Είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας εθνικής πολιτικής αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Προτείναμε και στην ελληνική και στην κυπριακή κυβέρνηση σε πρώτο στάδιο να δημιουργηθεί μία δεξαμενή σκέψης από εμπειρογνώμονες Ελλαδίτες και Κύπριους, η οποία σε διαρκή βάση να συζητά, να μελετά και να διαμορφώνει απόψεις γύρω από τα όσα εξελίσσονται στην ευρύτερη περιοχή. Και εφόσον αυτή η δεξαμενή σκέψης καταλήγει σε κάποιες συγκεκριμένες, υλοποιήσιμες προτάσεις, τότε η πολιτική ηγεσία να καλείται να τις συζητήσει και αν είναι δυνατόν να τις επικυρώσει. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε στην προοπτική του χρόνου να διαμορφώσει και ο Ελληνισμός μία ενιαία εθνική στρατηγική. Είναι αδιανόητο η Τουρκία να έχει εθνική στρατηγική έναντι του ελληνισμού από τη δεκαετία του 1950 και ο ελληνισμός να μην έχει κατορθώσει να διαμορφώσει μιαν αντίστοιχη εθνική πολιτική αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού. Από μόνο του αυτό λέει πάρα πολλά.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!