Γιατί το τρίτο Μνημόνιο αναπαράγει τα καρκινώματα των δύο προηγούμενων
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Α. Το ταξικό πρόσημο των μέτρων. Για να μη βαφτίζουμε το κρέας ψάρι σημειώνουμε προκαταβολικά: η κυβερνητική πρόταση είναι ένα πλήρες Μνημόνιο. Όχι μόνο ως προς τον τυπικό του χαρακτήρα -κάθε χρηματοδότηση από τον ESM συνοδεύεται υποχρεωτικά από Μνημόνιο-, αλλά ως προς τον συμβολισμό και την ουσία της. Ενσωματώνει συνέχιση της λιτότητας, υιοθετεί σαφώς υφεσιακά μέτρα, προσχωρεί στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη «απελευθέρωσης» των αγορών, παγώνει την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων και του κατώτατου μισθού, ανοίγει παράθυρο σε νέες περικοπές ασφαλιστικών δικαιωμάτων, συντάξεων και μισθών στο Δημόσιο, συνεχίζει τις ιδιωτικοποιήσεις, προωθώντας μάλιστα την επανιδιωτικοποίηση του τραπεζικού τομέα. Αυτά τα μέτρα που, σαφέστατα, επιβαρύνουν τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας, αντισταθμίζονται από μια δέσμη φορολογικών επιβαρύνσεων εις βάρος του πλούτου και των επιχειρηματικών κερδών, με έμφαση σε θυλάκους τής υπό φορολογική ασυλία διαπλοκής.
Ωστόσο, ανάμεσα στις δυο κατηγορίες επιβαρύνσεων υπάρχει μια τεράστια διαφορά: τα βάρη που πέφτουν στα φτωχά στρώματα (φόροι, ΦΠΑ, παρεμβάσεις σε μισθούς και συντάξεις κ.ά.) είναι τα μόνα με εγγυημένη απόδοση. Τα μέτρα που επιβαρύνουν τον πλούτο και προβάλλονται ως αντιστάθμισμα κοινωνικής δικαιοσύνης κινούνται στη σφαίρα των καλών προθέσεων. Άρα, το ταξικό ισοζύγιο της κυβερνητικής πρότασης μπορεί να συμπυκνωθεί ως εξής: Εγγυημένη λιτότητα, εξαιρετικά αμφίβολη κοινωνική δικαιοσύνη.
Β. Πλεονάσματα εναντίον ανάπτυξης. Το ίδιο αμφίβολο είναι και το αναπτυξιακό ισοζύγιο της κυβερνητικής πρότασης. Η αποδοχή της υποχρέωσης παραγωγής πλεονασμάτων που κλιμακώνονται από 1% φέτος μέχρι 3,5% το 2018 σημαίνει πολύ απλά ότι οι προϋπολογισμοί θα κινούνται διαρκώς στον αστερισμό της περιστολής των δημοσίων δαπανών. Σε μια οικονομία που φέτος αναμένεται να κλείσει τον όγδοο χρόνο ύφεσης, χάνοντας σχεδόν το 30% του ΑΕΠ της, αυτό θυμίζει τη «θεραπεία» αφαίμαξης των γιατρών του Μεσαίωνα. Ακόμη κι αν επιβεβαιωθεί το πιο αισιόδοξο σενάριο ότι η ελληνική οικονομία από του χρόνου μπορεί να επανέλθει σε ρυθμούς ανάπτυξης 1% έως 3% του ΑΕΠ, αυτοί θα καταπίνονται από τα πλεονάσματα και το αβίωτο χρέος. Όσο για το διαφημιζόμενο «αναπτυξιακό πακέτο» 35 δισ., ας μην προσχωρούμε στην παραπλανητική προπαγάνδα του Γιούνκερ: το πακέτο αυτό δεν είναι παρά το αντιστοιχούν στην Ελλάδα τμήμα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων που φιλοδοξεί να «κινητοποιήσει» επενδυτικούς πόρους ύψους 315 δισ. μέχρι το 2017 σε όλη την Ε.Ε. με μια εξωφρενική μόχλευση 1:15!
Γ. Από την άρνηση στην αποδοχή του χρέους. Αυτό που προβάλλεται ως πιο ισχυρό αντιστάθμισμα για τη λιτότητα είναι η -προσδοκώμενη- συμφωνία για το χρέος. Στην πράξη, το αίτημα δανεισμού με 53,5 δισ. είναι μια υποκατάσταση του χρέους προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ που πρέπει να εξοφληθεί μέχρι και το 2018 με χρέος προς τον ESM. Από αυτό μπορεί να προκύψει μια μεσοπρόθεσμη αύξηση του ονομαστικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά με ταυτόχρονη μετακύλιση της αποπληρωμής του σε βάθος χρόνου. Αυτό παρακάμπτει μεν τα κατά ΔΝΤ κριτήρια βιωσιμότητας και μεταθέτει τη βάση συζήτησης για το χρέος στην «εξυπηρετησιμότητα» του χρέους, ανεξάρτητα από το μέγεθός του. Δηλαδή, στην ικανότητα του κράτους να πληρώνει τα ετήσια τοκοχρεολύσια. Η αλήθεια είναι ότι μετά το βαρύ λογαριασμό του 2015 (υπολείπονται 11,8 δισ.) από το 2016 μέχρι και το 2022 τα ποσά αποπληρωμής θεωρούνται διαχειρίσιμα (52 δισ.). Μετά το 2022 ο λογαριασμός φουσκώνει απότομα, αφού αρχίζουν οι μεγάλες εξοφλήσεις προς τον EFSF και διακρατικά δάνεια (214 δισ.) Εδώ υπεισέρχεται το κυβερνητικό αίτημα για διευθέτηση αυτού του τμήματος του χρέους, που ιδιαίτερα για μια εικοσαετία είναι εξαιρετικά βαρύ. Προφανώς, το αίτημα περιορίζεται σε επιμηκύνσεις και μειώσεις επιτοκίων, για το οποίο δεν είναι σαφές αν οι δανειστές θα δώσουν τώρα κάτι παραπάνω από υπόσχεση εξέτασης. Ωστόσο, ακόμη και βάσει του καλού σεναρίου προκύπτουν δύο σημαντικές παρενέργειες: Πρώτον, η αποδοχή αυτού του χρέους απεμπολεί το δικαίωμα να το χαρακτηρίσεις παράνομο και απεχθές, βάσει και των πορισμάτων της Επιτροπής Αλήθειας. Δεύτερον, η μετατροπή του χρέους σε αμιγώς ευρωπαϊκό ισχυροποιεί τη χρήση του ως μοχλού διαιώνισης της δημοσιονομικής επιτήρησης της χώρας. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 472/2013 που βασίζεται στο Σύμφωνο για το Ευρώ+, τα κράτη-μέλη που βγαίνουν από πρόγραμμα δανεισμού από τον ESM, τελούν υπό καθεστώς «ενισχυμένης επιτήρησης» μέχρι να αποπληρώσουν το 75% του χρέους τους. Επομένως, όχι μόνο διαιωνίζεται η δημοσιονομική επιτήρηση, αλλά και θεσμοποιείται το καθεστώς αποικίας χρέους μέχρι την εξόφληση του 75% του. Ήτοι κάπου το 2050μ.Χ.!