του Θανάση Μουσόπουλου*

Η Λαμπρή κάθε χρόνο, σε χωριά και σε πόλεις, σε βουνά και σε θάλασσα, σε καλούς και σε άσχημους καιρούς.

Όταν έρχονται οι μεγάλες χριστιανικές γιορτές, έρχεται στο μυαλό μας ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο Κώστας Βάρναλης το Πάσχα του 1937, σε ένα χρονογράφημά του γράφει: «Αυτές τις μέρες ξαναθυμούνται οι παλαιότεροι τα καλά εκείνα χρόνια (γύρω στο 1905-1915), που η Αθήνα ήτανε ακόμη μια ειδυλλιακή πολιτεία κι είχε περισσότερη πίστη και περισσότερην εγκαρδιότητα σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Τώρα το πολύ πλήθος, που γέμισε ασφυκτικά την πρωτεύουσα, απομακρύνει τον έναν από τον άλλον και τον απομονώνει. Κείνην την εποχή της ειρηνικής και εύκολης ζωής, οι κάτοικοι μιας συνοικίας αποτελούσανε μιαν οικογένεια κι οι θαμώνες ενός κέντρου μια φιλική συντροφιά».

Η ελληνική φύση συμμέτοχος στο μυστήριο της Ανάστασης, της Αναγέννησης, της Αναζωογόνησης:

«Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις, ένθεν και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων» (Αλ. Παπαδιαμάντης).

Και η θρακική φύση και Άνοιξη, παρούσα και τα πάντα πληρούσα:

«Η άνοιξη είχε μπει. Η Θράκη ήταν ντυμένη τις ανοιξιάτικές της ομορφιές. Οι κάμποι της θαυμαστοί και καταπράσινοι. Τα πουλιά κελάδησαν, το χαμομήλι –γαλαξίας ατέλειωτος– σκέπασε τη γη, και το λελέκι κατέφθασε ταξιδιάρικο και στέκοντας πάνω σ’ ένα ποδάρι στο καμπαναριό, επισκοπεί τα γύρω, αγναντεύοντας προς τα μεγάλα ποτάμια» (Πολ. Παπαχριστοδούλου).

Ένα κομβόι προσκυνητών, με αυτοκίνητα – όχι με τα πόδια ή με υποζύγια, όπως την εποχή του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, του Βάρναλη και του Παπαχριστοδούλου του Πολύδωρου στη Θράκη. Το νόημα ίδιο, όπως τότε, πριν από εκατό χρόνια, στις πατρίδες. Βλέπαμε από ψηλά τους μαιανδρισμούς του Νέστου, και μαζί με του αγέρα το φύσημα ακούγαμε τις ατόφιες ψαλμωδίες του παπα-Φάνη (μακαρίτη πια) και των δύο ψαλτάδων του λαού, αλλά στο βάθος κάτω ακουγόταν και το Νέστου το πέρασμα. Από το χτες στο σήμερα και στο αύριο, από το βουνό στη θάλασσα πέρα.

Κι ο Τάσος Λειβαδίτης που τόσο αγαπήσαμε μας λέει:

«Η τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ’ είχαν ξεκρεμάσει απ’ το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν’ αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ’ τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια, το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ’ τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, “γιατί το ‘κανες;” με ρωτούσε ο Θεός, “είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Κύριε, πώς ν’ αρνηθώ;” και τότε ο θεός μου ’βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν’ ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ’ τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα».

Τα πενήντα άτομα μέσα στο μικρό ναό του Άη Παντελεήμονα θεράπευσαν ό,τι στραβό κουβαλούσαμε από τον πολιτισμό και την πολιτεία. Εννοείται, χωρίς ηλεκτρικό. Το φως του ναού ήταν τόσων κηρίων όσα ήταν τα κεριά κι οι λαμπάδες των προσκυνητών.

Κι όσοι μετάλαβαν, είχαν γύρω τους φως αληθείας. Τα αβγά που τσουγκρίσαμε δεν έκρυβαν τίποτε από τον ανταγωνισμό που μας χαντάκωσε. Το κρασί και το τσουρέκι που γευτήκαμε ήταν όλο ειλικρίνεια και αλήθεια.

Κι ο Κωστής Παλαμάς από μια γωνιά μας λέει:

Λαμπρή. / Πρόσταξε του όκνου οι δαίμονες να πέσουν και του μίσους / νεκροί. / Στήσε μας της θυσίας βωμούς και της αγάπης Κροίσους, / Λαμπρή. / Από λατρείες παλιές και νέες άναψε Υμέναιον ένα, / Λαμπρή, / για μιαν απίστευτη στο θάμα των Ελλήνων γέννα, / μπορεί.

Μα και στην αιώνια ελληνική θάλασσα, η Λαμπρή με το στόμα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, στο διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα»:

«Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσχιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δύο χρωματιστὰ φανάρια τῆς γέφυρας ζερβόδεξα […] Ἔξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας ἐσήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα ἐσήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης […] Τὰ ξάρτια, τὰ σχοινιά, οἱ κουπαστὲς ἔλαμπαν σὰν ἐπιτάφιοι ἀπὸ τὰ κεριά. Καὶ δὲν ἦταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ καράβι παρὰ ἕνα μεγάλο πολυκάντηλο, ποὺ ἔφευγε ἀπάνω στὰ νερὰ σὰν πυροτέχνημα.

Ἡ γέφυρα στρωμένη μὲ μία μεγάλη σημαία ἐμοίαζε ἁγιατράπεζα. Ἕνα κανίστρι μὲ κόκκινα αὐγὰ καὶ ἄλλο μὲ λαμπροκούλουρα ἦταν ἀπάνω. Ὁ πλοίαρχος σοβαρὸς μὲ ἕνα κερὶ ἀναμμένο στὸ χέρι ἄρχισε νὰ ψέλνῃ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Τὸ πλήρωμα κι οἱ ἐπιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι καὶ μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια, ξανάλεγαν τὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲ κατάνυξη.

– Χρόνια πολλά, κύριοι!… Χρόνια πολλά, παιδιά μου! εὐχήθηκε ἅμα ἐτέλειωσε τὸν ψαλμό […]

Ἔπειτα ἐπέρασε ἕνας ἕνας, πρῶτα οἱ ἐπιβάτες ἔπειτα τὸ πλήρωμα, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λαμπροκούλουρο…

[…] Καὶ τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο πάλι ἐξακολούθησε νὰ σχίζῃ τὰ νερά, ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του.»

Και σκέφτεσαι πάλι:

– Κάθε παιδί που γεννιέται / – Χριστός. / Ένα σταυρό να σηκώσει στην πλάτη,/ να ωριμάσει ο καρπός.

(από τη συλλογή «Οιακισμοί» 1990)

– Θα νικήσω το θάνατο / μ’ ένα φιλί / που θα μοιράσω στους ανθρώπους.

(από τη συλλογή «Άδηλες σχέσεις», 2000)

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!