Του Γιώργου Ζήκα
Η διαδικασία ενοποίησης του κυπριακού κράτους (η «λύση») δεν έχει αποκτήσει ξεχωριστή ιδεολογική κατεύθυνση, αλλά ενυπάρχει σε κάθε πολιτική ιδεολογία της Κύπρου. Αποτελεί εργαλείο για κάθε κόμμα, σχεδόν για κάθε συλλογική οντότητα, για κάθε σχολείο και οικογένεια, «μάνα εξ ουρανού» για τα ΜΜΕ, χωρίς όμως να συνδέεται με τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν έχει ταξική χροιά.
Τα κόμματα και όχι μόνο παρουσιάζονται εγκλωβισμένα σε μια δίνη του χρόνου και μοιραία διαιωνίζουν «το κυπριακό πρόβλημα» αναμασώντας τραγικά τα εθνικά και θρησκευτικά επιχειρήματά τους (σίγουρα όχι μόνο από επιπολαιότητα). Όμως η μισαλλόδοξη ρητορεία του εθνικισμού είναι φορτισμένη και φορτωμένη με αίμα αιώνων και εξακολουθεί να χωρίζει τις δυο κοινωνίες αντί να τις ενώνει. Φρενοκομείο συζητήσεων στις τηλεοράσεις όπου ειδήμονες επί ειδημόνων αναλύουν τα «σφάλματα» του ιστορικά εχθρού (τα δικά μας λάθη τα ξεπερνούν μακαρίως) και προκρίνουν μικρόψυχα την εξόντωση ανθρώπων οι οποίοι δεν είχαν γεννηθεί στην εποχή που «το έθνος και η πατρίδα μας» έπαθαν πανωλεθρία. Ο πολεμοχαρής εαυτός λουφάζει αναγκαστικά, αλλά παραμένει η άνευ ουσίας ρητορεία ευχών για το κακό του γείτονα εχθρού (κάτι σαν μάτιασμα της κυρά – Κατίνας). Εννοείται ότι οι κάτοικοι του νησιού που ανήκουν «στο άλλο έθνος» είναι εκτελεστικά όργανα του μεγάλου «εθνικού άλλου» (ο οποίος δεν απαλλάσσεται βέβαια, αφού σαφώς αντλεί επιχειρήματα από το δικό του «έθνος»). Έτσι «οι ειδήμονες» τους συμβουλεύουν τι θα πρέπει να κάνουν για να «λυθεί το κυπριακό». Δηλαδή, εμείς γνωρίζουμε καλύτερα από αυτούς πιο είναι το καλό τους!
Την ίδια στιγμή, εκτός από τα εθνικά επιχειρήματα, παρατηρούμε ότι η δημοκρατία και η ανθρώπινη αξία ταυτίζονται με το έδαφος (εδαφικό), με το διαμοιρασμό των εξουσιών από τις παρούσες πολιτικές ομάδες (πολιτικό, «εκ περιτροπής Προεδρία»), από τον γεωστρατηγικό έλεγχο (ασφάλεια και εγγυήσεις), κλπ. Η διαδικασία αυτή αποτελεί μια μινιατούρα ενοποίησης της ΕΕ, η οποία θα αναζητεί για πάντα και ματαίως τον κοινωνικό ρόλο της και την αλληλεγγύη. Μάλιστα, απροκάλυπτα η πολιτική (δες οικονομική) «ελίτ» της ΕΕ ανακοίνωσε πρόσφατα ότι είναι διαθέσιμη να επενδύσει (ναι, επί λέξη: να επενδύσει!) τρία δισεκατομμύρια εκατό εκατομμύρια ευρώ για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων στην ενοποιημένη Κύπρο. Κάτι σαν μνημόνιο, του οποίου γνωρίζουμε τις τακτικές διανομής και το ποιος θα το ξεχρεώσει. Όμως αυτή η δήλωση της ΕΕ ήταν ειλικρινέστατη: στο νέο κράτος οι εργαζόμενοι θα βλέπουν τα έσοδά τους να μειώνονται και το εισόδημα των πλουσίων να αυξάνεται.
Αυτή η προσπάθεια ενοποίησης της Κύπρου, όπως την παρακολουθούμε σήμερα, φέρνει την άμαξα μπροστά από το άλογο. Η προσπάθεια θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για να αναδομηθεί θεσμικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά η κυπριακή κοινωνία. Θα μπορούσαμε πρώτα να αναδείξουμε όλες τις παθογένειες και η ακύρωσή τους να αποτελέσει τη βασική μέριμνα των συζητήσεων προς τη «λύση του κυπριακού». Ως δείγματα αυτής της βασικής μέριμνας θα μπορούσαν να αναφερθούν η αφαίρεση από την εκπαίδευση των αρνητικών εικόνων του «εθνικού άλλου», η διανομή της εκκλησιαστικής περιουσίας, η θεμελίωση των πολιτικών ελευθεριών, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα και ισομισθία, η προσεκτική ανακατονομή του πλούτου και της δύναμης, η υγεία, η οικογενειοκρατία, τα προνόμια κλπ. Μετά ή έστω ταυτόχρονα με κέντρο πλέον την αβίαστη αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη όλων προς όλους η «λύση», η συνένωση του κράτους, θα πρόκυπτε αβίαστα. Ας ασχοληθούμε πρώτα με την ουσία (το κοινωνικό) και μετά διαμοιράζουμε τα ιμάτια της Μόρφου, της Κερύνειας και της Αμμοχώστου.
Γνωρίζουμε βέβαια πως δεν υπάρχει αυτή την στιγμή πολιτικός σχηματισμός στην Κύπρο προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αναδόμησης με ευκαιρία τη «λύση». Οι επικρατούσες σήμερα πολιτικές (και στις δυο «κοινότητες» όπως αποκαλούνται) εμμένουν στην υπάρχουσα κατάσταση και δεν ρισκάρουν ριζοσπαστικές αλλαγές στην κοινωνία. Αντιθέτως επιθυμούν να μεταβούν στην επόμενη μέρα χωρίς τριγμούς και αναδομήσεις.
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου ως πολίτη του νέου κράτους όπου η μείωση των αποδοχών και η ανεργία θα αποτελούν κατά κύριο λόγο στρατηγικές διακυβέρνησης; Πώς μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου ως μέλος κράτους όπου «ο διάλογος» θα γίνεται με κλειστές πόρτες και το ρουσφέτι δεν θα έχει ποινικοποιηθεί; Τι είδους πολίτης θα είσαι όταν οι κρατικοί υπάλληλοι και οι συντεχνιακοί ανάγονται σε «παράγοντες» και ταυτόχρονα αποτελούν τη βασική δεξαμενή άντλησης των ψηφοφόρων της εκάστοτε κυβέρνησης; Γιατί, ως πολίτης, να νομιμοποιείς το απάνθρωπο σύστημα υγείας και την υποκριτική φιλανθρωπία μέσω των «κοινωνικών παντοπωλείων» κι εράνων; Τέτοια διακυβέρνηση θέλουμε στο νέο κράτος;
Μπορούμε να δράσουμε; Ναι. Γνωρίζουμε ότι η ανισότητα (πλούτου, φορολογίας, εργασίας, αμοιβών κλπ.) είναι συνειδητή κατασκευή και ως εκ τούτου πάλι συνειδητά μπορεί να αναιρεθεί. Θα βρίσκαμε συμμάχους ή θα αφυπνούσαμε πολλούς (πχ. τους ακαδημαϊκούς) στην Κύπρο αλλά και στον κόσμο για να υποστηρίξουν την προσπάθεια ενός «μικρού λαού» που θέτει στον πυρήνα της αλλαγής τον άνθρωπο και τα κοινωνικά προβλήματα. Ακόμα και οι ιστορικά «εχθροί του έθνους» θα στερούνταν επιχειρημάτων, όταν δυναμιτίζαμε το διαχωρισμό των ανθρώπων με κριτήριο την εθνότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι εχθρός του ανθρώπου, της δικαιοσύνης, της ευθύνης, της αλληλεγγύης, κλπ. δεν είναι τα «έθνη», αλλά αυτοί που τα κατασκευάζουν και τα χρησιμοποιούν. Τη φαντασίωση του έθνους θα μας την εκριζώσει μια και καλή η ενασχόληση με την ουσία: τα κοινωνικά θέματα, τα οποία είναι απολύτως κοινά για κάθε κάτοικο του νησιού, των «μητέρων πατρίδων» και όχι μόνο. Ξένη δεσποτεία αλλά και ντόπιος στρατός τα οποία θα αφαιμάσσουν ματαίως το εισόδημα των εργαζομένων δεν έχουν έννοια σε παρόμοια προσέγγιση. Το Λουξεμβούργο έχει στρατό; Ακόμα, ας επιχειρήσουμε να φανταστούμε την ευμάρεια του νησιού αν οι κεφαλαιούχοι της ΕΕ ικανοποιήσουν το πάθος τους και επενδύσουν (στην κυριολεξία, να εισπράττουν μέρος των διοδίων) στην κατασκευή υποθαλάσσιου τούνελ που να ενώνει την Καρπασία με την Αττάλεια. Το κράτος δικαίου, λοιπόν, ας αποτελέσει την πεμπτουσία όλων των κατοίκων του νησιού. Τι θα σε ενοχλούσε αν ο Πρόεδρος της Κύπρου θα ήταν «Τούρκος» ή «Έλληνας», αλλά θα επέστρεφε αυτά που σου έκλεψαν, θα δήμευε την περιουσία των κλεφτών, θα αμειβόσουν ισότιμα και θα ζούσες χωρίς το άγχος της ανεργίας και της εγκληματικότητας;
Πρωτίστως απαιτείται μια βαθιά και άμεση ρήξη με τη μισαλλόδοξη και υποκριτική Εκπαίδευση προς την ανόρθωση μιας Παιδείας που να αναδεικνύει τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα και τις ταξικές διαφορές και να διαμορφώνει ανθρώπους διεκδικητές. Σταδιακά, μέσα από ανοιχτό διάλογο και πολιτική διαπραγμάτευση, μπορούμε να εδραιώσουμε τη συνεργασία και την αμοιβαία ευθύνη στο ενιαίο κράτος. Δεν υπάρχει ηγέτης, και μάλιστα καβάλα σε άσπρο άλογο, για να μας οδηγήσει. Όλα είναι θέμα Παιδείας, ταυτόχρονης συλλογικής αφύπνισης και συμμαχιών.
Σαφώς και θα υπάρχουν αντιστάσεις ντόπιες και άλλες και με κάθε μέσο. Πρώτοι και καλύτεροι οι ντόπιοι «ειδήμονες» εντολοδόχοι στα ΜΜΕ, οι οποίοι θα «εκτιμήσουν» ότι η προαναφερθείσα προσέγγιση είναι ρομαντική και απλοϊκή. Έτσι κι αλλιώς το ισχύον «σύστημα» διαθέτει αστείρευτη δεξαμενή μέσων (και βίαιων) για αποπροσανατολισμό από τα κοινωνικά θέματα. Παρόμοιο «σύστημα» θα το επιτρέψεις και στο ενιαίο κράτος;
Λεμεσός, 15 Γενάρη 2017