ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Ένας τριαντάρης Έλληνας συγγραφέας, που ζει στο Λονδίνο πνιγμένος στα χρέη, επιστρέφει στη γενέτειρά του, για να απομονωθεί και να γράψει στο ερειπωμένο πατρικό σπίτι, μέσα στο καταχείμωνο. Η μοναξιά τον κυκλώνει επικίνδυνα, ανάμεσα στην απόγνωση και στο όνειρο, ενώ ξυπνάνε παλιότεροι φόβοι και παιδικές αναμνήσεις.

Το νταρκ αυτό παραμύθι, με ήρωα λες και έχει ξεπηδήσει από διηγήματα του Ντίκενς, με ψηλό καπέλο και κουστούμι βικτωριανής εποχής, διάλεξε ο Κωνσταντίνος Κουτσολιώτας, που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο Χειμώνας. Η επιμελημένη γκόθικ ατμόσφαιρα, που συνδέει το βροχερό Λονδίνο των Πόε και Λάβκραφτ με τη χειμωνιάτικη ελληνική επαρχία και τον Καρυωτάκη, εντυπωσίασε από πέρυσι, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου πρωτοπροβλήθηκε.

Πλακόστρωτα καλντερίμια, στοιχειωμένα σπίτια, φαντάσματα και καταραμένοι ήρωες συνταιριάζονται μουσικά με τις πρωτότυπες μελαγχολικές μπαλάντες του Μιχάλη Μυτακίδη, ψυχή των Active Member, και τους υπαρξιακούς στίχους του.

Η προσεγμένη σκηνική και ενδυματολογική άποψη αλλοτινής εποχής πλαισιώνεται από κινούμενα σχέδια, δημιουργίες του ίδιου του σκηνοθέτη και της Αγγλίδας συζύγου του. Τον πρωταγωνιστή ενσαρκώνει ο πρωτοεμφανιζόμενος Θοδωρής (Θίο) Αλμπάνης, με τον Βαγγέλη Μουρίκη στο ρόλο του απροσάρμοστου πατέρα.

Συναντήσαμε τον Κωνσταντίνο, λίγο πριν εγκαταλείψει και πάλι την Αθήνα, για να μας μιλήσει για την ταινία του.

 

Πώς εμπνεύστηκες μια τέτοια ιστορία στην πρώτη σου ταινία και γιατί ο τίτλος Χειμώνας;

Αφού τελείωσα τις σπουδές στην Ψυχολογία, έκανα μεταπτυχιακό στα κινούμενα σχέδια, γιατί ζωγράφιζα από μικρός, οπότε ξεκίνησα να δουλεύω στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Έχοντας συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες, ήθελα πάντα να κάνω και κάτι δικό μου. Ο τίτλος Χειμώνας αφορά περισσότερο το αίσθημα που προκαλεί, λίγο πριν πεθάνουν αλλά και λίγο πριν αναγεννηθούν όλα, γιατί βρίσκεται στο ενδιάμεσο.

 

Πώς βρέθηκε αυτό το φοβερό εγκαταλελειμμένο σπίτι;

Το σπίτι ανήκε στον προπάππο μου. Χρειάζεται ριζική επισκευή, που κοστίζει πολύ, έτσι σκεφτήκαμε ότι ο καλύτερος τρόπος να φυλάξουμε τη μορφή του, έτσι όπως το βρήκαμε, είναι να το χρησιμοποιήσουμε σε ταινία.

 

Περιέχονται βιωματικά στοιχεία στην ταινία;

Όπως και ο ήρωας, ζω στο Λονδίνο και πράγματι είχα και ζητήματα με χρέη, με κυνηγούσαν διάφοροι για να πληρώσω. Ο πατέρας όμως της ταινίας αναφέρεται στον παππού μου, γιατί με τις δικές του ιστορίες μεγαλώσαμε και σ’ αυτά τα παραμύθια επιστρέφω.

 

Θα χαρακτήριζες αυτήν την ιστορία θρίλερ;

Περιέχονται στοιχεία θρίλερ, γιατί στην αρχή πολλά είναι άγνωστα στον πρωταγωνιστή, όπως το στοιχειωμένο σπίτι, το φάντασμα της κοπέλας… Όσο όμως μένει εκεί, όλα γίνονται πιο οικεία και ο φανταστικός κόσμος του σπιτιού καταλήγει δελεαστικότερος απ’ τον πραγματικό. Ο ήρωας επιλέγει, τελικά, τη φαντασία, αν και για μένα είναι περισσότερο μια ιστορία δυστυχίας, παρά φαντασίας.

 

Στην αρχή η κάμερα εστιάζει σε πολλά βιβλία συγγραφέων -Λάβκραφτ, Πόε κ.ά.- ενώ σε άλλη σκηνή ο ήρωας διαβάζει Καρυωτάκη. Πρόκειται για δικές σου αναφορές ή τα χρησιμοποιείς για να στηρίξεις δραματουργικά τον χαρακτήρα-συγγραφέα;

Σίγουρα οι συγγραφείς αυτοί αποτελούν και δικές μου αναφορές, αλλά κυρίως θεωρώ πως δίνουν το στίγμα του ρομαντισμού και του φανταστικού. Δεν είναι τυχαίο να διαβάζει κανείς Πόε ή Καρυωτάκη, έχει καταλήξει σε αυτό το είδος συγγραφέων και ποιητών.

 

Πόσο συνέβαλαν στο χτίσιμο του χαρακτήρα οι σκηνογραφικές και ενδυματολογικές επιλογές;

Την επιμέλεια είχε η Ελίζαμπεθ, η γυναίκα μου, που είναι σκηνογράφος. Η επιλογή βικτωριανών στοιχείων, που παραπέμπουν στους Πόε και Λάβκραφτ, ήταν συνειδητή, καθώς αναφερόμαστε σε χαρακτήρες που έζησαν στη λάθος εποχή και λάτρευαν τον παλιό ρομαντικό κόσμο. Η μελαγχολία πηγάζει από το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής ταυτίζεται με περασμένες εποχές που δεν υπάρχουν πια, γιατί δεν βρίσκει κάτι που να τον ενδιαφέρει σ’ αυτή την εποχή. Κάποιες κοινές ρίζες μ’ αυτά τα βιβλία αποτελούν το στήριγμα που έχει στη ζωή για να προχωρήσει.

 

Η ατμόσφαιρα και το κλειστοφοβικό περιβάλλον θυμίζουν το σινεμά του Νίκου Νικολαΐδη. Ποιες είναι οι αναφορές σου;

Πιθανόν να υπάρχουν κοινά στοιχεία, δεν έχω όμως δει ταινίες του Νικολαΐδη. Ζω στο εξωτερικό 18 χρόνια και έχω χάσει την επαφή με το ελληνικό σινεμά. Έχω επηρεαστεί απ’ τον κινηματογράφο του Γουίλιαμ Φρίντκιν, κυρίως απ’ τον τρόπο που χειρίζεται την κάμερα, αναδεικνύοντας το παίξιμο του ηθοποιού. Θεωρώ σημαντικούς σκηνοθέτες τους Τζάρμους, Τέρι Γκίλιαμ και Τιμ Μπάρτον. Λάτρεψα το Μπραζίλ και τον Ψαλιδοχέρη και απ’ τις νεότερες ταινίες τον Λαβύρινθο του Πάνα. Αναφορές που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, τις ανακαλύπτεις συνήθως στην εφηβεία σου και σε ακολουθούν για πάντα.

 

Ο πρωταγωνιστής οδεύει προς την παράνοια, ενώ υπάρχει και αναφορά στην αυτοκτονία. Πώς προέκυψαν αυτές οι ιδιαίτερες θεματικές; Τις συσχετίζεις με τη δυσχέρεια έμπνευσης και την απομόνωση;

Στο Λονδίνο αντιμετώπισα πολύ φασαρία. Για να καταφέρεις να συγκεντρωθείς πρέπει να απομονωθείς. Αυτό που ήθελα να δείξω είναι πως αυτό που κάποιος θεωρεί τρέλα, είναι εντελώς υποκειμενικό. Δεν είναι υποχρεωτικό αυτός ο κόσμος να είναι πιο σωστός από τον δικό μου, απλά κάπου συναντιέσαι με τους περισσότερους. Το ζήτημα τίθεται όταν οι επιλογές μας δεν ταιριάζουν με τις αποδεκτές νόρμες. Για παράδειγμα, ο ιερέας στην ταινία δεν θεωρεί φυσιολογικό τον πατέρα. Απλώς, ο πρωταγωνιστής αποφασίζει, όπως στον Πόε και στον Λάβκραφτ, ότι ο κόσμος της φαντασίας του είναι καλύτερος απ’ την κόλαση που βιώνει.

 

Πώς ανακάλυψες τον Θίο Αλμπάνη και γιατί επέλεξες τον Βαγγέλη Μουρίκη; Πώς δούλεψες μαζί τους;

Μέσω φίλων ανακαλύψαμε τον Θίο, ο οποίος δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά φωτογράφος. Είδαμε ότι ταίριαζε για το ρόλο και του δώσαμε να διαβάσει το σενάριο. Ήμασταν τυχεροί γιατί έπαιξε πολύ φυσικά και η ταινία στηρίζεται πάνω του. Όσο για τον Μουρίκη, μας τον σύστησε η εταιρία παραγωγής. Το σενάριο του άρεσε και ήταν πολύ σημαντικό που δέχτηκε να μας βοηθήσει, παρόλο που η αμοιβή δεν ήταν ικανοποιητική. Ήξερε πώς να σταθεί στην κάμερα, σε σχέση με το φως, ενώ η πείρα του, όσο και οι συμβουλές του ήταν ανεκτίμητες. Με τον Θίο δουλέψαμε 4-5 μήνες, με τους υπόλοιπους είχαμε 17 μέρες γυρίσματα, χωρίς πρόβες, οπότε πολλές κινηματογραφήσεις έγιναν αναγκαστικά σε μια μονάχα λήψη. Απ’ το αρχικό σενάριο το 20% περίπου δεν καταφέραμε να το γυρίσουμε, λόγω οικονομικών προβλημάτων.

 

Πώς αποφασίσατε να χρησιμοποιήσετε κινούμενα σχέδια;

Με τη γυναίκα μου εργαζόμαστε στον τομέα των κινουμένων σχεδίων. Τα κινούμενα σχέδια εικονογραφούν κατά κάποιο τρόπο τις αφηγήσεις του πατέρα. Οι σκούρες φιγούρες παραπέμπουν συνειδητά στον Καραγκιόζη, γιατί μεγάλωσα με τα παραμύθια του, ενώ το γενικότερο στυλ έχει επιρροές και από Τιμ Μπάρτον, που λατρεύουμε. Για τα ανιμέισιον αυτά δουλέψαμε δύο χρόνια, επί πεντάωρο σε καθημερινή βάση. Χρονοβόρος ήταν και ο σχεδιασμός ήχου και οι φωτισμοί που συνέβαλαν στη γενικότερη τρομακτική ατμόσφαιρα.

 

Πώς προέκυψε η συνεργασία για τη μουσική της ταινίας με τον B.D. Foxmoor, των Active Member;

Είχαμε μια θερμή συνεργασία και παλιότερα, όταν είχα σκηνοθετήσει το μουσικό βίντεο για το Σκιάχτρο. Στείλαμε αρχικά το σενάριο, σαν πρώτη αναγνωριστική επαφή. Προς μεγάλη μας έκπληξη, μετά από τέσσερις μήνες μας έστειλαν ένα διπλό άλμπουμ με τα τραγούδια, με τίτλο ο Χειμώνας, που αποτελεί και το σάουντρακ της ταινίας. Εκτός από την αμεσότητα της προσφοράς τους, ενθουσιαστήκαμε με την ίδια τη μουσική που μας ταίριαξε απόλυτα. Ζητήσαμε μόνο κάποια κομμάτια να μην έχουν λόγια, ώστε να μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε ως επένδυση, ενώ απ’ τα τραγούδια που επιλέχτηκαν μπήκαν κυρίως οι μπαλαντοειδείς θλιμμένες εισαγωγές.

 

Τι σκέφτεσαι για μελλοντικά σχέδια;

Με συγκινούν πολύ τα ρεμπέτικα, οπότε η επόμενη ταινία θα είναι μίξη Λάβκραφτ με ρεμπέτικο!

 

* Ο τίτλος της συνέντευξης είναι στίχος από το σάουντρακ της ταινίας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!