Της Αριάδνης Αλαβάνου
Ενώ οι εργαζόμενοι των αναπτυγμένων χωρών δέχονται κύματα μειώσεων των αποδοχών τους και των κοινωνικών παροχών, προς όφελος των τραπεζιτών, παρόμοιες πολιτικές εφαρμόζονται στις «αναδυόμενες» χώρες, όπως η Ινδία, όπου με την πρόσφατη απελευθέρωση των τιμών πλήττεται ακόμη περισσότερο το βιοτικό επίπεδο των πολύ φτωχών στρωμάτων του πληθυσμού. Η πολιτική είναι ενιαία και επισφραγίστηκε στη σύνοδο του G20 στο Τορόντο.
Το πρώτο τρίμηνο του 2010, η Ινδία σημείωσε ρυθμό αύξησης της οικονομίας της τάξης του 8,6%, και η ανοδική πορεία συνεχίζεται. Παρ’ όλα αυτά, ακολουθώντας τη γενική καπιταλιστική τάση απορρύθμισης της οικονομίας και τη γενική γραμμή μείωσης των κρατικών ελλειμμάτων, ο υπό το Κόμμα του Κογκρέσου κυβερνητικός συνασπισμός, προχώρησε σε απελευθέρωση της τιμής του πετρελαίου, στην αύξηση των τιμών στο ντίζελ και την κηροζίνη (που χρησιμοποιούν για το μαγείρεμα κυρίως οι πιο φτωχοί). Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν με γενική απεργία στις 5 Ιουλίου. Μεγάλες περιοχές επηρεάστηκαν από την απεργία η οποία, σε ορισμένα κρατίδια, ήταν καθολική. Οι κινητοποιήσεις για τις τιμές σηματοδοτούν την οργή του πληθυσμού, ιδίως των πιο φτωχών στρωμάτων που στερούνται πρόσβασης ακόμη και στα τρόφιμα. Στην Ινδία, το 43% των παιδιών, κάτω των 5 ετών, υποσιτίζεται συστηματικά (το ποσοστό είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό της υποσαχάριας Αφρικής – 28%) και το 42% του πληθυσμού της υπαίθρου λιμοκτονεί, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία.
«Επίθεση στους φτωχούς», χαρακτηρίζει αυτή την απόφαση ο Π. Σάινατ της εφημερίδας The Hindu (Counterpanch, 5/7), επισημαίνοντας την ειρωνεία της χρονικής σύμπτωσης με τη σύνοδο του G20, στο πλαίσιο του οποίου ο Ινδός πρωθυπουργός δήλωσε ότι η Ινδία θέλει την «περιεκτική ανάπτυξη». «Ποιους θα περιέχει αυτή η ανάπτυξη»; ρωτά ο αρθρογράφος. Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση αναζητά τρόπους για να δαπανά όλο και λιγότερα στην επάρκεια τροφίμων για τους φτωχούς. Η πείνα δεν ορίζεται από τον αριθμό των λιμοκτονούντων, αλλά από τα πόσα χρήματα είναι διατεθειμένη να δαπανήσει η κυβέρνηση, εξ ου και η συνεχής αναζήτηση για ένα όλο και χαμηλότερο «όριο φτώχειας».
Ενδεικτικό των διαθέσεων του κόσμου είναι το γεγονός ότι την πρωτοβουλία για τη γενική απεργία πήραν τα δύο Κ.Κ. της Ινδίας (Αριστερό Μέτωπο), τα οποία σε γενικές γραμμές είναι φιλοκυβερνητικά και στα κρατίδια που διοικούν εφαρμόζουν συχνά πολιτικές εις βάρος των φτωχών και ιθαγενών πληθυσμών. Για τον ίδιο λόγο, την απεργία υποστήριξαν τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, μεταξύ των οποίων και το δεξιό Μπαρατίγια Τζανάτα. Αρκετοί εκτιμούν ότι αυτού του είδους οι κινητοποιήσεις είναι εκτονωτικές της λαϊκής οργής. Ωστόσο, η κυβερνητική πολιτική είναι τόσο αντιλαϊκή που η κοινωνική αναταραχή ίσως δεν θα κοπάσει. Οι τιμές βασικών ειδών διατροφής (αλευριού, αβγών, ζάχαρης, κρέατος και ψαριών) έχουν αυξηθεί από 16-35% μέσα σε ένα έτος, σε μια χώρα όπου τα 2/3 του πληθυσμού (800 εκατ.) ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Και η αύξηση της τιμής των καυσίμων θα τις εκτοξεύσει.
«Το πιο ανέντιμο», αναφέρει ο Π. Σάινατ, είναι πως η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως «δεν υπάρχουν χρήματα». Κι όμως η χώρα δαπανά 2,1 δισ. δολάρια για ένα νέο αεροδρόμιο, 8,5 δισ. για τους αγώνες της Κοινοπολιτείας, 107 δισ. υπέρ πολύ πλούσιων ατόμων και εταιριών στον τρέχοντα προϋπολογισμό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αν σε όλους του Ινδούς διετίθεντο ρύζι και αλεύρι προς 6 σεντς/κιλό αυτό θα πρόσθετε 17, 8 δισ. δολάρια στην επιδότηση τροφίμων. Το ένα έκτο δηλαδή από τις απαλλαγές που δίνονται προς τους πολύ πλούσιους και τις εταιρίες.
Τα μεγάλα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της Δύσης έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για τις κινητοποιήσεις των Ινδών εργαζομένων, που κλιμακώνονται τους τελευταίους μήνες. Της γενικής απεργίας προηγήθηκαν μεγάλες κλαδικές απεργίες (στην αυτοκινητοβιομηχανία, όπου έγινε και διήμερη κατάληψη εργοστασίου της Hyundai, στις εθνικές αερογραμμές, στις τηλεπικοινωνίες κ.α.) και ένα από τα αιτήματα στρεφόταν κατά του πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο, των ιδιωτικοποιήσεων. Αν συνδυαστούν με τις κλιμακούμενες κινητοποιήσεις των Κινέζων εργαζομένων, δημιουργούν ένα νέο τοπίο στις χώρες στις οποίες παράγονται με χαμηλό κόστος τα περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα του κόσμου.