της Ναταλί Χατζηαντωνίου*

 

…Κι έτσι την περασμένη Τρίτη το πρωί και για όλη την υπόλοιπη ημέρα, άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους μοιράστηκαν, έστω για κάποιες ώρες, το βάρος ενός, απρόβλεπτα τόσο συλλογικού, πένθους. Χωρίς κανένα ιδεολογικό, ταξικό ή ηλικιακό «πρόσημο». Και χωρίς καμία τάση, όπως συμβαίνει με άλλους θανάτους επωνύμων, η δημοσιοποιημένη στα social media θλίψη να τροφοδοτείται από μία κρυφή προσωπική ματαιοδοξία, που υποδηλώνει ότι κι εσύ συμμετέχεις μ΄ έναν τρόπο σε μία εκλεκτική κάστα λογίων. Όχι, εδώ καμία δηθενιά. Η θλίψη για το θάνατο του Λουκιανού Κηλαηδόνη, ειλικρινής κι απροσποίητη, αφορούσε και το θείο μου που ήταν κάποτε συμφοιτητής και συνοδοιπόρος του, και το 40ρη γείτονά μας αειθαλή φανατικό του Καζαντζίδη, κι εμένα που το πολιτιστικό ρεπορτάζ μου επιβάλλει κατά κανόνα επαγγελματική αποστασιοποίηση, και – σ΄ έναν παράξενο «αντικατοπτρισμό» την έφηβη κόρη μου, που δεν ξέρει και πολλά από το ρεπερτόριο του Λουκιανού.

Μα γιατί, αφού ο Κηλαηδόνης δεν ήταν ακριβώς ένα πανεθνικό και μυθοποιημένο πρόσωπο του πολιτισμού, όπως π.χ. υπήρξε η Μελίνα; Και πώς αφού ο ίδιος δεν έγινε, ούτε και ποτέ επεδίωξε να είναι σύμβολο, λειτούργησε ερήμην του δις, ως ενωτικό «προσκλητήριο» ενός κοινού αισθήματος, στο οποίο ανταποκρίθηκε ο κόσμος μαζικά κι απροσποίητα; Μάλλον γιατί τον Ιούλιο του 1983 το περίφημο «πάρτι στη Βουλιαγμένη», μία ελληνική, μαζικότερη και λαϊκότερη παραλλαγή του… sex, drugs and rock n roll, άνοιξε την αυλαία της Μεταπολιτευτικής αποενοχοποίησης, αποτίναξε πανηγυρικά κι αυθάδικα κάθε έξωθεν επιβαλλόμενη συμπεριφορά, κολύμπησε στα ευφορικά νερά μίας εντυπωσιακής προοπτικής για το μέλλον κι επιτέλους επέτρεψε μια Πανσέληνο κι ένα ιαματικό μετα-Χουντικό ξεσάλωμα, που ακόμα είχε μόνον καλά – καθώς το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου διέτρεχε την πρώτη του τετραετία, τότε αυτό εισέπραττε καταρχάς ο πολύς κόσμος. Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα και μετά από πολλές… οικονομικές, πολιτικές και εθνικές, τελικά, περιπέτειες και διαψεύσεις και πολλές προσωπικές έγνοιες, υποχωρήσεις, συμβιβασμούς και εκπτώσεις, ο θάνατος του Κηλαηδόνη έκλεισε οριστικά την αυλαία εκείνης της εποχής. Ανεπιστρεπτί «The party is over». Κι όχι ότι δεν το ξέραμε, αλλά τώρα αναγκαστήκαμε να το πούμε και δημοσίως. Φταίει κι εκείνος ο «καταραμένος» στίχος στα «Θερινά Σινεμά»: «Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια». Έφυγαν, για την ακρίβεια, και το μέλλον καθόλου δεν προβλέπει άλλα μαζικά κι απελευθερωμένα ξεφαντώματα…

Άλλωστε, κι ο ίδιος ο Λουκιανός, και το πάρτι του ΄83 να μην είχε εμπνευστεί, ήταν από μόνος του κατά ένα μεγάλο μέρος ό,τι δήλωνε ο τίτλος του τραγουδιού ενός άλλου τραγουδοποιού: «Νοσταλγός του Ροκ ν΄ Ρολ». Έτσι έζησε κι έτσι επέλεξε να πεθάνει – όπως έλεγε σε συνεντεύξεις του, ακόμα κι όταν οι γιατροί του έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, εκείνος δεν υπήρχε περίπτωση να προτιμήσει «τις παντόφλες από τα παπούτσια».

Εκπροσώπησε εξαρχής την ελληνική εκδοχή του Ροκ ν΄ Ρολ και των fifties, με τα ήθη κι έθιμα μιας εφηβείας που μεγάλωνε στη Νέα Κυψέλη κι ονειρευόταν τη Νέα Υόρκη. Τα’ χει καταγράψει σε τραγούδια του («The Fucking Fiftees»), τα’ χει πει σε συνεντεύξεις του. Η ζωή του σ΄ αυτήν την πόλη είχε, όπως αργότερα και όλες οι δημιουργίες του, αυτό το διττό χαρακτήρα: το ελληνικό στοιχείο, αλλά πάντα με το βλέμμα ενός κατοίκου του άστεως και ταυτόχρονα τη μικρή επανάσταση (…με αιτία), μιας γενιάς που διατήρησε πεισματικά, ακόμα και επί Χούντας, τα δημιουργικά στοιχεία μιας φαντασιακής Αμερικής: Οι ασπρόμαυρες ταινίες με τον Μπόγκαρτ, το σουίνγκ και το ροκ ν΄ ρολ, τα μπλου τζην που πούλαγαν στον Πειραιά οι ναύτες του 6ου στόλου, τα πρώτα ουίσκι. Κι όλα αυτά σε μία διαρκή συνύπαρξη με ό,τι είχε περιγράψει ο Λουκιανός ως το «χαμένο παράδεισο» της Κυψέλης των 50’s: οι πρώτες αλητείες, το χύμα κονιάκ στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς, τα σφαιριστήρια του κέντρου, το «ελαφρύ» ρεπερτόριο στο ραδιόφωνο, τα λαϊκά στα κυριακάτικα γεύματα, τα αντάρτικα και τα πολιτικά τραγούδια στα κρυφά… Μεγάλωσε με το «γράμματα χασάπη» και το «love me tender», το «Μικρό Ήρωα» και τους αμερικανούς Υπερήρωες να συνυπάρχουν σε αγαστή αρμονία μέσα του.

Αργότερα, αυτό εξέφρασε και στα τραγούδια του. Έναν μυθολογημένο κοσμοπολιτισμό χτισμένο όχι από ταξίδια αλλά από υλικά τέχνης: τραγούδια, ταινίες, γρήγορες μηχανές, ωραία κορίτσια, ενδυματολογικές συνήθειες. Και ταυτόχρονα μία συνειδητή, μελωδική ελληνικότητα, μιας κάπως εξιδανικευμένης ελληνικής γειτονιάς που μυρίζει γιασεμί κι ασβέστη.

Κατεξοχήν μελωδός, στις μελωδίες του ενσωμάτωσε εξαρχής, αποενοχοποιώντας το έγκαιρα, το δήθεν «ελαφρύ» του Γιαννίδη, του Ριτσιάρδη, του Αττίκ, αλλά και τον αμερικανικό ήχο του Πρίσλεϋ, του Τζιν Κέλυ και του Σινάτρα κι αργότερα την τζαζ, το σουίνγκ, τον ήχο της Νέας Ορλεάνης, τους Beatles… Γι’ αυτό και το μουσικό του ιδίωμα, πάντα μ΄ έναν απόηχο νοσταλγίας, είναι τόσο άμεσα αναγνωρίσιμο ακόμα και στα πιο πολιτικά του τραγούδια με τον Νεγρεπόντη, ή στις συνθέσεις για τις ταινίες του Αγγελόπουλου και του Βούλγαρη, ή για τις παραστάσεις του «Ελεύθερου Θεάτρου», ή ακόμα-ακόμα και στα διαφημιστικά τζινγκλς που έγραφε κατά καιρούς. Κατεξοχήν στα τραγούδια της απολύτως προσωπικής του δισκογραφίας, εκεί όπου υπερασπίστηκε και στιχουργικά το γνήσια μποέμ στοιχείο ενός καουμπόι της Κυψέλης, που μιλάει έξω από τα δόντια για ό,τι παρατηρεί, που εξομολογείται ειλικρινά ό,τι του συμβαίνει, αλλά δε χαλιέται και πολύ γιατί η δική του «De cadenza» είναι ολιγόωρη, βραδινή, βαφτισμένη σε πολύ αλκοόλ, εκτονωμένη στο πιάνο. Κι όταν ζορίζουν τα πράγματα ο ίδιος καβαλάει μια μηχανή, ένα γρήγορο αυτοκίνητο ή και την Ντόλλυ και την κάνει γι’ αλλού. Όπως τα εφηβικά είδωλα στα αμερικανικές ταινίες…

Ακόμα και σωματικά, ο Λουκιανός διατήρησε μέχρι τέλους το νευρώδες παρουσιαστικό ενός εφήβου. Τη διαρκή αμφιθυμία ενός ανθρώπου που γουστάρει τα πάρτι, αλλά ακόμα και μέσα σ΄ αυτά απομονώνεται. Μία κάθε άλλο παρά επίπλαστη ευδιαθεσία και αισιοδοξία και ταυτόχρονα μία ειρωνική, ή μελαγχολική, ή αυτοϋπονομευτική επίγνωση:

«Θα’ ρθούνε καλύτερες μέρες
Να μην αμφιβάλει κανείς
Σαν έρθουνε εκείνες οι μέρες
Δεν ξέρω που θα’ μαστε εμείς»

Να λοιπόν γιατί την περασμένη Τρίτη έκλαψαν τόσοι πολλοί τον Λουκιανό. Για τη νοσταλγία μιας εφηβείας που γερνά ανεπιτυχώς, διαψευσμένη. Για το «unhappy end» ενός πάρτι που στην έξοδό του είχε και εισιτήριο και αλκοτέστ, και ως ποινή για το ξεσάλωμα, κλειδωμένη την εξώπορτα – ενώ κάπου στη διαδρομή μας έπεσαν και τα καταραμένα κλειδιά…

 

* Η Ναταλί Χατζηαντωνίου είναι δημοσιογράφος – μουσικό ρεπορτάζ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!