Η διαχείριση του δημοψηφίσματος και του αποτελέσματός του
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Ενώ η συζήτηση στη Βουλή, όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, είναι σε εξέλιξη, όλα δείχνουν ότι οδηγούμαστε στην ψήφιση της μνημονιακών προδιαγραφών πρότασης της κυβέρνησης προς τους «δανειστές». Μιας πρότασης που φαίνεται να προκαλεί τριγμούς στο εσωτερικό τοπίο του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις διαφοροποιήσεις που έχουν εκφραστεί από αρκετούς βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος.
Είναι πάντως φανερό, για όποιον δεν έχει λόγο να κακοποιεί την πραγματικότητα, ότι οδηγούμαστε στην ακύρωση της θέλησης του ελληνικού λαού όπως αυτή εκφράστηκε στο δημοψήφισμα της Κυριακής. Πώς όμως οδηγηθήκαμε στην μετάλλαξη του «Όχι» σε «Ναι» και τι προηγήθηκε αυτές τις δύο εβδομάδες;
Η υπονόμευση του «όχι»
Από την πρώτη στιγμή είχαμε επισημάνει ότι ο λαός έδινε τη μάχη του δημοψηφίσματος σχεδόν χωρίς συμμάχους, μόνος του. Δεν απέδειξε μόνο στους σπαθοφόρους του «ναι» ότι η θέλησή του είναι πιο ισχυρή από την τρομοκρατία τους. Διέψευσε και όλους εκείνους που ήταν έτοιμοι να φορτώσουν σε αυτόν την ευθύνη της συνθηκολόγησης, επαναφέροντας τη γνωστή θεωρία ότι «ο λαός δεν τραβάει» και άρα «κάναμε ό,τι μπορούσαμε».
Βλέποντας σήμερα τα πράγματα με μια μικρή απόσταση, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η προσφυγή στο δημοψήφισμα επιλέχθηκε ως μία τακτική κίνηση, ως ελιγμός στο πλαίσιο μιας δοκιμασμένης διαπραγματευτικής τακτικής, χωρίς σοβαρή προετοιμασία και προοπτική. Στο ερώτημα «τι θα γίνει την επόμενη μέρα» είτε δεν υπήρχαν απαντήσεις, είτε δίνονταν η απάντηση ότι απλώς «θα ξαναδιαπραγματευτούμε» έχοντας ένα χαρτί παραπάνω.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν είδε το δημοψήφισμα ως μία τομή στη μέχρι τώρα τακτική, ως μία «διόρθωση» του κορυφαίου λάθους αυτών των μηνών που ήταν η μη εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα στη σύγκρουση με τους «δανειστές» τοκογλύφους. Αλλά φρόντιζε διαρκώς να διευκρινίζει ότι δεν είναι παρά μια κίνηση μέσα στη σκακιέρα της ίδιας της διαπραγμάτευσης για μια «αμοιβαία επωφελή συμφωνία» που όμως όλα έδειχναν ότι δεν θα είναι αμοιβαία επωφελής.
Σε άρθρο στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου με τίτλο Νίκη και όχι υπονόμευση του «όχι», δύο μέρες πριν από το δημοψήφισμα, τονίζονταν ο ρόλος «επώνυμων» στελεχών την κρίσιμη στιγμή και, μεταξύ άλλων, επισημαίνονταν ότι «δεν κερδίζονται μάχες όταν υπάρχει ανοικτή υπονόμευση, αμφίσημες δηλώσεις, προσωπικές στρατηγικές από επώνυμα στελέχη την πιο κρίσιμη στιγμή», καθώς και ότι «όταν, έστω και αναγκαστικά, έχεις μπει σε μια μάχη αντιπαράθεσης και μάλιστα με ισχυρούς-αδίστακτους αντιπάλους, ο μόνος δρόμος είναι να την πας μέχρι τέλους χωρίς ταλαντεύσεις. Αν δεν μπορείς να αντέξεις τέτοια στάση, είναι προτιμότερη η σιωπή».
Οι επισημάνσεις αυτές δεν γίνονταν τυχαία. Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ εκδηλώθηκαν ανοιχτά, τη βδομάδα πριν το δημοψήφισμα, μια σειρά στελέχη πιέζοντας είτε για την ακύρωση του δημοψηφίσματος, είτε για τη γρήγορη μετατροπή του «όχι» σε «ναι» και στέλνοντας το μήνυμα ότι μια οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει άμεσα να κλειστεί. Πρωταγωνιστές κάποιοι ευρωβουλευτές του κόμματος, αλλά και αρκετά ακόμα κυβερνητικά και κοινοβουλευτικά στελέχη.
Δεν ήταν όμως μόνο οι δημόσιες παρεμβάσεις και δηλώσεις. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, ειδικά τις μέρες που εκδηλώθηκαν τα προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα και ενώ όλο το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα συσπειρώνονταν γύρω από το «ναι», κυριάρχησε σε τμήματα του στελεχικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ η ηττοπάθεια και οι τάσεις παράδοσης της κυβέρνησης που καλούνταν είτε να παραιτηθεί, είτε να πετάξει λευκή πετσέτα ακυρώνοντας το δημοψήφισμα και προβαίνοντας άμεσα σε συνθηκολόγηση με τους «δανειστές».
Οι εξελίξεις αυτές δεν δρομολογήθηκαν και ήταν ο ίδιος ο λαός που έδωσε διέξοδο, αρχικά με την ψύχραιμη στάση του απέναντι στα προβλήματα με τις τράπεζες, στη συνέχεια με τη μεγαλειώδη συγκέντρωση στο Σύνταγμα την Παρασκευή και τέλος με το βροντερό «όχι» της Κυριακής, στέλνοντας ηχηρό μήνυμα στους ευρωκράτες και το εγχώριο πολιτικό σύστημα. Αλλά και πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων το «ρεαλισμό» που όλοι με φανερούς ή υπόγειους τρόπους τον καλούσαν να επιδείξει.
Η διαχείριση του αποτελέσματος
Πώς αντιμετώπισε, όμως, η κυβέρνηση το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος; Είναι σαφές ότι δεν το είδε ως στιγμή εισόδου του λαού στην αντιπαράθεση με τους οργανωτές της οικονομικής και πολιτικής ασφυξίας. Αντίθετα, όχι μόνο συνέχισε αλλά εντατικοποίησε την ακολουθούμενη τακτική τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στη διαπραγμάτευση.
Πρώτη κίνηση η αντικατάσταση Βαρουφάκη στο υπουργείο Οικονομικών. Ασχέτως με τη γνώμη που έχει κανείς για τη συμβολή του Γ. Βαρουφάκη στη μέχρι τώρα κυβερνητική τακτική, είναι σαφές ότι ήταν οι «εταίροι» και το Eurogroup που ζητούσαν επίμονα το «κεφάλι» του από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Αλλά και ο εκλεκτός τους, Σταύρος Θεοδωράκης που ήδη την Κυριακή είχε θέσει την απομάκρυνσή του ως όρο για πολιτική συνεννόηση με την κυβέρνηση.
Δεν ήταν η μόνη κίνηση που έγινε την επόμενη του δημοψηφίσματος, ακυρώνοντας ουσιαστικά το πνεύμα του «όχι» που εκτός των άλλων ήταν και κάθετη άρνηση των παρεμβάσεων στην εσωτερική πολιτική ζωή του τόπου. Ακολούθησε το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών υπό τον Προκόπη Παυλόπουλο και το σχετικό κοινό ανακοινωθέν. Η λέξη «όχι» απουσίαζε από το κείμενο των αρχηγών που μαζί ερμήνευσαν την ετυμηγορία του λαού. ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, λοιπόν, από κοινού με όσους επί μια βδομάδα κατατρομοκράτησαν και επιτέθηκαν στο λαό και το αντιστασιακό του φρόνημα, αποφάνθηκαν ότι η απόφασή του «δεν συνιστά εντολή ρήξης, αλλά εντολή συνέχισης και ενίσχυσης της προσπάθειας για την επίτευξη μιας κοινωνικώς δίκαιης και οικονομικώς βιώσιμης συμφωνίας».
Λίγοι θα είχαν ίσως αντίρρηση ακόμα και για μια συνάντηση με τα ρετάλια του παλιού και χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος αν επρόκειτο να αποτελεί πίεση να ευθυγραμμιστούν ακόμα κι αυτοί με τη λαϊκή θέληση, κάτω από το βάρος της συντριπτικής ήττας τους. Δεν επρόκειτο, όμως, περί αυτού. Η συναίνεση που επιδιώχθηκε είχε περισσότερο να κάνει με την υπαγωγή του «όχι» στη στρατηγική του «ναι», τη στιγμή που πραγματική εθνική συναίνεση ήταν το ίδιο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και όχι η νεκρανάσταση του πολιτικού προσωπικού των δανειστών.
Κοντά σε αυτά, καμιά αντίδραση δεν υπήρξε απέναντι στη «χούντα» των τηλεοπτικών καναλιών που συνέχισαν από Δευτέρα το έργο τους, ενώ πάνδημη ήταν η απαίτηση να καταδειχθεί έστω ο ρόλος τους και να προαναγγελθούν αλλαγές στο τηλεοπτικό τοπίο, μετά το όργιο παραπληροφόρησης και ξενοδουλείας που ξεδιπλώθηκε τη βδομάδα του δημοψηφίσματος.
Αφού λοιπόν στο εσωτερικό μέτωπο, εντάθηκε η στρατηγική της μη σύγκρουσης με το πολιτικό και μιντιακό σύστημα, θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς μια διαφορετική στάση στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης. Έτσι, η κυβέρνηση προχώρησε γρήγορα στο καθαρογράψιμο μιας ντροπιαστικής συμφωνίας με τους δανειστές και έσπευσε χθες να την θέσει προς έγκριση στο κοινοβούλιο, με διαδικασίες κατεπείγοντος. Αναβίωσε, έτσι, τις χειρότερες στιγμές του μνημονιακού καθεστώτος της τελευταίας πενταετίας πριν στεγνώσει το μελάνι των εκατομμυρίων σταυρών στο κουτάκι του «όχι» την περασμένη Κυριακή. Το μελάνι όμως αυτό δεν πρόκειται να στεγνώσει, ούτε και τα αποθέματα της θέλησης για αξιοπρεπή ζωή σε μια ανεξάρτητη χώρα. Κανείς δεν μπορεί να διαστρεβλώσει για πολύ καιρό αυτή την επιθυμία.