«Ξέρουμε πότε πεθαίνει κάποιος, αλλά δεν ξέρουμε πάντα πότε ξεκινάει να ζει». Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο.

Όταν χαμογελάμε υποτακτικά, διαλλακτικά, σημαίνει συνήθως ότι μας λείπει αυτό που απαιτείται και στη θέση του υπάρχει φόβος. Νομίζω πως οι γυναίκες μπορούν αυτό να το καταλάβουν στο πετσί τους, όπως λένε. Γιατί συχνά χαμογελάμε για να επιζήσουμε, ως μη-απειλητικά όντα.

Ο χρόνος που περνάει, τα γηρατειά, ο θάνατος… Συχνά αποστρέφουμε το πρόσωπο. Μπορείς, άραγε, με πρώτη ύλη τα μεγάλα ζητήματα της ζωής και της ύπαρξης να φτιάξεις ιστορίες που να βάζουν βαθιά το νυστέρι, αλλά να είναι και… διασκεδαστικές; Η Καρολίνα Μέρμηγκα με τη συλλογή διηγημάτων Σήμερα δεν θα πεθάνω (εκδόσεις Μελάνι) το καταφέρνει απόλυτα και μας χαρίζει οκτώ συναρπαστικές ιστορίες…

Λίγο μακάβριος ο τίτλος… Όμως, γενικότερα, το ζήτημα των γηρατειών και του θανάτου σάς απασχολεί σε πολλά από τα διηγήματά σας. Τι σας φοβίζει περισσότερο στο μέλλον;
Το να μην υπάρχει νόημα. Το να βρίσκομαι στο τέλος της ζωής μου και να μην μπορώ να εξηγήσω το γιατί έζησα και γιατί πρέπει να τελειώσει. Είμαστε δυστυχώ, εκπαιδευμένοι να περιμένουμε, στη λήξη κάθε διαδικασίας, ένα είδος συμπεράσματος, παρόλο που έχουμε πάμπολλες ενδείξεις ότι δε θα ‘πρεπε. Ότι, δηλαδή, μπορεί η απάντηση να είναι: «γιατί έτσι». Αλλά, νομίζω, γι’ αυτό δημιουργούμε ό,τι δημιουργούμε. Προσπαθώντας να δώσουμε νόημα στην ύπαρξή μας.

«Ξέρουμε πότε πεθαίνει κάποιος, αλλά δεν ξέρουμε πάντα πότε ξεκινάει να ζει». Εξαιρετικά εύστοχη παρατήρηση, κατά τη γνώμη μου. Γενικότερα μου άρεσε πολύ που στο τέλος κάθε διηγήματος με μια φράση καταφέρνετε να δώσετε κάτι σαν το νόημα, το δίδαγμα της ιστορίας που διαβάσαμε. Ήταν αυτό ηθελημένο;
Οι λέξεις «νόημα» και «δίδαγμα» παραμένουν για μένα κάτι σαν χρυσά δισκοπότηρα, ούτε που τις πλησιάζω. Αλλά πιστεύω ότι το πότε ξεκινάμε να ζούμε είναι, πράγματι, αδιευκρίνιστο. Πράγμα ελπιδοφόρο, γιατί συνεπάγεται πως μέχρι το τέλος όλα είναι πιθανά.

Στο διήγημα Στο σπίτι των ονείρων του φλερτάρετε με το φανταστικό, αλλά και με την αντιστροφή των μύθων… Ο ωραίος πρίγκιπας γίνεται ένας «μέτριος συγγραφέας» που, αντί να ξυπνήσει την ωραία κοιμωμένη του, βυθίζεται κι αυτός στον ύπνο! Να ρωτήσω τι κατά βάθος θέλει να μας πει αυτή η ιστορία;
Πολλά, ελπίζω, διαφορετικά για κάθε αναγνώστη! Κάποιοι θα συμφωνήσουν ότι περνάμε τη ζωή μας κοιμώμενοι αντί να τη χαιρόμαστε. Και για να ξυπνήσεις πραγματικά κάποιον, πρέπει να του δώσεις έναυσμα για ζωή, αλλιώς θα ξανακοιμηθεί. Άλλοι, ότι ο έρωτας, όντας μια προβολή δικών μας ονείρων, μόνο με εναλλασσόμενους ύπνους μπορεί να αντέξει. Άλλοι, ότι το να είσαι γέρος απαιτεί τεράστια γενναιότητα γιατί, απ’ όσο ξέρουμε, μόνο οι άνθρωποι έχουν επίγνωση του θανάτου τους. (Αυτό είναι και το θέμα της Ευτυχίας: είμαστε ευτυχισμένοι μόνο με την ψευδαίσθηση της αθανασίας, που σημαίνει να μη μας έχει πει κανείς την ακριβή ημερομηνία λήξης).
Η γριά ηρωίδα του Σπιτιού, σε αντίθεση με τους δυο νέους, αγαπάει τη ζωή κι αισθάνεται αδικημένη που εκείνης η ύπαρξη τελειώνει. Είναι, επομένως, μια τραγική φιγούρα με την αληθινή έννοια του όρου.

Από τα αγαπημένα μου διηγήματα είναι το Χαμόγελο της κυρίας Δ. Τελικά, το μήνυμα είναι πως αν πάψουμε να είμαστε συμβατικοί και να υποκρινόμαστε στις σχέσεις μας, θα ανοίξουν οι δρόμοι για μας;
Οι δρόμοι ανοίγουν πάντα με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με το να έχεις αυτό που απαιτεί η κάθε περίσταση (δύναμη, αυτοπεποίθηση, σκληρότητα, πίστη, οτιδήποτε) – είτε χαμογελάμε είτε όχι. Αλλά όταν χαμογελάμε υποτακτικά, διαλλακτικά, σημαίνει συνήθως ότι μας λείπει αυτό που απαιτείται και στη θέση του υπάρχει φόβος. Νομίζω πως οι γυναίκες μπορούν αυτό να το καταλάβουν στο πετσί τους, όπως λένε.
Γιατί, συχνά, χαμογελάμε για να επιζήσουμε, ως μη-απειλητικά όντα.

Γενικά από τα διηγήματα αναδύεται μια πικρία για όσα γίνονται γύρω μας. Μια μοναξιά. Ως φάρμακο τι υπάρχει; Οι φίλοι; Οι σχέσεις μας; Και πώς θα τις χτίσουμε για να κρατήσουν;
Δεν έχω απαντήσεις κύριε Στοφόρε, ψάχνω όπως όλοι μας. Προσωπικά, με ανακουφίζει όταν καταφέρνω να αισθανθώ ότι πράγματι ανήκω στην ανθρωπότητα. Να το εξηγήσω: όταν κάνω κάτι, λ.χ. γράφω ένα βιβλιαράκι, και έρθουν δέκα άνθρωποι και μου πουν ότι μ’ αυτό συν-βρεθήκαμε σε κάποιο νοερό σημείο, συνομιλήσαμε, συνεννοηθήκαμε, αισθάνομαι ότι ανήκω στο είδος των ανθρώπων, ότι η κατάστασή τους είναι κι η δική μου και τούμπαλιν, και αυτό είναι θεραπευτικό.
Εξάλλου, είναι και βασικό μας ένστικτο: τα παιδιά μια έγνοια έχουν μόνο, να μη διαφέρουν από τα άλλα παιδιά.
Έχουμε ανάγκη, ακόμα και οι πιο μισάνθρωποι από εμάς (ή κυρίως αυτοί) να ανήκουμε στη συνομοταξία μας, γιατί αυτό απαλύνει τους φόβους. Φτάνει η συνομοταξία μας να μη μας κάνει να ανατριχιάζουμε. Που συχνά μας κάνει.

«Πόσο ανυπόφορα φοβερό είναι να θυμάσαι ό,τι έχεις χάσει – δεν υπάρχει τίποτα πιο φοβερό». Η μνήμη, συχνά, εμφανίζεται ως πληγή για όσα έχουν μείνει πίσω μας; Θα θέλατε για τον εαυτό σας τη λήθη; Χωρίς τις πληγές μας, όμως, τι μένει;
Μεγάλο ερώτημα: προτιμάμε την ευδαίμονα άνοια ή την πικρόχολη εγρήγορση; Η γάτα μου, την οποία έσωσα από την ελευθερία του δρόμου αλλά και τις ρόδες των αυτοκινήτων, δεν μοιάζει να βασανίζεται από αναμνήσεις. Μια χαρά τη βλέπω. Αλλά, πάλι, δεν θα χαρακτήριζα τη ζωή της συναρπαστική.

Το βιβλίο τελειώνει με τη φράση: «…αυτή τη φορά το διήγημα άρεσε στον εκδότη του. Μένει ακόμη να δούμε αν θα αρέσει και στο αναγνωστικό κοινό». Νομίζω πως, όπως συμβαίνει και στα διηγήματα, κρύβεται κι εδώ ένα υποδόριο χιούμορ. Σάτιρα και αυτοσαρκασμός… Τι λέτε; Το βιβλίο θα αρέσει στους αναγνώστες του ή θα κοιταχτούν σε έναν καθρέφτη που θα είναι ενοχλητικός, επειδή λέει τα πράγματα με το όνομά τους;
Αν λέει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν με πειράζει. Φοβάμαι μόνο μην είναι ακαταλαβίστικος, μονότονος, καταθλιπτικός, βαρετός. Υπάρχει πιο τρομακτικό θέαμα από αναγνώστες που βαριούνται αυτό που κρατάνε στα χέρια τους;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!