του Νίκου Σταθόπουλου
Έφτασε και στην Ελλάδα η «ιδεολογία της κακοποίησης/παρενόχλησης», μια ειδική όψη του διαβόητου mainstream με εστίαση στην «λόγω /(ή και) έργω προσβολή της προσωπικότητας σε ουδέτερες συνθήκες εργασιακών/κοινωνικών σχέσεων» και με θύμα βασικά τις γυναίκες (αλλά όχι μόνο…).
Ένας αθλητικός παράγοντας, ένας σκηνοθέτης, αύριο ίσως ένας καλλιτεχνικός μάνατζερ, ένας κινηματογραφικός παραγωγός, ένας προπονητής, ένας δάσκαλος, (πάντως μην περιμένετε να δείτε κάνα πολιτικό ή μεγαλοεπιχειρηματία ή μεγαλοδημοσιογράφο), που «σηκώνει τη φωνή», «σπρώχνει», «βρίζει», «αποπλανεί», μια πολύ μεγάλη γκάμα «κακών συμπεριφορών» από την ηπιότερη έως την πιο βάναυση και τραυματική. Η άσκηση εξουσίας, σε όλη την κλίμακα της έννοιας, επί ενός προσώπου ευάλωτου λόγω της χαμηλής του κατάταξης στην κλίμακα ισχύος και της ανάγκης του να στηριχτεί στον «κακό» που το εκμεταλλεύεται για να ικανοποιήσει ποικίλες « άνομες» ορέξεις και τάσεις του. Ωστόσο, πάντα με την έγνοια, μέσα μας, να μην ακυρωθεί η φυσικότητα, η βασική ορμική ενέργεια, το στοιχειώδες της φυσικής εκφραστικότητας και ζωντάνιας, σε έναν κόσμο που εμμονικά επιδιώκει τη γενικευμένη τεχνητότητα/υποκατάσταση. Ας πούμε να μη θεωρηθεί και το βλεμματικό φλερτ «παρενόχληση», και η δυνατή κοροϊδευτική φωνή «κακοποίηση», και το «Αραπιάς άτι…» του Δ. Σολωμού στους Ελεύθερους Πολιορκημένους «ρατσιστικό σχόλιο».
Ο «ΚΑΚΟΠΟΙΗΤΗΣ» και ο «κακοποιούμενος»: Η κλασική σχέση «καλός – κακός» τόσο παλιά όσο και ο κόσμος, τόσο σαν λειτουργικό σχήμα όσο και σαν ερμηνευτικό μοτίβο, που θεμελιώνει μια «ηθική των αρετών» απέναντι στο όνειδος του «έκφυλου». Ένας τυπικός μανιχαϊσμός με μονοδιάστατα ατομοκεντρικά χαρακτηριστικά που πλέον δεν αντιμετωπίζεται με τους παραδοσιακούς τρόπους της ηθικής αποδοκιμασίας, ως καταδίκης της «αμαρτωλής κακοήθειας», αλλά με τον νομικίστικο δικαιωματισμό μιας μεταμοντέρνας «κουλτούρας του υποκειμένου» το οποίο εννοείται ότι εκκινεί από την αυτοδιάθεση με ορίζοντα την αυτοδιαχειριζόμενη αξιοπρέπειά του.
Και ενώ η «παλιά ηθική» έθετε με σαφήνεια μια καθολική απαγόρευση της εκτροπής (δηλαδή ήταν «απαγορευμένος καρπός» και για το συγκεκριμένο θύμα της ορισμένης περίστασης), η παρούσα «μεταηθική των δικαιωμάτων» το συναρτά με τη «συναίνεση», άρα δεν αναγνωρίζει κακό παρά μόνο εάν η δράση είναι μονόδρομη (άσε που και έτσι ακόμα, το κακό αμβλύνεται δραστικά μέσω των ποικίλων ελαφρυντικών της «παιδικής ηλικίας», των «τραυματικών εμπειριών», κ.λπ.). Έτσι, και στο πεδίο των πιο «κλειστών σχέσεων επεκτείνεται η «κουλτούρα της συναίνεσης» χωρίς καμιά εμβάθυνση στους προσδιορισμούς αυτής της «συναίνεσης».
Ο «δικαιωματισμός» αυτή ακριβώς τη θανάσιμη συνθήκη εντείνει: Επαναθεμελιώνει την «ανθρώπινη κατάσταση» σε μια νομική πλατφόρμα «σχέσης ανταλλακτικών αξιών», πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο «αποϊδεολογικοποιεί» την ιστορία και την πολιτική, αλλά στην ουσία καθολικεύοντας στον πιο μεγάλο και «οργουελικό» βαθμό την εξουσία της Αγοράς
Το αντικειμενικό εξαλείφεται από το πεδίο αναφοράς του ανθρώπινου λόγου, και αυτό που πια κυριαρχεί είναι η «δυναμική της σχέσης των υποκειμένων» υπό την έννοια ενός «συμβολαίου» που συνάπτεται και τηρείται ή όχι. Και όταν, βέβαια, αναγνωρίζεις σε ένα εφηβάκι το «δικαίωμα/δυνατότητα» να επιλέγει «φυλετικό προσανατολισμό» και «πολιτική εκπροσώπηση» και την «ελευθερία αυτοέκφρασης» σε όλους τους θεσμικούς χώρους κοινωνικοποίησης σα να μην έχει κύρος τίποτα εκτός της «προσωπικής επιθυμίας», ε τότε ό, τι αποκαλούμε «συναίνεση» εκπίπτει σε ένα θλιβερό πρόσχημα επαρκές μόνο για δικανικά θεάματα χειραγώγησης του κριτικού νου. Είναι, ακριβώς, η συναίνεση που κατασκευάζουν τα ΜΜΕ και οι δημοσκοπικές εταιρείες, είναι η συναίνεση του κάθε «δια βοής» σε κατάσταση Θεάματος, είναι η συναίνεση των ανυποψίαστων Εβραίων που τους «τρέχανε» στα «ντους» πριν «φάνε τη σουπίτσα τους»(δείτε το συγκλονιστικό «Ο γιος του Σαούλ» ).
Η καταγγελλόμενη ταπεινωτική «κατάχρηση εξουσίας» του βαλλόμενου κ. Κιμούλη, είτε η, πλέον ποινικώς διωκόμενη, «κατάχρηση εμπιστοσύνης» στην περίπτωση της κας Μπεκατώρου, έτσι όπως τίθενται ως «καταπάτηση/περιφρόνηση του προσωπικού λόγου» εντείνουν τη μηδενιστική αποδόμηση των ηθικών προσδιορισμών του κοινωνικού ανθρώπου. Κι αυτό γιατί θεμελιώνονται στο υπερπρωτείο της «ατομικής επιλογής» και όχι στην αναγκαιότητα υπερατομικών αξιακών συστημάτων. Αλλά με αναγωγή σε αυτά διαμορφώνονται οι συνειδησιακές ομοιογένειες – βάθρα των συλλογικών προσπαθειών νίκης επί του Κακού και διεκδίκησης καθολικά λυτρωτικών Ουτοπιών, και η ακύρωσή τους δημιουργεί τα ηθικά κενά όπου ευδοκιμεί η αυτοαναφορικότητα και η απαξίωση του κοινωνικού, δηλαδή οι συμπεριφορικοί πυλώνες της σύγχρονης ιδιωτεύουσας ψευδοκοινωνικότητας. Και σίγουρα δεν είναι λιγότερο «κάθαρμα» όποιος εκμεταλλεύεται τη θέση αδυναμίας ενός ανθρώπου, ακόμα κι αν το θύμα είναι θύμα εθελοντικά λόγω των «νόμιμων» αλλοτριώσεων μιας εποχής.
Η ΥΠΑΓΩΓΗ της όποιας ατομικής αχρειότητας στη «δικαιοσύνη» του «ατομικού λόγου», καταργεί τον άνθρωπο εν ονόματι του ατόμου, δηλαδή υποβιβάζει τον πολιτισμό σε μια αέναη νομολογία συναλλαγών. Η ρίζα του κακού είναι η απολυτοποίηση του «δικαιώματος», αφού το δικαίωμα δεν έχει κανένα κύρος καθώς ισχύει μόνο εφόσον το αναγνωρίζει ο άλλος, οπότε απαιτείται η κρατικονομική εγγύηση/μεσολάβηση για να έχουμε σταθερό αποτέλεσμα. Ενώ η υποχρέωση έχει ανεξάρτητη αντικειμενική βάση που δεν υπάγεται σε καμιά διαμεσολάβηση, είναι αυτόματα αναγνωρίσιμη και ισχύουσα.
Αν, όμως, γίνει αποδεκτή αυτή η προσέγγιση, θεμέλιο αυτονόητο ενός πολιτισμού χωρίς εμπορευματική θέσμιση (δηλαδή χωρίς κυριαρχία της ανταλλακτικής αξίας), τότε χάνει τα ψυχικά και συνειδησιακά του ερείσματα ο παρών υπερτεχνολογικός/καταναλωτικός «πολιτισμός της συναίνεσης, των λειτουργιών, της νομαδικότητας», διότι πλέον η ελευθερία θα οριζόταν ως «πλαίσιο δυνατοτήτων και ισορροπιών» και όχι ως τάχα «αυτορρυθμιζόμενη» ασυδοσία της «επιθυμίας». Και είναι αυτή ακριβώς η «επιθυμιακή αυτορρύθμιση» που παράγει, με εμφανώς εργαστηριακή σχεδιαστική ακρίβεια, τον «παρενοχλητισμό» ως δήθεν «κοινωνική μάστιγα» σε μια ιστορική εποχή όπου επιστήμη, τεχνολογία, ελίτ, συνεργάζονται σε μια τεραστίων διαστάσεων μετάλλαξη της ανθρωπινότητας με στόχο να ξεπεράσει ο καπιταλισμός τα εγγενή του αδιέξοδα.
«Η αμαρτία, ο χωρισμός του ανθρώπου από τον συλλογικό του εαυτό, αποτελεί καθοριστική ιδιότητα της αστικής κοινωνίας. Μέσα στον αστικό κόσμο οξύνεται έτσι η αίσθηση του χωρισμού, πανταχού διάχυτου- βαραίνει πάνω στο άτομο η υπόστασή του σαν μοναχικού εμπορεύματος, αποξενωμένου από το συνολικό εαυτό του, από τα μερικότερα ως τα συνολικότερα του γύρω του- από το ίδιο το προϊόν της εργασίας του αλλά και από το συνολικότερο κοσμικό του Είναι…», γράφει ο Κωστής Μοσκώφ («Η συνάντηση με το Καθόλου», Δοκίμια Ι, εκδ. Θεμέλιο). Ο «δικαιωματισμός» αυτή ακριβώς τη θανάσιμη συνθήκη εντείνει: Επαναθεμελιώνει την «ανθρώπινη κατάσταση» σε μια νομική πλατφόρμα «σχέσης ανταλλακτικών αξιών», πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο «αποϊδεολογικοποιεί» την ιστορία και την πολιτική, αλλά στην ουσία καθολικεύοντας στον πιο μεγάλο και «οργουελικό» βαθμό την εξουσία της Αγοράς. Ο υστερικός «παρενοχλητισμός» κλιμακώνει την επιστροφή της ισοπεδωτικής αγέλης που μέσω του «θεάματος προσωπικότητας» ομογενοποιεί τους ανθρώπους ως απόλυτες αφαιρέσεις που ψευδοϋπάρχουν σε έναν καθολικό δοκιμαστικό σωλήνα με το ψευδώνυμο «σύγχρονη μαζική δημοκρατία».