Θεωρητικά σε μια οικογένεια οι γονείς αναλαμβάνουν το ρόλο του φροντιστή και το παιδί το ρόλου του φροντιζόμενου-ανυπεράσπιστου μέλους. Εν τούτους, συχνά-πυκνά οι ρόλοι αυτοί διαστρεβλώνονται ή μάλλον αντιστρέφονται. Το παιδί «συζυγικοποιείται» ή «γονεϊκοποιείται» στερούμενο της όποιας ανεμελιάς θα όφειλε να του προσφέρει η παιδικότητα του. Το παιδί καλείται να γίνει γονιός των γονιών του, που ακόμη παλιμπαιδίζουν ή σύζυγος του ενός από τους δυο που δεν αντέχει τις ακάλυπτες συναισθηματικές του ανάγκες και αναθέτει την εκπλήρωση τους στο παιδί-σύζυγο.
Αν, για παράδειγμα, ο πατέρας απουσιάζει συναισθηματικά από τη σχέση του με την μητέρα, ο μεγάλος γιος θα αναπληρώσει «μια χαρά» τις ελλειμματικές συναισθηματικές ανάγκες της μητέρας. Άλλο τόσο, αν και σε μικρότερο βαθμό, μια απούσα μητέρα ή μια μητέρα που αποσύρεται συναισθηματικά είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει ένα μικρό κορίτσι στην ανάληψη των ευθυνών, όχι μόνο της φροντίδας του νοικοκυριού, αλλά και της κάλυψης των συναισθηματικών αναγκών του πατέρα.
Η ικανότητα του παιδιού για αυτονομία περιορίζεται δραματικά καθώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως υπηρετικό-αυτοθυσιαστικό των αναγκών των γονιών του, φορτισμένο με αδυσώπητες ενοχές κάθε φορά που μπορεί να μην τα καταφέρει. Ο φόβος της απόρριψης ή της μη αποδοχής από τον σημαντικό Άλλο γίνεται μοναδικό κίνητρο επιβίωσης σ’ έναν κόσμο ανήλικων-ενηλίκων.
Ο ίδιος ο εαυτός, η ατομική ταυτότητα και τα όρια της, διαχέονται «γλυκά» σ’ ένα ηδονικό μπέρδεμα που δεν ξέρει κανείς που τελειώνουν τα δικά του συναισθήματα και αρχίζουν αυτά της μητέρας. Πού αρχίζουν οι δικοί του στόχοι και που τελειώνουν οι στόχοι του πατέρα. Τα όρια των εαυτών (γονέα-παιδού) μπερδεύονται σ’ ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που θα επιζητά την καταναγκαστική επανάληψη του σε όλη τη διάρκεια και της ενήλικης ζωής του παιδιού. Πάντα θα αναζητείται μια «μητέρα», νεαρότερης προφανώς ηλικίας, για να αναλάβει το ρόλο της και να κάνει το σύζυγο της «παιδί» ή πάντα θα αναζητείται μια «μητέρα» που αυτή τη φορά, επιτέλους, θα επιτρέψει την ενηλικίωση του «παιδιού» της!
Η σύνεση, η συμμόρφωση, όχι μόνο με τις ανάγκες, αλλά ακόμη και με τις αδήλωτες προσδοκίες της «μητέρας» θα είναι πάντα η μέγιστη προτεραιότητα, αφήνοντας στην άκρη τις ιδιαίτερες ανάγκες του «παιδιού» ακόμη και στη φάση της προχωρημένης του ενηλικίωσης. Η μητέρα θα είναι πάντα εκεί, προβαλλόμενη στη φιγούρα της συζύγου ή της ερωμένης κλπ, για να καθοδηγεί, να συμβουλεύει, να ελέγχει, να κυριαρχεί το… ανυπεράσπιστο νήπιο, που το καημένο είναι αφελές, καλόγνωμο, κάπως αγαθό…και δεν ξέρει.
Ένα γονεϊκοποιημένο-συζυγοποιημένο παιδί μαθαίνει να λέει πάντα «ναι», καθώς αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ανακουφίσει τις ενοχές που συστήνουν τον υπαρξιακό του πυρήνα. Είναι η μητέρα που μοιράζεται με τον αγαπημένο της γιο όλα τα παράπονα της για τον απόντα-αποτυχημένο πατέρα, είναι ο πατέρας που μοιράζεται με την αγαπημένη κόρη όλα τα παράπονα για την απούσα-αναίσθηση μητέρα. Κοίτα μην του/της μοιάσεις!
Όμως αυτός ο τρόπος σχέσης παγιώνεται και στην ενήλικη ζωή. Ο ενήλικος είναι ακόμη ένα παιδί που αναζητά να ερωτευτεί διακαώς μια «μητέρα» ή έναν «πατέρα». Ζητείται επειγόντως φροντιστική φιγούρα για υποταγμένο άτομο εκπαιδευμένο να ικανοποιεί όλες τις ανάγκες του Άλλου! Μοναδική ανταμοιβή ένας καλός απο-ενοχοποιητικός λόγος! «Ο Αλέξης μου είναι καλό παιδί, δεν εξαπάτησε, δεν είπε ψέματα» ή για την ακρίβεια «ΕΜΕΙΣ, είμαστε καλά παιδιά, δεν εξαπατήσαμε, δεν είπαμε ψέματα!». Ίσως είμαστε υπερβολικά καλοί, καλόβολοι, ίσως και κάπως «αγαθοί», αλλά ψέματα δεν λέμε! Ε παιδάκι μου; Ναι μητέρα!
Κάπως έτσι μπορεί να γεννιέται ακόμη ένας «Σωτήρας». Του τόπου, της εργατικής τάξης ή της επανάστασης. Εδώ έσωσε την μάνα του, έσωσε την γυναίκα του, εύκολα μπορεί να σώσει και την «μπατρίδα». Αλλά η τυφλή υπακοή στα «πρέπει» του γονεϊκού περιβάλλοντος δεν θέλει και πολύ να γίνει τυφλή υπακοή στα «πρέπει» του συστήματος. Αρκεί να υπάρχει μια καλή μανούλα που να σε αθωώνει. «Άστους αυτούς εσύ. Αυτοί δεν ξέρουν, καμάρι μου. Η μανούλα –στη συζυγική της βερσιόν- ξέρει καλύτερα. Σχεδόν τόσο καλά όσο η βιολογική σου μητέρα».
«Ροδοπέταλα δια το σύστημα!» θα ανέκραζε, ξανά, ο αλησμόνητος Αντώνης Σαμαράκης. Γιατί, τι καλύτερο να περιμένει ένα εξουσιαστικό κοινωνικό σύστημα από την αναπαραγωγή πολιτών νηπίων! Το κράτος-μητέρα-τροφός είναι εδώ για να γκρινιάξετε ότι «δεν υπάρχει». Για να διαμαρτυρηθείτε ότι δεν σας φροντίζει και δεν σας νοιάζετε! Το κράτος-τροφός είναι εδώ για να σας πετάξει το συναισθηματικό ξεροκόμματο μιας δήθεν αριστερής κυβέρνησης ή το «χάδι» του κοινωνικού μερίσματος-μπουρμπουάρ στη συμμόρφωση και στην υποταγή σας.
Και είναι τέτοια η εξουσιαστική ισχύς των μηχανισμών πολιτικής κηδεμόνευσης, που σε λίγο θα μας ζητιέται να μην βλέπουμε καν την οικογενειακή δυσλειτουργία της συζύγου-μητέρας που «παιδικοποιεί» και θέτει υπό την «μητρική» φροντίδα της τον σύζυγο της και να παριστάνουμε, μάλιστα, ότι αυτό είναι συζυγικό νοιάξιμο ή γυναικεία χειραφέτηση και ανεξαρτησία, στην οποία,ως εκ τούτου, η όποια αντίδραση μας είναι χυδαίος σεξισμός ή οπισθοδρομική συντήρηση.. .Μην τυχόν και βγει τσιμουδιά για την ανάγκη της ερωτικής ισοτιμίας δυο ενήλικων σε σχέση. Μην τυχόν και ακουστεί λέξη για ενηλικίωση και ισοτιμία. Αρκεί να διαιωνίζεται, ποικιλότροπα, η φαντασιακή θέσμιση του πολίτη-νήπιου, που έχει διαρκή ανάγκη κρατικής στοργής και προδέρμ από κάθε λογής εξουσιαστική «μητέρα», αρκεί βέβαια να είναι καλό παιδί που συμμορφώνεται, παρ’ ότι το «καημένο» δεν θα ήθελε. Κι αν αυτό μάλιστα προβάλλεται, στο πλαίσιο ενός πολιτικού marketing, από την «πρώτη» οικογένεια του τόπου, τι καλύτερο «πρότυπο» για να κάνουν οι εξουσιαστές τη δουλειά τους!
Καλό το παραμύθι του καλού παιδιού-συζύγου, αλλά ο δράκος σας τρώει κόσμο!