Ενώ από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία διαχέονται φωτογραφίες για τη βάναυση καταστολή των «αγανακτισμένων» στο Όκλαντ και την Καλιφόρνια, στην αμερικανική δημοσιότητα αυξάνεται ο προβληματισμός σχετικά με τις αιτίες της ευρείας αποδοχής του μηνύματός τους από την κοινή γνώμη.

Οι ερμηνείες είναι πολλές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει αυτή του Γκλεν Γκρίνβαλντ στην ιστοσελίδα tomdispatch.com. (25/10) «Ασυλία και ατιμωρησία των ελίτ στην Αμερική – Πώς το νομικό σύστημα πετάχτηκε στα σκουπίδια και το κίνημα Κατάληψη της Γουόλ Στριτ σάρωσε τη χώρα», γιατί, ίσως, συλλαμβάνει πιο βαθιά την ψυχολογία των Αμερικανών. «Καθώς οι έντονες διαμαρτυρίες συνεχίζουν να αυξάνονται», λέει ο Γκρίνβαλντ, «αξίζει τον κόπο να θέσουμε το ερώτημα: Γιατί τώρα; Η απάντηση δεν είναι προφανής. Στο κάτω-κάτω η μεγάλη ανισότητα εισοδήματος και πλούτου υφίσταται τις ΗΠΑ επί μακρόν. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή η μορφή της ανισότητας αποτελεί μέρος του σχεδίου ίδρυσης της Αμερικής – ακέραιο μέρος της».
Η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου όντως είναι φαινόμενο ευρέως αποδεκτό στις ΗΠΑ. Κάτι σαν φυσική κατάσταση. Ο κόσμος είναι εξοικειωμένος μ’ αυτήν και οι Αμερικανοί, όπως αποδίδονται στατιστικά ως «μέσος πολίτης», όχι μόνο υπολόγιζαν, αλλά και σέβονταν αυτούς που επωφελούνταν από την ανισότητα. Αυτό το φαινόμενο, παράδοξο πράγματι με βάση την απλή λογική, ενισχύθηκε στη δεκαετία του 1980 –την εποχή που γίνεται εμφανής η στασιμότητα των πραγματικών μισθών και δομείται ιδεολογικά και πολιτικά ο νεοφιλελευθερισμός—ακόμη περισσότερο. Απόστολος της ανισότητας ήταν ο Ρ. Ρέιγκαν, μια «λαϊκή και φιλική μορφή», όπως λέει ο Γκρίνβαλντ, που στάθηκε ικανός να διαδώσει τα οργουελιανά κλισέ μέσω των οποίων το σύστημα προπαγάνδας έπεισε το λαό ότι το να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των πιο πλούσιων είναι προς όφελός του. Όχημα η θεωρία του trickle down: Όταν οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, τα αποτελέσματα διαχέονται σε όλη την κοινωνία, άρα είναι προς το συμφέρον όλων να αυξάνεται ο πλούτος στην πολύ στενή κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας.
Σ’ αυτό το δόγμα, εγγενής είναι η άποψη ότι η ανισότητα ήταν δικαιολογημένη και θεμιτή. Οι πλούσιοι πλούτιζαν γιατί το άξιζαν. Δημιουργούσαν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, επινοούσαν νέες τεχνολογίες, ανακάλυπταν νέες θεραπείες, ρίσκαραν και με την τόλμη τους βελτίωναν τη ζωή όλων. Συνεπώς, ήταν προς το συμφέρον όλων να μην τους παρενοχλούν για τα σκανδαλώδη πλούτη τους απαιτώντας να φορολογηθούν, αλλά να τους αφήσουν να πλουτίζουν με την ησυχία τους -και με τη βοήθεια του κράτους βεβαίως- διότι έτσι θα αυξάνονται  τα κίνητρά τους να παράγουν περισσότερο.
Αυτή ήταν η κοινωνική και πνευματική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αυξήθηκε κατακόρυφα η ανισότητα πλούτου χωρίς πολλές διαμαρτυρίες από τη λαϊκή πλειονότητα – μια ατμόσφαιρα που ενέτειναν τα σλόγκαν για τις «βασίλισσες της κοινωνικής ασφάλισης», τις άνεργες ή ανύπαντρες μητέρες που, όπως διέσπειραν τα ΜΜΕ, «πήγαιναν με πολυτελή αυτοκίνητα να εισπράξουν τα παχυλά επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας». Αυτά τα σλόγκαν έπεφταν σαν υδρογονοβόμβα στην Αμερική των εργατών της «μεσαίας τάξης» που έβλεπαν να κατατρώγεται το εισόδημά τους, στους αγρότες και στους μικρούς επιχειρηματίες που αγωνίζονταν τα βγάλουν πέρα με τα κρατικοδίαιτα μεγαθήρια των πολυεθνικών.
Κι όμως στις δεκαετίες μετά το 1980 κάτι άρχισε ν’ αλλάζει, υποστηρίζει ο Γκρίνβαλντ. Όχι γιατί κάποια ημέρα οι Αμερικανοί ξύπνησαν αποφασισμένοι να μην ανέχονται πλέον την ανισότητα γιατί ήταν άδικη, κάτι το οποίο αναγνώριζαν και αποδέχονταν για το «γενικότερο καλό». Εκείνο που είχε αλλάξει ήταν η προηγούμενη αντίληψή τους ότι ο πλούτος των ελάχιστων -και συνεπακόλουθα η ανισότητα που παρήγαγε- ήταν δικαιολογημένος και θεμιτός, ηθικά αποδεκτός. Άρχισαν να βλέπουν την απόκτηση πλούτου στις πραγματικές της διαστάσεις, ως προϊόν αρπαγής και απάτης. Κατά την άποψη του Γκρίνβαλντ αυτό εκθεμελίωσε έναν από τους βασικούς πυλώνες πίστης των Αμερικανών στο σύστημά τους: το κράτος δικαίου. Το κίνημα των καταλήψεων που έχει ξεκινήσει από τη Γουόλ Στριτ έχει τη ρίζα του, κατά τη γνώμη του, στα ερείπια της ισονομίας, ή της πλανημένης ιδέας περί ισονομίας η οποία ουσιαστικά ουδέποτε ήταν υπαρκτή.
Οι Αμερικανοί διαπίστωσαν ότι οι μεγιστάνες της Γουόλ Στριτ που είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά των Αμερικανών και κατά εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο έμειναν ατιμώρητοι. Απάτες μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με τις κατασχέσεις σπιτιών αντιμετωπίστηκαν με μέτρα προστασίας των απατεώνων εκ μέρους της κυβέρνησης του Ομπάμα, η οποία τους τάισε με τρισ. δολάρια για να συνεχίσουν τα χρηματιστηριακά παιχνίδια. Το 99% συνειδητοποιεί, αναφέρει ο Γκρίνβαλντ, ότι ο πλούτος του 1% δεν είναι αποτέλεσμα επιχειρηματικού ρίσκου και πρωτοπόρων ιδεών, αλλά του ελέγχου που ασκεί αυτό το 1% στο δικαστικό και πολιτικό σύστημα. Χάρη σ’ αυτό τον έλεγχο, γράφουν τους νόμους και απαλλάσσουν τους οικονομικά ισχυρούς από κάθε περιορισμό. Το Κογκρέσο προστάτευσε το 2008 όλες τις εταιρίες τηλεπικοινωνιών που παρακολουθούσαν παρανόμως τις επικοινωνίες των πολιτών στην περίοδο Μπους. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της μόλυνσης του Κόλπου του Μεξικού από την BP, διαπιστώθηκε ότι σχεδόν όλοι οι δικαστές των Νότιων Πολιτειών είχαν μετοχές σε πετρελαϊκές εταιρίες και χρειάστηκε να μεταφέρουν δικαστές από το βορρά για να δικάσουν τις χιλιάδες προσφυγές – όχι ότι και αυτοί ήταν «αδιάφθοροι», αλλά κάλυπταν τα τυπικά κριτήρια.
Πιθανώς στο περιβάλλον της Ευρώπης, και ειδικότερα των αριστερών και δημοκρατικών κινημάτων, αυτές οι διαπιστώσεις να είναι κάπως κοινότοπες και θα μπορούσε να απαντήσει κανείς στον Γκρίνβαλντ και κατ’ επέκταση στους πρόσφατα φωτισμένους Αμερικανούς «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε!». Κι όμως, η ανάλυση του Γκρίνβαλντ είναι πολύ χρήσιμη και για πολλούς Ευρωπαίους εργαζόμενους, αλλά και πολιτικοποιημένους που είδαν στην «Ευρώπη» στοιχεία διεθνισμού. Οι οποίοι αφελώς πίστεψαν στην πλανημένη «ευρωπαϊκή ιδέα» -ευημερία, ισοτιμία των κρατών, σύγκλιση των οικονομιών, διάχυση της δημοκρατίας κ.λπ.- για να διαπιστώσουν ότι ο πυρήνας της ήταν το απεχθές πρόσωπο του bankster. Είναι επίσης χρήσιμη γιατί έρχεται να επιβεβαιώσει, από μια κοινωνία που προβάλλεται ως εξόχως πραγματιστική, τη δύναμη της μάχης των ιδεών και το ρόλο που παίζουν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί (τα ΜΜΕ), τα δικαστικά συστήματα, η υποτίθεται αδιάβλητη από επιρροές θέσπιση νόμων κοκ σε κοινωνίες που θέλουν να τηρούν τα δημοκρατικά προσχήματα και δεν μπορούν, εξ αυτού, να φιμώνουν απροκάλυπτα αυτούς που έχουν διαφορετική άποψη και διεκδικούν κοινωνικές αλλαγές.
Στο Όκλαντ και στην Καλιφόρνια, αστυνομικοί με προτεταμένα  όπλα που διαλύουν ανθρώπινο σώμα από δεκάδες μέτρα επέδραμαν ξημερώματα κατά διαδηλωτών που είχαν κατασκηνώσει σε πλατείες. Ήταν καθ’ όλα «νόμιμοι». Είχαν στα χέρια τους εντάλματα για «παράνομη κατάληψη δημόσιου χώρου», βάσει νόμων που είχε φροντίσει η πολιτική και δικαστική εξουσία να θεσπίσει. Η διαστροφή των εννοιών παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Τι είδους «δημόσιος χώρος» είναι ο χώρος στον οποίο πρέπει να παίρνεις άδεια για να διαμένεις; Η αμφισβήτηση των φαλκιδευμένων λέξεων και η αποκατάσταση του πραγματικού νοήματος αναδεικνύεται σε βασικό άξονα αντίστασης.

Μ.Ν.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!