Πριν από έναν και πλέον χρόνο (14-16 Ιουνίου 2009) ο λαός της Λαλγκάρ, στην πολιτεία της Δυτ. Βεγγάλης, καταλαμβάνει και καταστρέφει αστυνομικά τμήματα, στρατόπεδα, γραφεία του κυβερνώντος κόμματος, την πολιτεία από το 1977 ΚΚΙ (Μαρξιστικό) και τις βίλες της διεφθαρμένης τοπικής του ηγεσίας, εκδιώχνοντας αστυνομία, στρατό και κρατικούς αξιωματούχους – στελέχη του ΚΚΙ (Μαρξιστικού) από την περιοχή. Η στιγμή αυτή αποτελούσε την κορύφωση ενός κινήματος αντίστασης που είχε μπει σε οξυμένη φάση από τον Νοέμβρη του 2008, όταν συγκροτήθηκε και η Λαϊκή Επιτροπή Ενάντια στην Αστυνομική Βαρβαρότητα από εκλεγμένους αντιπροσώπους 95 χωριών, για την οργάνωση του λαού των Αντιβάσι (αυτόχθονων ιθαγενών).
Αν κάτι διακρίνει την εξέγερση της Λαλγκάρ από προηγούμενα κινήματα στην Ινδία (και όχι μόνο), είναι πως η πρωτοβουλία των κινήσεων πέρασε πλέον στον ίδιο το λαό. Από κίνημα αντίστασης, μετατρέπονταν σε ένα κίνημα ανατροπής που δημιουργούσε πρωτόλειους απελευθερωμένους και απελευθερωτικούς θεσμούς, στηριγμένους σε ένα διαφορετικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και σχέσεων. Ένα εγχείρημα με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στην ανάλογη ζαπατίστικη εμπειρία, αν θα θέλαμε να το συγκρίνουμε με άλλα σύγχρονα κινήματα, με την διαφορά, όμως, ότι δοκιμάζεται σε πολύ ευρύτερη κλίμακα όσον αφορά γεωγραφική έκταση, ανθρώπινο δυναμικό και ένταση της σύγκρουσης – διαφορές όχι δευτερεύουσας σημασίας.
Η δυναμική αυτή κατέστησε την Λαλγκάρ το «δοκιμαστήριο» της «Επιχείρησης Πράσινο Κηνύγι» (Γκ.Κ. Πιλάϊ, γραμματέας Υπ. Εσωτερικών) από τον Ιούνη του 2009. Του ανοιχτού πολέμου που εξαπόλυσε το ινδικό κράτος τον τελευταίο Νοέμβρη ενάντια στον ίδιο του το λαό, με πρόσχημα την καταπολέμηση της «σημαντικότερης απειλής για την ασφάλεια της χώρας», των μαοϊκών ανταρτών, σύμφωνα με τον Ινδό πρωθυπουργό Μ. Σίνγκ. Παρά την αφάνειά της από τα διεθνή ΜΜΕ (παραδόξως και εναλλακτικών), πρόκειται για την μεγαλύτερης έκτασης πολεμική σύγκρουση, αυτή τη στιγμή, στον κόσμο. Αφορά την κινητοποίηση διπλάσιου αριθμού δυνάμεων στρατού και αστυνομίας (250.000) απ’ ό,τι στο Ιράκ, με τεχνολογική και επιτελική υποστήριξη και από τις ΗΠΑ, για την κατάληψη μίας έκτασης επίσης διπλάσιας του Ιράκ. Το μέγεθός της και μόνο θα έφτανε για να υποδηλώσει τη σημασία της σύγκρουσης στην Νταντακαράνια ή «κόκκινο διάδρομο» για το ινδικό κράτος, τη ζούγκλα που απλώνεται στις Κεντρικές και Ανατολικές πολιτείες της Ινδίας, όπου ζουν οι Αντιβάσι, έχουν βάσεις οι μαοϊκοί αντάρτες, και εποφθαλμιούν για το πλούσιο φυσικό της υπέδαφος οι μεγαλύτερες πολυεθνικές μετάλλου.
Με αφορμή, λοιπόν, τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την επονομαζόμενη «γιορτή του λαού» στη Λαλγκάρ, αναδημοσιεύουμε απόσπασμα του άρθρου Ινδία: «Επιχείρηση πράσινο κυνήγι» στην «κόκκινη ζώνη» από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Resistencias (Απρίλιος 2010, Νο 15), σχετικού με τα χαρακτηριστικά του εγχειρήματος στη Λαλγκάρ.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία που καθιστούν την Λαλγκάρ ένα νέο παράδειγμα-σταθμό στην ιστορία των επαναστατικών κινημάτων στην Ινδία, αλλά και γενικότερα στις μέρες μας. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιοχές όπου διαφέρει σε σχέση με την εμπειρία προηγούμενων κινημάτων. Το επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης και των μορφών πάλης, την ανάπτυξη στη Λαλγκάρ εμβρυακών μορφών αντι-εξουσίας κι ενός άλλου τύπου λαο-κεντρικής ανάπτυξης αλλά και τη λειτουργία της σαν σύμβολο που επιτάγχυνε τη διάδοση της εξέγερσης.
Οργάνωση του κινήματος και νέοι θεσμοί
Κομβικό σημείο αφορά η συγκρότηση της PCAPA. Η Λαϊκή Επιτροπή Ενάντια στην Αστυνομική Βαρβαρότητα (PCAPA) οργάνωσε συμμετοχικές και συλλογικές δομές δημοκρατίας βάσης, παρακάμπτοντας τις παραδοσιακές μορφές εκπροσώπησης των Αντιβάσι (π.χ. τη Μάτζι Μάντβα, συμβούλιο αρχηγών) ή τα θεσμοποιημένα από την κυβέρνηση συμβούλια (παντσαϊάτ) και τους ντόπιους κομματικούς μηχανισμούς. Η άσχημη εμπειρία από την εμπλοκή τέτοιων διαμεσολαβήσεων στα κινήματα στη Σινγκούρ και τη Ναντιγκράμ λειτούργησε σαν μάθημα για τη Λαλγκάρ. Η δράση του μαοϊκού αντάρτικου ως αντίβαρο στον βίαιο και διεφθαρμένο κομματικό και κρατικό μηχανισμό συνέβαλε, επίσης, στην απονομιμοποίηση του τελευταίου.
Η PCAPA, όμως, δεν ταυτίζεται με το Μαοϊκό αντάρτικο. Οι Μαοϊκοί συμμετέχουν σε αυτήν χωρίς την κομματική τους ταυτότητα, όπως και τα μέλη άλλων κομμάτων. Πρόκειται για από τα κάτω μαζική οργάνωση των ιθαγενικών κοινοτήτων, με ανώτερο όργανο τις ανοιχτές γενικές συνελεύσεις – με κάποιες να γίνονται με συμμετοχή σχεδόν 10.000 ανθρώπων και να διαρκούν ώρες. Κάθε χωριό έχει τη δική του επιτροπή, πάνω από 150 μέχρι τώρα, αποτελούμενη από 10 μέλη, 5 άντρες και 5 γυναίκες και σε δεύτερο βαθμό υπάρχει μία κεντρική επιτροπή 35 μελών. Κάθε απόφαση των επιτροπών πρέπει να επικυρωθεί από γενικές συνελεύσεις. Επίσης, έχουν συγκροτηθεί επιτροπές γυναικών, νεολαίας και άμυνας (περιφρούρησης) με εσωτερική οργάνωση ριζικά διαφορετική από τις πατριαρχικές κι εξουσιαστικές δομές των κατεστημένων, κομματικών ή παραδοσιακών θεσμών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ο πρωτοπόρος και ηγετικός ρόλος των γυναικών στο κίνημα, συνέπεια της προηγούμενης ανάπτυξης σημαντικού γυναικείου κινήματος, για την αλλαγή των σχέσεων καταπίεσης παράλληλα με τον αγώνα για τη γη.
Αυτοδύναμη λαο-κεντρική ανάπτυξη
Η μεγαλύτερη καινοτομία, όμως, του κινήματος της Λαλγκάρ είναι η οργανωμένη παρέμβαση της PCAPA για την επίλυση χρόνιων προβλημάτων των Αντιβάσι από τους ίδιους, στη βάση μιας αυτόνομης και συλλογικά ελεγχόμενης ανάπτυξης με επίκεντρο τις ανάγκες τους. Εφάρμοσε τη διανομή γης σε άκληρους ή με λίγη γη αγρότες, κάνοντας πράξη την αγροτική μεταρρύθμιση. Δημιούργησε αρδευτικά έργα, προνομοποιώντας μικρά τοπικά φράγματα και κανάλια, δεξαμενές συγκέντρωσης νερού, διάνοιξη πηγαδιών για άρδευση και πόση, αντί κεντροποιημένα μεγάλης κλίμακας συστήματα. Τέλος, επιχείρησε τη δημιουργία συνεταιρισμών σπόρων, προκειμένου να ενισχύσει τη βιοποικιλότητα των καλλιεργειών και τη χρήση οργανικών λιπασμάτων.
Πέρα από το ζήτημα της γης, κατασκεύασε νέα ή έθεσε σε λειτουργία παρατημένα κέντρα υγείας και σχολεία, με τη βοήθεια εθελοντών γιατρών και νοσοκόμων που ήρθαν, μέσω του κινήματος, από τις πόλεις. Σχεδόν 1.500 άτομα επισκέπτονταν καθημερινά τα τρία κέντρα υγείας που ανοίξαν, μέχρι την νέα εισβολή των κρατικών δυνάμεων (Νοέμβρης 2009) που τα μετέτρεψαν -όπως και τα σχολεία- σε στρατόπεδα τους. Στα σχολεία, για πρώτη φορά, διδάχτηκαν οι ιθαγενικές διάλεκτοι και το αλφάβητό τους (Αλτσίκι) ενάντια στην επιβολή της Μπενγκόλι από το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα. Ανακατένειμε με βάση τις πραγματικές ανάγκες των κατοίκων τα κονδύλια του οικιστικού προγράμματος της τοπικής κυβέρνησης, που λυμαίνονταν με το πελατειακό σύστημα σχέσεών τους τα στελέχη του κυβερνώντος ΚΚΙ (Μαρξιστικού). Κατασκευάστηκαν, ακόμη, τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα δρόμοι και μονοπάτια, με κόστος μόλις 1.350 ρουπίες ανά χιλιόμετρο, τη στιγμή που η κυβέρνηση ξόδευε 15.000. Έσπασε, έτσι, το μονοπώλιο του ενός δρόμου που, κύρια, εξυπηρετούσε την πρόσβαση στρατού και αστυνομίας στις κοινότητες.
Η αντιπαράθεση για το κίνημα στη Λαλγκάρ
Η απόκτηση από το κίνημα δομών που εξασφάλιζαν το συνδυασμό ποικίλων μορφών πάλης, από νομικούς αγώνες και μη-βίαιες μορφές μέχρι την ένοπλη αντίσταση, του επέτρεψαν να διατηρήσει την πολιτική του αυτονομία και την πρωτοβουλία των κινήσεων. Σε αντίθεση με απόψεις που διαχωρίζουν το κίνημα με βάση αυθαίρετα σχήματα όπως «μη-βίαιο δημοκρατικό» κόντρα σε «βίαιο μη-δημοκρατικό», οι σχέσεις των οργανώσεων των Αντιβάσι με το Μαοϊκό αντάρτικο είναι συναγωνιστικές και αλληλοσυμπληρούμενες. Πρόκειται για δύο διαφορετικά επίπεδα του κινήματος, για δύο διαφορετικές πρακτικές που βρίσκονταν σε σχέση αλληλεπίδρασης και έχουν συγκλίνει στη σημερινή οργανική σύνθεση του κινήματος. Δεν ταυτίζονται, αλλά δεν πρόκειται επίσης για δύο ξεχωριστές καταστάσεις. Ούτε, επίσης, πρόκειται για καπέλωμα ή παραπλάνηση των Αντιβάσι από τους Μαοϊκούς που εκμεταλλεύονται την καταπίεση και ανάγκη των πρώτων ή για μία κατάσταση όπου οι Αντιβάσι βρίσκονται εγκλωβισμένοι ανάμεσα στα πυρά της κρατικής και Μαοϊκής τρομοκρατίας («θεωρία του σάντουϊτς»)i.
Είναι φανερό ότι τέτοιες αναγνώσεις δεν μπορούν να συλλάβουν το μέγεθος της αλλαγής παραδείγματος που αποτελεί η Λαλγκάρ, στον βαθμό συγκρότησης και συνείδησης του κινήματος και των Αντιβάσι. Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Αμίτ Μπατατσαράι «αντίθετα με τη Ναντιργκάμ και τη Σινγκούρ δεν υπήρχαν (στην Λαλγκάρ) φανερά θύματα σφαγών ή θηριωδιών του ΚΚΙ (Μαρξιστικού) για να ταυτιστεί κάποιος μαζί τους. Αυτό ήταν ένα, μέχρι τώρα, πρωτόγνωρο παράδειγμα με το οποίο έρχονταν αντιμέτωπη η «κοινωνία των πολιτών»ii που την πίεζε να πάρει θέση. Για τον Σάροζ Γκίρι το κρίσιμο σημείο είναι ότι «η Λαλγκάρ αρνήθηκε να δανείσει τον εαυτό της στο συνήθες σενάριο που παρουσιάζει κάθε ένοπλο αγώνα σαν μια απολίτικη ‘σύγκρουση’ με εικόνες γυναικών και παιδιών να υποφέρουν, περιμένοντας τη διεθνή κοινότητα και τις ΜΚΟ να έρθουν να τους σώσουν… Η Λαλγκάρ έδειξε ότι ο Μαοϊκός είναι ο τίτλος που αρθρώνει τη δημοκρατική πάλη που αρνείται να παραιτηθεί, ακόμα και όταν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με ένα κράτος που ασκεί το μονοπώλιο στη βία»iii.
Η διαφορετικού τύπου οργάνωση θεσμών και κοινωνικών δομών στη Λαλγκάρ, είναι που την κάνουν να ξεχωρίζει από προηγούμενες εμπειρίες αντίστασης της περιοχής.
Οργάνωση που αντανακλάει, πέρα από τις κοινοτιστικές παραδόσεις των Αντιβάσι, την επίδραση των Ναξαλιτών που πρώτοι έθεσαν πολιτικά και παλεύουν δεκαετίες τώρα στην περιοχή το ζήτημα μιας αυτοδύναμης και βιώσιμης ανάπτυξης. Όντως, πρόκειται για πρακτικές που αποσπασματικά ή σε μικρότερη κλίμακα μπορεί να είχαν δοκιμαστεί πριν και αλλού, αλλά ποτέ δεν έφτασαν στο σημείο σύνθεσής τους και μαζικής εφαρμογής τους, όπως τώρα. Ήδη η εξέγερση έχει χαρακτηριστεί νέο Ναξαλμπάρι κι έχει ενισχύσει τα κινήματα αντίστασης σε όλες τις πολιτείες του «κόκκινου διαδρόμου» και της Ινδίας. Η εξέγερση στη Λαλγκάρ λειτουργεί συμβολικά (και πραγματικά) σαν η σύνθεση προηγούμενων εμπειριών σε ένα ανώτερο επίπεδο, σαν η ανάδειξή τους σε ένα νέο παράδειγμα και απελευθέρωσε μία άλλη δυναμική κι εμπειρία που μπορεί να φανεί χρήσιμη και πέρα από την Ινδία.