Ο Πατρίτσιο Γκουσμάν, ο εμβληματικός σκηνοθέτης της περίφημης τριλογίας «Η Μάχη της Χιλής» (1972-1979), ζει αυτοεξόριστος στη Γαλλία εδώ και 46 χρόνια, με το νου στραμμένο πάντα στην πατρίδα του, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει επί Πινοσέτ (1973-1990). Το νέο του ντοκιμαντέρ «Η Οροσειρά των ονείρων» αποτελεί το τρίτο μέρος της τελευταίας του τριλογίας.
Στο πρώτο μέρος, «Νοσταλγώντας το φως» (2010), αντιπαραθέτει το μικρόκοσμο στο απέραντο σύμπαν, ξεκινώντας από το αντικείμενο μελέτης των αστρονόμων στην έρημο Ατακάμα, για να περάσει στα ίχνη του παρελθόντος που διερευνούν στο ίδιο μέρος οι αρχαιολόγοι και να καταλήξει στις ομάδες γυναικών που αναζητούν τα λείψανα των αγνοούμενων συγγενών τους, στους μαζικούς τάφους της χούντας του Πινοσέτ, που επίσης εντοπίστηκαν εκεί.
Στο δεύτερο μέρος, «Το Μαργαριταρένιο Κουμπί» (2015), με αφετηρία την αρχαία μνήμη που κρύβεται στο νερό και την ανθρωπολογική μελέτη για την καταγωγή του Χιλιανού λαού, πραγματεύεται έναν αδιάκοπο αφανισμό, από τους αυτόχθονες υδρόβιους λαούς των νησιών της Παταγονίας, που αποδεκατίστηκαν από τους κονκισταδόρες, μέχρι τους Χιλιανούς που εξοντώθηκαν στη δικτατορία, από έναν δυνάστη, στη νεοαποικιοκρατική του μορφή.
Τέλος, στην «Οροσειρά των ονείρων», ομολογεί πως συνεχίζει να επιστρέφει στην ανάμνηση της πατρίδας μέσα από τα όνειρά του, στρέφοντας αυτή τη φορά το βλέμμα στις Άνδεις. Οι ποιητικά διατυπωμένοι φιλοσοφικοί στοχασμοί του αντιπαραβάλλονται με ένα συνειρμικό σύστημα εικόνων. Οι μεγάλης κλίμακας ζωγραφισμένες εικόνες της μεγαλοπρεπούς οροσειράς σε σταθμό του μετρό, στο Σαντιάγκο, συνδιαλέγονται τόσο με τη μικρογραφία τους πάνω σε σπιρτόκουτο, αλλά και με τα κινηματογραφημένα πλάνα των αιωνόβιων χιονισμένων βουνοκορφών, ατάραχων στο πέρασμα του χρόνου, ενεργοποιώντας θραύσματα παιδικών αναμνήσεων που αφηγείται ο ίδιος εκτός κάδρου, εικόνες του κατεστραμμένου σπιτιού όπου γεννήθηκε και μνήμες τρόμου από το πραξικόπημα. Προσωπικές μαρτυρίες και πολιτική διάσταση της ιστορικής μνήμης συνδέουν παρελθόν και παρόν, μέσα από σειρά συνεντεύξεων με επιλεγμένους καλλιτέχνες, ζωγράφους και γλύπτες, ανάμεσά τους και την τραγουδίστρια Χαβιέρα Πάρα, εγγονή της θρυλικής Βιολέτα Πάρα, αλλά και συγγραφείς και ηφαιστειολόγους, που τους ζητά να αφηγηθούν την επίδραση του τοπίου της «Κορντιγιέρα», στην καλλιτεχνική τους έκφραση. Οι επιβλητικές εικόνες της οροσειράς διυλίζονται από το φίλτρο κάθε καλλιτέχνη, συνθέτοντας πότε μια κατασκευή σφυρηλατημένου σίδερου και πέτρας, πότε ένα μνημειακό πέτρινο γλυπτό που παραπέμπει στο φαραωνικό μέγεθος του ορεινού όγκου. Ωστόσο, η αισθητική διάσταση αυτού του γεωλογικού σχηματισμού γρήγορα ταυτίζεται με τον στερεοτυπικό χαρακτήρα του εθνικού συμβόλου της πατρίδας τους και από τη γεωγραφική περιγραφή περνούν στο προσωπικό βίωμα, ανακαλώντας βίαιες στιγμές στην ανασύνθεση μιας απωθημένης ιστορικής μνήμης, ακόμα και το δαιμονισμένο θόρυβο των τανκς, με την αναφορά στα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας να εικονογραφείται έξυπνα, με πλάνα από πυκνά σύννεφα καπνού μιας έκρηξης ηφαιστείου, σηματοδοτώντας τις φρικαλεότητες που ακολούθησαν.
Πιο εξομολογητικός από ποτέ, ο 78χρονος πλέον Γκουσμάν ανιχνεύει σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ και το τραύμα της προσωπικής του εξορίας, τιμώντας τους ανθρώπους που έμειναν και πάλεψαν, παρουσιάζοντας τις εικόνες μιας σπάνιας καταγραφής της άγνωστης αντιδικτατορικής δράσης ενός ολόκληρου λαού.
Ξεκινώντας από το σκληρό υλικό της οροσειράς των Άνδεων, ένα επιβλητικό τείχος που καταλαμβάνει το 80% των εδαφών της Χιλής, προστατεύοντας και απομονώνοντάς την ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης ακολουθεί την ίδια ομόκεντρη δομή, σαν αλλεπάλληλους χιτώνες κρεμμυδιού, όπως και στα δυο προηγούμενα ντοκιμαντέρ της τριλογίας, προσεγγίζοντας περιμετρικά το βαθύτερο τραύμα του, για να καταλήξει στο ανέκδοτο υλικό που επί δεκαετίες συσσωρεύει στα σκονισμένα ράφια του ο ντόπιος κινηματογραφιστής Πάμπλο Σάλας, σημαδεμένος κι αυτός από την ίδια ουτοπία με τον Γκουσμάν. Γλιτώνοντας από θαύμα σύλληψη και βασανιστήρια, ο Σάλας ξεκίνησε να φιλμάρει από το 1982 και συνεχίζει μέχρι σήμερα να καταγράφει πολιτικές διαμαρτυρίες και συλλαλητήρια, δημιουργώντας ένα σημαντικό αρχείο, κόντρα στο πέπλο σιωπής που επιβλήθηκε, με εικόνες-αδιάψευστα τεκμήρια της λυσσαλέας καταστολής της χούντας, χάρη στις οποίες μπορούμε να ανασυστήσουμε και το παραγνωρισμένο χρονικό της χιλιάνικης αντίστασης. Αυτούσιες εικόνες και φιλμάκια απ’ το αρχειακό υλικό του Σάλας εισέρχονται στην οθόνη, που άξαφνα γεμίζει με ένα αποφασισμένο πλήθος στους δρόμους να φωνάζει αντιδικτατορικά συνθήματα για ελευθερία και δικαιοσύνη, ενώ έχουν καταγραφεί και τα άγρια πογκρόμ στις γειτονιές. Σημαντική είναι και η επισήμανση του Σάλας για τη σημασία της τεχνολογικής εξέλιξης, τόσο στη δυνατότητα συνεχούς κινηματογράφησης, όσο και στην ελαχιστοποίηση του χώρου αποθήκευσης.
Μέσα απ’ τον πολιτικό λόγο των καλλιτεχνών, υπογραμμίζεται και η μισαλλοδοξία που καλλιεργήθηκε από τα συστημικά ΜΜΕ, στοχοποιώντας κάθε αριστερό ως ορκισμένο εχθρό που έπρεπε να αφανιστεί για την εξυγίανση της χώρας. Ο υπέρμετρος φανατισμός μιας στα όρια «μυθολογικής μανίας», με θύματα άοπλους πολίτες, που ταπεινώνονται, βασανίζονται και δολοφονούνται, ανακαλεί τη λυσσαλέα εξόντωση από τους ναζί.
Το συνειρμικό μοντάζ με κοντινά πλάνα στα αφαιρετικά σχήματα ρωγμών στους βράχους, παράλληλα με τις εκτός κάδρου αφηγήσεις, προσφέρει ποιητική νοηματοδότηση μέσα από τη μεταφορική διάσταση, που ενισχύει τη σκληρότητα της βιωμένης αίσθησης, με ακλόνητο μάρτυρα τα βουνά.
Ανάμεσα σε όψεις από ψηλά του σύγχρονου Σαντιάγκο, η κάμερα του Γκουσμάν κινηματογραφεί τα αδειανά γραφεία του Πινοσέτ, σχολιάζοντας την εδραίωση ενός σκληρού οικονομικού μοντέλου, βασισμένου στο νεοφιλελευθερισμό, υπαίτιου της καταστροφής που γέννησε στη συνέχεια τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, με εκατομμυριούχους πλάι σε εξαθλιωμένα πλήθη. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του Γκουσμάν «Η Χιλή δεν ήταν ένα πείραμα, αλλά η εδραίωση της θεωρίας της αποδοτικότητας στη ζωή, στην τέχνη, στη μόρφωση, όταν όλα πρέπει να είναι ανταποδοτικά με αγοραστική αξία.»
Η κεντρική αλληλοσυμπληρούμενη οπτική μακρόκοσμου, στο σύμπαν και μικρόκοσμου, στη χημική σύσταση των σωμάτων, στα δυο προηγούμενα ντοκιμαντέρ του, που ανατροφοδότησε την πολιτική σκέψη με συσχετισμούς που ξεμπλοκάρουν τη μνήμη, περιορίζεται αισθητά στο τρίτο ντοκιμαντέρ αυτής της αριστουργηματικής τριλογίας, εστιάζοντας κυρίως μέσα από την προσωπική μαρτυρία εξομολογητικού χαρακτήρα, στον πυρήνα του ανεξίτηλα διπλού τραύματος του σκηνοθέτη. Προσπαθώντας να διαχειριστεί εκτός απ’ το τραύμα της δικτατορίας και αυτό της εξορίας, ο Γκουσμάν τοποθετεί στον πυρήνα του τρίτου ντοκιμαντέρ του τον άγνωστο αντιδικτατορικό αγώνα του Χιλιανού λαού, προβάλλοντας το ηθικό χρέος όσων έφυγαν και παρέμειναν μακριά, έστω και διατηρώντας μέτωπο αλληλεγγύης, απέναντι σε όσους έμειναν για να συνεχίσουν μέχρι τέλους τον αντιδικτατορικό αγώνα, κλείνοντας την τριλογία του με το πιο προσωπικό και συνάμα πιο πολιτικό ντοκιμαντέρ του.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]
INFO
1) Οι ταινίες του 42ου Φεστιβάλ Ταινιών μικρού μήκους Δράμας, προβάλλονται στην Αθήνα, στον κινηματογράφο Τριανόν από 10-16/10/2019.
Κριτικές της Ιφιγένειας Καλαντζή υπάρχουν στα φύλλα 467 και 468.
2) Στο Στούντιο, Τρίτη 15/10, στις 20:30, θα προβληθεί η σοβιετική ταινία «Ο 41ος» (1927), του Γιάκοβ Προταζάνοφ, συνοδεία ζωντανής μουσικής από το αυτοσχεδιαστικό ντουέτο των Νίκου Γιούσεφ (μουσικό πριόνι) και Γιώργου Κατσάνου (συνθεσάιζερ, σάμπλερ, όργανο). Γενική είσοδος 7ευρώ.