Αρχική στήλες Στον αντίποδα Η Τουρκία του Ερντογάν: Από το ασκώ πολιτική μέσω της οικονομίας, στην...

Η Τουρκία του Ερντογάν: Από το ασκώ πολιτική μέσω της οικονομίας, στην υποταγή της οικονομίας στην πολιτική 

«Και θα πρέπει να θυμάται πάντοτε ότι ο καθένας είναι τόσο σοβαρός ο ίδιος, όσο σοβαρό θεωρεί τον εχθρό του και όσο σοβαρά τον αντιμετωπίζει. Οι ηθικολογίες είναι ένας εύκολος τρόπος για να καθίσταται ο εχθρός αξιοπεριφρόνητος. Γι’ αυτό και δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο πέρα από την πολιτική ελαφρότητα εκείνου που τις χρησιμοποιεί»
Π. Κονδύλης  

Η Τουρκία, επί εποχής του κόμματος Δημοκρατίας και Ανάπτυξης, επιχειρεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να διαμορφώσει τον ρόλο της στο νέο παγκόσμιο σκηνικό, όπως αυτό διαμορφώνεται γεωπολιτικά και οικονομικά και να ισχυροποιήσει ταυτόχρονα την οικονομική και γεωπολιτική της ισχύ, δεδομένου ότι οραματίζεται τον εαυτό της ως περιφερειακή δύναμη. Περιφερειακή δύναμη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αυτή που έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  1. Προβάλλει την ισχύ της και απαιτεί να έχει αποφασιστικό λόγο στα τεκταινόμενα στην περιοχή της. 
  2. Σε σχέση με τις μεγάλες –πλανητικές– δυνάμεις βρίσκεται σε μια συνεχή κατάσταση διαπραγμάτευσης αναφορικά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, έχοντας πάντοτε σε πρώτη θέση το ίδιον συμφέρον. Ως εκ τούτου δεν υπακούει με το πρώτο κέλευσμα. Προχωρά σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις εκεί που δυσκολεύεται να αντιπαρέλθει σε πιέσεις και απαιτήσεις των μεγάλων δυνάμεων, έχοντας πάντοτε συνείδηση αυτών των συμβιβασμών, και αναμένει πάντοτε την ευκαιρία να επωφεληθεί στο μέλλον. Θα έλεγα ότι υπακούει στο moto «δύο βήματα πίσω, τρία εμπρός». Αρκετές φορές κάνει βήματα πίσω χωρίς κανένα μπροστά. Με απλά λόγια είναι πολιτικός παίκτης. 
  3. Προσπαθεί να μιμηθεί τις μεγάλες δυνάμεις στη διάρθρωση της ισχύος. Δηλαδή επιχειρεί η ισχύς της να περιλαμβάνει στοιχεία πολιτικοστρατιωτικά, οικονομικοπαραγωγικά και πολιτιστικά-πολιτισμικά. 
  4. Εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις ευκαιρίες που προκύπτουν, είτε από κενά ισχύος λόγω αλλαγής στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις είτε από αδυναμία των γειτονικών χωρών. 
  5. Έχει διαμορφωμένο ένα όραμα για το μέλλον της στον διεθνή καταμερισμό ισχύος το οποίο προσπαθεί να υλοποιήσει. Ο συνολικός σχεδιασμός κατατείνει οργανικά στην πραγμάτωση αυτού του οράματος. 
  6. Έχει κατανοήσει πλήρως τη συγχώνευση της οικονομικής με την πολιτική ισχύ, χρησιμοποιώντας την πρώτη στην υπηρεσία της δεύτερης. Παράλληλα η πολιτική ισχύς χρησιμοποιείται ασταμάτητα στην υποβοήθηση της οικονομίας. 

Όλα τα παραπάνω υπόκεινται στη σωστή στάθμιση των υποκειμενικών και αντικειμενικών δυνατοτήτων της χώρας με τους κινδύνους που δημιουργεί το διεθνές περιβάλλον, ειδικά στη σημερινή εποχή η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλή αβεβαιότητα και μέγιστη ρευστότητα. Οι μαξιμαλιστικές επιδιώξεις επιφυλάσσουν δυσάρεστες εκπλήξεις και πιθανές καταστροφές. 

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δύσκολο να ανακαλύψει κανείς ότι τα παραπάνω αναφερόμενα σημεία, χαρακτηρίζουν την Τουρκία του Ερντογάν και του Ισλαμικού κόμματος Δημοκρατίας και Ανάπτυξης. Έχω την εντύπωση και θα ήθελα να είχα και τη βεβαιότητα, ότι το «βαθύ» ελληνικό θεσμικό κράτος αναλύει με αυτό τον τρόπο, διότι η εικόνα που επικρατεί στον δημόσιο διάλογο μάλλον δείχνει διαφορετικές αντανακλάσεις.  

Η διακυβέρνηση της Τουρκίας από το κόμμα Δημοκρατίας και Ανάπτυξης υπό την ηγεσία του Ερντογάν, αναφορικά με την οικονομική διαχείριση, χωρίζεται σε δύο περιόδους:  

Η πρώτη περίοδος αφορά την περίοδο 2003-2015 κατά την οποία κυριάρχησε το δόγμα «ασκώ πολιτική μέσω της οικονομίας». Ουσιαστικά πρόκειται, για μια πολιτική απόλυτης προσαρμογής στο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (1). Όλες οι πολιτικές αποφάσεις που αφορούν την οικονομία κατατείνουν στην ενσωμάτωσή της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας με τους κυρίαρχους όρους του οικονομικού υποδείγματος της παγκοσμιοποίησης. Στόχος η ενδυνάμωση της παραγόμενης οικονομικής ισχύος η οποία θα επιτρέψει την ανάδυση της χώρας σε ισχυρό οικονομικό παράγοντα διαμέσου της ενσωμάτωσης στην εγχώρια παραγωγή της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας από τις ξένες επιχειρήσεις που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα. 

Η δεύτερη περίοδος, ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος (2016) και τις προστριβές με την κυβέρνηση Τραμπ (2018), χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια αλλαγής αυτής της πολιτικής με βασικό άξονα τη μείωση των εξαρτήσεων της οικονομίας από το διεθνές περιβάλλον, τουλάχιστον σε επιμέρους θέματα, με τη χρήση κυρίως μέσων πολιτικής που εδράζονται σε γεωπολιτικούς παράγοντες. Κυρίως πρόκειται για θέματα νομισματικής φύσεως (ισοτιμία νομίσματος, ύψος επιτοκίου, πληθωρισμός) αλλά και ζητήματα που αφορούν την αναχρηματοδότηση του βραχυχρόνιου εξωτερικού χρέους κυρίως μέσω της βοήθειας χωρών που συνδέονται με την Τουρκία με βάση γεωπολιτικούς παράγοντες. 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση ότι υπάρχει ένα κοινό νήμα που συνδέει τις δύο περιόδους: είναι η σαφής επιλογή του κόμματος Ανάπτυξης και Δημοκρατίας, στον προσανατολισμό της οικονομίας στην παραγωγή στρατιωτικής και άρα σκληρής πολιτικής ισχύος (2), δηλαδή ισχύος με σαφή γεωπολιτικά χαρακτηριστικά. 

Υπάρχει το απλοϊκό θεωρητικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο η οικονομία, προοδεύοντας αυτόνομα, παράγει μέσα άσκησης βίας και αυτά κατόπιν υπηρετούν τους σκοπούς της ισχύος. Αυτό όμως, για να ισχύει, προϋποθέτει τη δυνατότητα αυτονόμησης της οικονομίας από τους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Είναι αδύνατον όμως να ισχυριστούμε με σοβαρότητα κάτι τέτοιο. 

Το ότι οι παράγοντες ισχύος βρίσκονται σε συνεχή σχέση αλληλεξάρτησης με τους οικονομικούς παράγοντες αυτό είναι απολύτως αποδεκτό. Οι παράγοντες ισχύος αναντίρρητα εξαρτώνται από την οικονομική ισχύ. Όμως το καίριο ερώτημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι το ακόλουθο: 

Οι παράγοντες ισχύος, κυρίως όσοι περιλαμβάνονται στους μηχανισμούς βίας και καταπίεσης, παράγονται και τελειοποιούνται απλώς και μόνο επειδή αυτό το καθιστά δυνατό το διαθέσιμο τεχνικοοικονομικό δυναμικό ή αν η κατά το δυνατόν άφθονη και τελειότερη παραγωγή τους φαίνεται επιβεβλημένη επειδή η ισχύς θέτει σκοπούς που μόνο χάρη σ’ αυτούς οι μηχανισμοί βίας μπορούν να πραγματωθούν. Όπως σημειώνει ο Κονδύλης (3), αν η παραγωγή αυτή γίνεται εν όψει σκοπών ισχύος, βεβαίως με τη βοήθεια του τεχνικοοικονομικού δυναμικού, τούτο μας παραπέμπει ήδη σε εντελώς άλλη προβληματική θεώρησης των γεγονότων. Η πολιτική της ισχύος, με την προβληματική αυτή, ευρίσκεται τώρα στο καθοριστικό επίπεδο της σχέσης αλληλεξάρτησης με τους τεχνικοοικονομικούς παράγοντες και τους καθοδηγεί στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. 

ΕΠΟΜΕΝΩΣ η πραγματική συνύφανση του παράγοντα ισχύος με την τεχνικοοικονομική εξέλιξη ανατρέπει ολοκληρωτικά το γνωστό σκηνικό που η φιλελεύθερη οικονομική (αλλά και μαρξιστική σκέψη, παρά τις παράπλευρες οριακές τοποθετήσεις τόσο του Μαρξ όσο και του Ένγκελς) έχει στήσει, και μας καλεί στην αναθεώρηση των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία κρίνεται η οικονομική ισχύς και αποτελεσματικότητα, θεωρώντας την οικονομία όχι πλέον ως αυτόνομο σύστημα, αλλά ενταγμένη στο κοινωνικό πλαίσιο που τις ορίζουσές του καθορίζουν πρωταρχικά οι παράγοντες της ισχύος.  

Παραπομπές 

1) Δες: Κ. Μελάς, Ακτινογραφώντας την Τουρκική Οικονομία. Στο Κ. Μελάς-Σ. Λυγερός, Μετά τον Ερντογάν τι; Εκδόσεις Πατάκη, 2013.
2) Δες: Κ. Μελάς, Οικονομία και Υλικοί Παράγοντες Ισχύος, Περιοδικό Εθνικές Επάλξεις, Απρίλιος-Ιούνιος 2020
3) Π. Κονδύλης: Θεωρία του Πολέμου, Θεμέλιο 1997, σελ. 204 

Σχόλια

Exit mobile version