του Κώστα Ζαχάρου*
Οι νέες κοινωνικές πρακτικές που αναπτύσσονται, ως αποτέλεσμα της πρόσφατης πανδημίας, αποτελούν αφετηρία για προβληματισμό στην εκπαιδευτική κοινότητα, ενώ έχουν ήδη επιφέρει αλλαγές στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οι τυπικοί τρόποι εκπαίδευσης συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, πράγμα απαγορευτικό στις μέρες μας. Οι προκλήσεις των καταιγιστικών αλλαγών που δρομολογούνται ενεργοποιούν το ενδιαφέρον για την κατεύθυνσή τους, καθώς και το βαθμό παρέμβασης και επηρεασμού της πορείας τους.
Ένας ευρύς προβληματισμός αναπτύσσεται στην εκπαιδευτική κοινότητα στις μέρες μας για τις υπό διαμόρφωση τάσεις. Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος είναι ότι σημαντικά διεθνή ακαδημαϊκά περιοδικά στο χώρο της εκπαίδευσης φιλοξενούν σε έκτακτες εκδόσεις τους τον προβληματισμό της εκπαιδευτικής κοινότητας σχετικά με επιστημολογικές και εκπαιδευτικές διαστάσεις του θέματος (1).
Κάποιες πλευρές του προβληματισμού περιλαμβάνουν το σχεδιασμό και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών. Δηλαδή κατά πόσο αυτά προετοιμάζουν τους εκπαιδευόμενους για την αντιμετώπιση παγκόσμιων κρίσεων όπως η πρόσφατη. Ειδικότερα, την ικανότητα των εκπαιδευόμενων να παρακολουθούν τις πολιτικές που αναπτύσσονται στη διάρκεια των κρίσεων και να προσδιορίζουν το ρόλο της εκπαίδευσης σ’ αυτές τις πολιτικές.
Η πρόσφατη υγειονομική κρίση θέτει με ένταση την αναζήτηση εναλλακτικών μορφών εκπαίδευσης που δεν βασίζονται στις κυρίαρχες τυπικές μορφές με τη χρήση της σχολικής αίθουσας και του αμφιθεάτρου. Οι συνθήκες απομόνωσης οδήγησαν στη χρήση του διαδικτύου ως εναλλακτικού μέσου εκπαίδευσης, γεγονός που εγείρει πλήθος ερωτημάτων με εκπαιδευτικές και κοινωνικές προεκτάσεις: Στην εκπαιδευτική οπτική θα συναντήσουμε προβληματισμό και ανησυχία για την κατεύθυνση των αλλαγών στις παιδαγωγικές αντιλήψεις και τις υλοποιούμενες διδακτικές πρακτικές. Η κοινωνική διάσταση ενδιαφέρεται για την ανάλυση των κοινωνικοπολιτιστικών και οικονομικών παραμέτρων και του τρόπου με τον οποίο οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν την εκπαίδευση στην περίοδο της κρίσης. Με άλλα λόγια, δημιουργείται η ανάγκη για μια πολύπλευρη κατανόηση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης στην εκπαίδευση και η ανάδειξη διαστάσεων όπως, η διασφάλιση ότι οι εκπαιδευτικές υποδομές (π.χ. οι προσωπικοί υπολογιστές και το γρήγορο ίντερνετ) θα είναι προσιτά σε όλον τον πληθυσμό, ο βαθμός ενθάρρυνσης της συμμετοχής και εκπροσώπησης των εκπαιδευόμενων, οι τρόποι διευθέτησης των σχέσεων επικοινωνίας (οι μορφές που προσλαμβάνουν οι ιεραρχικές σχέσεις) μεταξύ εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων, η δυνατότητα μεταφοράς της «φωνής» των εκπαιδευόμενων στην εκάστοτε διοίκηση των εκπαιδευτικού φορέα και πως διασφαλίζεται η μεταφορά της άποψής τους, η ανάπτυξη ενός συνεργατικού «ήθους» που να αγκαλιάζει όλα τα μέλη της κοινότητας κ.ά.
Η κρίση επηρεάζει και τις μορφές αλληλεπίδρασης της ακαδημαϊκής κοινότητας που συντελείται μέσω συνεδρίων, εκπαιδευτικών ταξιδιών κ.ά., γεγονός που εισάγει τον προβληματισμό για την αξία τέτοιων ακαδημαϊκών πρακτικών στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, αλλά και στη συγκρότηση των ίδιων των επιστημονικών κοινοτήτων.
Η δυνατότητα αλληλεπίδρασης είναι σχεδόν ανύπαρκτη σε μαθήματα με μεγάλα ακροατήρια. Η διδασκαλία μοιάζει με μορφή θεατρικού μονολόγου, που παραπέμπει σε παρωχημένες μορφές διδακτικών πρακτικών που έχουν επικριθεί για τη δυνατότητά τους να προσφέρουν ποιοτικά μαθησιακά αποτελέσματα
Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στη χώρα μας, μετά την πρόσφατη «κατάρρευση» της βασικής χωρικής μονάδας για τη διδασκαλία, που είναι το αμφιθέατρο, επιχειρεί με εργώδεις προσπάθειες να αναπληρώσει τα μαθήματα με τη χρήση του διαδικτύου. Δεν γνωρίζουμε το βαθμό υιοθέτησης και υλοποίησης παρόμοιων πρακτικών. Σε κάποια Πανεπιστημιακά Τμήματα η υλοποίηση μαθημάτων εξ’ αποστάσεως είναι γενικευμένη πρακτική, ενώ άλλα υστερούν σημαντικά. Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις υλοποίησης μαθημάτων μέσω κάποιας διαδικτυακής πλατφόρμας, πλήθος προβλημάτων και ερωτημάτων αναδεικνύονται: Η δυνατότητα αλληλεπίδρασης είναι σχεδόν ανύπαρκτη σε μαθήματα με μεγάλα ακροατήρια. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η διδασκαλία μοιάζει με μορφή θεατρικού μονολόγου, που παραπέμπει σε παρωχημένες μορφές διδακτικών πρακτικών που έχουν επικριθεί για τη δυνατότητά τους να προσφέρουν ποιοτικά μαθησιακά αποτελέσματα. Επιπλέον, το «δασκαλοκεντρικό» πρότυπο που κυριαρχεί σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εμπεδώνει αυταρχικά πρότυπα κοινωνικών σχέσεων, που απέχουν από τους διακηρυγμένους στόχους των επίσημων κειμένων που αναφέρονται σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Η προηγούμενη επισήμανση ξαναφέρνει στην επικαιρότητα παλαιότερες συζητήσεις για τη «λογική» που ενσωματώνουν οι τεχνολογίες αιχμής. Δηλαδή, τον σχεδιασμό τους στην κατεύθυνση ενός μονόδρομου συστήματος διεύθυνσης και επικοινωνίας, όπου η προβαλλόμενη δυνατότητα συμμετοχής και αλληλεπίδρασης περιορίζεται σε επιμέρους παρατηρήσεις και υποδείξεις, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ουσιαστικής συμμετοχής.
Επίσης, είναι άγνωστο αν η απουσία φοιτητών από το διαδικτυακό ακροατήριο οφείλεται σε αδιαφορία, σε πιθανή κόπωση από την ανιαρή και μοναχική παρακολούθηση ενός φορτωμένου εβδομαδιαίου προγράμματος σπουδών, ή την έλλειψη αναγκαίας υποδομής. Τέλος, εκκρεμεί η δυνατότητα διδασκαλίας πλήθους εργαστηριακών μαθημάτων, που δεν είναι εφικτό να υλοποιηθούν μέσω διαδικτύου.
Οι μεγάλες κρίσεις, όπως η πρόσφατη, αποτελούν αφορμή για αναστοχασμό σε θέματα που συχνά καλύπτουν σημαντικές πτυχές της κοινωνικής ζωής. Η οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και το μέλλον της εκπαίδευσης είναι στενά συνυφασμένα με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα και τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Γι’ αυτό οφείλουμε να παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την κατεύθυνση των επικείμενων αλλαγών παρά τις εγγενείς δυσκολίες να διαβλέψουμε την πορεία ενός πολιτισμού που αποτελούμε μέρος του.
(1) Ένα τέτοιο παράδειγμα στο χώρο της μαθηματικής εκπαίδευσης είναι το περιοδικό «Educational Studies in Mathematics».
(*) Ο Κώστας Ζαχάρος είναι πανεπιστημιακός (Πανεπιστήμιο Πατρών)