Της Αλίκης Βεγίρη
Μπορεί ο ΓΑΠ να ξεκίνησε την καριέρα του ως πρωθυπουργός, με οραματικό σχέδιο να καταστήσει την Ελλάδα νότιο ισοδύναμο της Δανίας, στο δρόμο, όμως, ήρθαν έτσι τα πράγματα, που το όραμα αυτό αποδείχθηκε υποδεέστερο μπροστά σε ένα άλλο, περισσότερο ακτινοβόλο και λαοφιλές, που το ενσάρκωνε μια σαφώς πιο βόρεια χώρα, η Ισλανδία.
H Ισλανδία στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, αποτέλεσε μοντέλο επιτυχούς αυθόρμητης λαϊκής αντίστασης. Πρώτα, με τον γενικό ξεσηκωμό των κατοίκων της. Δεύτερο, με την διεξαγωγή δημοψηφίσματος περί άρνησης ανάληψης του κόστους της κατάρρευσης τριών εκ των μεγαλύτερων ιδιωτικών τραπεζών της. Τρίτο, με την καταψήφιση της προηγούμενης κεντροδεξιάς κυβέρνησης, το κόμμα της οποίας βρισκόταν ανελλιπώς στην εξουσία από το 1944(!), και με την ανάδειξη ενός κεντροαριστερού συμμαχικού σχήματος, και τέταρτο και πιο πρόσφατο, με την παραπομπή για ριψοκίνδυνους χειρισμούς, εγκληματική αμέλεια και ανικανότητα αναγνώρισης της επερχόμενης καταστροφής, του πρώην πρωθυπουργού Γκερ Χάαρντε και δυο υπουργών του, Οικονομικών και Εμπορίου, στη Bουλή, η οποία και θα πρέπει να ψηφίσει για τη διεξαγωγή δίκης από το ανώτατο ειδικό δικαστήριο. Χάρις στην, από το 1963, ισλανδική νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών, θετική ετυμηγορία θα σημαίνει μέχρι και δυο χρόνων φυλάκιση για τους ενόχους. Συγκρίνοντας με τα καθ’ ημάς, η Ισλανδία αποδεικνύεται πρωτοπόρα.
Βεβαίως, μπορεί η εν λόγω χώρα να μην είναι πρωτοπόρος στη διαφθορά, όπως κάποιες άλλες χώρες στα νότια της ηπείρου, είναι όμως αρκετά διεφθαρμένη στα ανώτερα κλιμάκια της, ώστε η κατάρρευση του τραπεζικού της συστήματος να αποδίδεται, συν τοις άλλοις, και στον τρόπο με τον οποίον έγιναν οι ιδιωτικοποιήσεις των τραπεζών την περίοδο 2002-3. Δηλαδή, τα γνωστά: διαπλοκή της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας με προέδρους και αντιπροέδρους κομμάτων, πρώην και νυν, κι όχι με τίποτα παρακατιανούς βουλευτάκους, κάποιοι από τους οποίους βρέθηκαν, μάλιστα, και να τις κατέχουν! Παρ’ όλα αυτά, το συγκεκριμένο θέμα δεν φάνηκε ν’ απασχολεί τη συσταθείσα εξεταστική επιτροπή. «Η διαφθορά βρίσκεται σε κάθε πολιτικό κόμμα», γράφει ένας Ισλανδός blogger και μας εκπλήσσει!
Στη συνέχεια, ας προσπαθήσουμε να χαράξουμε κάποιες αναλογίες με τα καθ’ ημάς.
Έχουμε και λέμε: ο υπουργός Δικαιοσύνης Χ. Καστανίδης σε συνεντεύξεις του διαβεβαίωνε για την πρόθεση σύστασης εξεταστικής επιτροπής με σκοπό τη διερεύνηση των ευθυνών για την εγκληματική οικονομική πολιτική των τελευταίων ετών. «Θέλουμε να αναδειχθούν εξατομικευμένες ευθύνες και να υπάρξει τιμωρία. Την ατιμωρησία δεν την αντέχει άλλο ο τόπος», δήλωνε με ζέση και ορμή. Από το Μάιο, όμως, πέρασε πολύς καιρός, ικανός για να λησμονηθούν οι καστανίδειες ρήσεις. Γύρω στα τέλη Αυγούστου εμφανίζεται ο Θ. Πάγκαλος, ο οποίος εκτοπίζοντας τον σαφώς λιγότερο ογκώδη Καστανίδη, λέει περίπου τα εξής: «Ξεχάστε αυτά που ξέρετε. Εξεταστική για την οικονομία δεν γίνεται. Ποινικό αδίκημα δεν υπάρχει. Τις πολιτικές δεν μπορούν να τις κρίνουν τα δικαστήρια, κι άντε φύγετε από ’δω! Το πολύ-πολύ να στήσουμε καμιά επιτροπή για την παραποίηση των στατιστικών στοιχείων».
Κάτι ξεστόμισε ο πρωθυπουργός, ότι μπορεί τάχατες να υπάρχουν και ποινικές ευθύνες, αλλά το πράγμα έμεινε εκεί. Σοφή, θα έλεγα αντίδραση, διότι τυχόν επιμερισμός ποινικών ευθυνών στην προηγούμενη κυβέρνηση, θα είχε ως συνέπεια στο εγγύς μέλλον παρόμοιες ευθύνες να επιμερισθούν και στην τωρινή, για τον τρόπο που χειρίστηκε την οικονομία εφεξής.
Πού τελειώνουν, όμως, οι πολιτικές ευθύνες και πού αρχίζουν οι ποινικές; Δεν είμαι αρμόδια να αποφανθώ, αν και πιστεύω πως δεν υπάρχει καλά καθορισμένο σύνορο, που να βρίσκεται τυπωμένο σε κάποιο σεβάσμιο νομικό βιβλίο. Παίρνοντας, όμως, υπόψη μου τα προηγούμενα, και σε αναλογία με την Ισλανδία, η προηγούμενη κυβέρνηση θα μπορούσε όντως να εγκληθεί τουλάχιστον για άγνοια, εγκληματική ολιγωρία και αναποφασιστικότητα μπροστά στη θύελλα που ερχόταν και η οποία ήταν ορατή ήδη από το καλοκαίρι του 2009, αλλά και για τις ψευδείς διαβεβαιώσεις της προς τον ελληνικό λαό, ότι η οικονομία είχε τόσες αντοχές όσες και οι ταύροι του Σικάγου!
Όσο για τη σημερινή, υπάρχουν πολλές σκοτεινές πλευρές στον τρόπο που διαχειρίστηκε το χρέος και στον τρόπο που μεθόδευσε την είσοδο της χώρας στον μηχανισμό «στήριξης», ενέργειες που θα μπορούσαν κάλλιστα να τύχουν δικαστικής διερεύνησης από μια μελλοντική εξεταστική επιτροπή.
Το ερώτημα, όμως, που διαχρονικά ετίθετο απ’ τους λαούς απέναντι σε όσους τον καταλήστευαν, τον έγδερναν, τον πούλαγαν, τον εξαθλίωναν, ήταν όχι μόνο πώς να απαλλαγεί από αυτούς, αλλά και πώς να αισθανθεί δικαιωμένος.
Σ’ αυτό, η Ιστορία έχει δώσει διάφορες απαντήσεις: Μπορεί να είναι τα δικαστήρια, μπορεί να είναι οι εκλογές, αλλά μπορεί να είναι και οι επαναστάσεις και οι γκιλοτίνες…