του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου

Στο πλαίσιο του ψηφιακού καπιταλισμού (βασιζόμενου πλέον στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και στην εκθετική ανάπτυξη των νέων ανατρεπτικών τεχνολογιών) δεσπόζουσα θέση αρχίζει να καταλαμβάνει η «οικονομία των πλατφορμών». Πρόκειται για την οργάνωση των συναλλαγών μέσω ψηφιακών πλατφορμών που ελέγχονται βασικά από πανίσχυρους πολυεθνικούς τεχνολογικούς ομίλους, οι οποίοι εδρεύουν στη Silicon Valley και στις δυτικές ακτές των ΗΠΑ.

Καθώς η αγορά εργασίας αναδεικνύεται ως προνομιακό πεδίο ενεργοποίησης της ψηφιακής διαμεσολάβησης, η εμφάνιση πρωτόγνωρων προκλήσεων και κινδύνων μιας ψηφιακής πλέον, απορρύθμισης του –σοβαρά εξασθενημένου από τις οικονομικές κρίσεις και την πανδημία– εργατικού δικαίου, αποτελεί νομοτελειακή συνέπεια. Στο πλαίσιο της ψηφιακής διαμεσολάβησης, που συχνά υποκρύπτει-αποκρύπτει τον πραγματικό ρόλο των πλατφορμών ως αυτονόμως δρώντων οικονομικών υποκειμένων, η νομική προβληματική επικεντρώνεται στα εξής:

  • Πρώτον, στη σχετικά απλούστερη περίπτωση διαμεσολάβησης για την παροχή υπηρεσιών, όπου γνωστότερο παράδειγμα είναι η Uber, η οποία αφορά οδηγούς επιβατικών.
  • Δεύτερον, το περίφημο crowdworking, όπου μια επιχείρηση, προκειμένου να ικανοποιήσει εργασιακές της ανάγκες, στρέφεται σε μια ψηφιακή πλατφόρμα, η οποία, προς άγραν ενδιαφερομένων, απευθύνεται στο πλήθος των χρηστών του διαδικτύου (crowd), με σκοπό την ανάληψη συμβατικής υποχρέωσης εκτέλεσης ορισμένης εργασίας.

Νομικός χαρακτηρισμός

Ενόψει των δυσδιάκριτων πολυμερών συμβατικών σχημάτων που δημιουργούνται από τη διαμεσολάβηση των πλατφορμών, το ενδιαφέρον από πλευράς εργατικού δικαίου εστιάζεται στο ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού της μέσω πλατφορμών παρεχόμενης εργασίας.

Η πανευρωπαϊκή τάση φυγής των εργοδοτών από την εφαρμογή του εργατικού δικαίου μέσω μιας προϊούσας «απομισθωτοποίησης» των σχέσεων παροχής εργασίας και καταφυγής σε ψευδεπίγραφους συμβατικούς τύπους (συμβάσεις ανεξάρτητης εργασίας ή έργου) είναι δεδομένη. Γι’ αυτό και δικαιολογημένος ο φόβος ότι οι ψηφιακές δυνατότητες «ευελικτοποίησης» θα προσδώσουν εκθετική δυναμική στην τάση αυτή.

Μια τέτοια προοπτική θα οδηγούσε το ήδη βαριά τραυματισμένο από τις οικονομικές κρίσεις και την πανδημία εργατικό δίκαιο σε περαιτέρω συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής του, δηλαδή της προστατευτικής ρυθμιστικής του αξίωσης. Υπό το πρίσμα αυτό το ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού των εργαζομένων μέσω ψηφιακής διαμεσολάβησης είναι κρίσιμο. Το ζητούμενο συνίσταται στο αν –με βάση τα θεωρητικά και νομολογιακά κριτήρια– οι εργαζόμενοι στις πλατφόρμες παρέχουν ή όχι εξαρτημένη εργασία.

Κριτήρια εξάρτησης

Η αυτονόητη ανάγκη διεύρυνσης και νομικής αποκάλυψης της πραγματικής υφής της επίμαχης εργασίας αποτελεί δυσχερές έργο, καθώς τα ισχύοντα κριτήρια θεμελίωσης της έννοιας της εξάρτησης είναι ανελαστικά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι επικρατεί ο επιβαλλόμενος από τις πλατφόρμες (στο πλαίσιο καταγραφής των γενικών όρων συναλλαγών) τύπος της ανεξάρτητης εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση των οδηγών ταξί της Uber κρίθηκε το 2016 από το εργατοδικείο του Λονδίνου ότι ορθός νομικός χαρακτηρισμός είναι μισθωτός κι όχι αυτοαπασχολούμενος μικροεπιχειρηματίας.

Στην κρατούσα νομική πραγματικότητα αναγνωρίζεται η ανάγκη δικαιοπολιτικής αντιμετώπισης των σχετικών ζητημάτων και διασφάλισης μιας στοιχειώδους εργατοδικαιικής προστασίας. Κομβικό ρόλο στο εγχείρημα διαδραματίζει η διεύρυνση της παραδοσιακής έννοιας της εξάρτησης και της αναπροσαρμογής της στα ψηφιακά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό κρίσιμο ρόλο διαδραματίζουν η οικονομική και η τελολογική παράμετρος.

Από την άλλη πλευρά, εφόσον δεν επιτυγχάνεται η πλήρης εργατοδικαιική προστασία μέσω αναγνώρισης των εργαζομένων στις πλατφόρμες ως μισθωτών, ενδιαφέρον εμφανίζει ο ενδιάμεσος νομικός χαρακτηρισμός τους ως «οικονομικά εξαρτημένων αυτοαπασχολούμενων» (παραμισθωτών), με αποτέλεσμα την μερική προστασία τους. Με δεδομένη, άλλωστε, την ποικιλομορφία των παρεχομένων εργασιών στο πλαίσιο του crowdworking, πέραν της οιονεί τυποποιημένης κατηγορίας εργασιών, γίνεται σαφές ότι ένας νομοθετικός χαρακτηρισμός μιας εργασίας ως εξαρτημένης είναι άκρως δυσχερής, αν όχι αδύνατος.

Ενδιάμεσος χαρακτηρισμός

Έτσι εφικτή και λυσιτελής είναι η καθιέρωση μαχητών τεκμηρίων υπέρ της εξαρτημένης εργασίας. Πρόκειται για χρησιμοποιηθείσα ήδη από το ελληνικό εργατικό δίκαιο τεχνική, αναφορικά με τις περιπτώσεις φασόν εργασίας, της κατ’ οίκον εργασίας και της τηλεργασίας (άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3846/2010). Μια τέτοια ρύθμιση θα μπορούσε π.χ. να προβλέψει ότι η παροχή υπηρεσιών ή έργου, ιδίως στην περίπτωση της «οικονομικά εξαρτημένης αυτοαπασχόλησης», υπό ορισμένες προϋποθέσεις υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία.

Κατόπιν των ανωτέρω με έντονες επιφυλάξεις, λόγω της γνωστής και τεθείσας ήδη από το 2019 εμμονής της κυβέρνησης στον ψηφιακό «εκσυγχρονισμό» του «παρωχημένου» εργατικού δικαίου, αναμένονταν οι σχετικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Η ανάγνωση των ρυθμίσεων του κατατεθέντος ήδη για διαβούλευση «εργασιακού νομοσχεδίου» (άρθρα 67-72), που αναφέρονται στις συνδεόμενες με τις ψηφιακές πλατφόρμες εργασίες, δικαιώνει τις διατυπωθείσες επιφυλάξεις.

Θα περίμενε κανείς ο νομοθέτης να επιδιώξει την άμβλυνση των αντιδράσεων, που σειρά απορρυθμιστικών παρεμβάσεών του στο ατομικό και συλλογικό εργατικό δίκαιο έχουν ήδη προκαλέσει. Να εμφανιστεί, δηλαδή, «φιλεργατικός» σ’ ένα ζήτημα που αφορά σχετικά μικρή κατηγορία εργαζομένων στις πλατφόρμες (ιδίως της Uber και Wolt), ακολουθώντας την οδό των μαχητών υπέρ της εξαρτημένης εργασίας τεκμηρίων του Ν. 3846/2010.

Η νομοθετική επιλογή «αντίστροφου τεκμηρίου» οδηγεί σε περαιτέρω εξασθένηση της νομικής θέσης των εργαζομένων, καθώς περιθωριοποιούνται οι δυνατότητες αντιμετώπισης της εργοδοτικής στρατηγικής για «απομισθωτοποίηση» και αποφυγή εφαρμογής του εργατικού δικαίου

«Απομισθωτοποίηση»

Αντ’ αυτού αντέστρεψε πλήρως τη δικαιοπολιτική προτεραιότητα, καθιερώνοντας τεκμήριο υπέρ της μη εξαρτημένης εργασίας, η οποία χρήζει κατά την κυβέρνηση αυξημένης νομοθετικής προστασίας (άρθρο 68). Έτσι, με τεκμήριο αυτό, ο παρέχων στην πραγματικότητα εξαρτημένη εργασία εργαζόμενος για μια πλατφόρμα, καλείται σ’ ένα σισύφειο έργο να καταρρίψει το τεκμήριο, αποδεικνύοντας τον πραγματικό χαρακτήρα της εργασίας του ως εξαρτημένης. Αυτό σε αντίθεση με τη σύγχρονη τάση στο εργατικό δικονομικό δίκαιο για μερική ή ολική αντιστροφή του αποδεικτικού βάρους, προς αποκατάσταση της δικονομικής μειονεκτικότητας του εργαζoμένου και διασφάλιση της δικαστικής του προστασίας.

Η σωρευτική σύνδεση του τεκμηρίου με μια σειρά περιπτώσεων παροχής εργασίας, που prima facie υποδηλώνουν μορφές αυτοαπασχόλησης, δεν επιφέρει ουσιαστική απάμβλυνση των δυσμενών για τον εργαζόμενο συνεπειών. Τούτο δε, καθώς κρίσιμο ζητούμενο είναι η αντιμετώπιση του κινδύνου, ο επιβαλλόμενος ουσιαστικά από την πλατφόρμα, συμβατικός τύπος της μη εξαρτημένης εργασίας, να συγκαλύπτει την εν τοις πράγμασι φύση της ως εξαρτημένης.

Ο κίνδυνος αυτός θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με την καθιέρωση ενός μαχητού τεκμηρίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας. Έτσι με την επίμαχη ρύθμιση ο νομοθέτης υπονομεύει εναλλακτικές δικαστικές προσεγγίσεις, σε πείσμα της αναγνωρισμένης ανάγκης προστασίας των εργαζομένων μέσω ψηφιακής διαμεσολάβησης. Ταυτίζεται πλήρως, λοιπόν, με τα συμφέροντα των πλατφορμών, ότι οι επίμαχες σχέσεις παροχής εργασίας δεν αποτελούν σχέσεις εξαρτημένης εργασίας. Είναι εμφανές ότι η νομοθετική επιλογή «αντίστροφου τεκμηρίου» οδηγεί σε περαιτέρω εξασθένηση της νομικής θέσης των εργαζομένων, καθώς περιθωριοποιούνται οι δυνατότητες αντιμετώπισης της εργοδοτικής στρατηγικής για «απομισθωτοποίηση» και αποφυγή εφαρμογής του εργατικού δικαίου.

Ενδιάμεσο συμβατικό μόρφωμα

Συνειδητοποιώντας προφανώς ο νομοθέτης τις αντιδράσεις κατά της επίμαχης ρύθμισης και επιδιώκοντας την «απάλυνσή» της, κατέφυγε στην «πρωτοποριακή» αναγνώριση στους ανεξάρτητους επαγγελματίες και συμβασιούχους έργου συνδικαλιστικών δικαιωμάτων (άρθρο 69 παρ. 1), σαν να μην ίσχυε γι’ αυτούς το συνταγματικό δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 12 Σ).

Προχώρησε μάλιστα και σε μια «καινοτόμο» δικαιοπολιτική επιλογή. Στο άρθρο 69 παρ. 2, παρέκαμψε τον κοινό τόπο ότι η απεργία, ως θεμελιώδες δικαίωμα, συνδέεται αρρήκτως ιστορικά και δογματικά με την εξαρτημένη εργασία. Δεν αναγνωρίζει απλώς στους ανεξάρτητους επαγγελματίες και συμβασιούχους έργου «δικαίωμα απεργίας». Πολύ περισσότερο προέβλεψε και αναλογική εφαρμογή των ρυθμίσεων των άρθρων 19 επ. του Ν. 1264/1982, ο οποίος ως γνωστόν, αφήνει εκτός πεδίου εφαρμογής τους ναυτεργάτες!

Στη συνέχεια (άρθρο 69 παρ. 3), «ανακάλυψε» τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, που όμως αφορά τα παρόμοια με τους μισθωτούς πρόσωπα, τους οικονομικά εξαρτημένους αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι λόγω της ανάλογης με τους μισθωτούς ανάγκης προστασίας τους υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του. Δίδει λοιπόν τη δυνατότητα στις οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, της επίμαχης ρύθμισης προφανώς (αν και κακοτέχνως) αναλογικά εφαρμοζόμενης.

Η χαρακτηρίζουσα τις επίμαχες ρυθμίσεις αξιολογική και τελολογική αντίφαση, δηλαδή αφενός μεν η δραστική συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής στις επίμαχες συμβατικές σχέσεις του ατομικού εργατικού δικαίου, αφετέρου δε η κινούμενη σε αντίθετη αξιολογική τροχιά υπαγωγή του στους βασικούς θεσμούς του συλλογικού εργατικού δικαίου, είναι όντως «εντυπωσιακή» και χρήζει «ενδελεχούς ανάλυσης»!

Πάντως μια, όχι αβάσιμη, εξήγηση για τη «γενναιόδωρη» αναγνώριση «συνδικαλιστικών δικαιωμάτων» στους εργαζομένους της πλατφόρμας θα μπορούσε να είναι η προσδοκία, αν όχι η πεποίθηση, του νομοθέτη ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις θα έχουν την τύχη εκείνης του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 1876/1990, δηλαδή ότι θα περιπέσουν σε αχρησία. Ωστόσο, ο όλος χειρισμός των σχέσεων εργασίας που συνδέονται με ψηφιακές πλατφόρμες, θα ήταν ευχερέστερος εφόσον ο νομοθέτης αξιοποιούσε το ενδιάμεσο συμβατικό μόρφωμα των «οικονομικά εξαρτημένων αυτοαπασχολούμενων» ως μερικό προστατευτικό υποκατάστατο της αδυναμίας χαρακτηρισμού των εργαζομένων ως μισθωτών. Αυτή η μεθόδευση φαίνεται να ευδοκιμεί στη Γερμανία.

Απορρυθμιστικές πολιτικές

Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν δυνατή μια επιλεκτική και «διαβαθμισμένη» διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής ορισμένων εργατικοδικαιικών θεσμών, έτσι ώστε να συμπεριλάβουν τις επίμαχες εργασίες ως μορφές «οικονομικά εξαρτημένης αυτοαπασχόλησης». Στο πλαίσιο αυτό σημαντικός ρόλος θα ανήκε στη συλλογική αυτονομία. Πολλώ μάλλον όταν τη σχετική οδό είχε ανοίξει η προαναφερθείσα ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 1876/1990.

Οι προηγηθείσες παρατηρήσεις απετέλεσαν μια πρώτη κριτική προσέγγιση των βασικών ρυθμίσεων μιας επίκαιρης πτυχής του «ευαγγελιζόμενου» με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο «ψηφιακού εκσυγχρονισμού» του –κατά την κυβέρνηση «παρωχημένου»– εργατικού δικαίου που αφορούν την παροχή εργασίας μέσω πλατφορμών: έναν τομέα των σχέσεων εργασίας, όπου βεβαίως η όποια απορρυθμιστική παρέμβαση ωχριά έναντι των παρεμβάσεων εκείνων που επιχειρούνται στην «καρδιά» του παραδοσιακού εργατικού δικαίου (χρόνος εργασίας, απολύσεις, απεργίες κ.λπ.) και οι οποίες προκαλούν ήδη έντονες αντιδράσεις.

Οι παρατηρήσεις αυτές ήταν αρκετές για να αποκαλύψουν πως εννοεί η κυβέρνηση τον «εκσυγχρονισμό» των σχέσεων εργασίας στο πλαίσιο της –μέσω του «Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0»– «μεγάλης επανεκκίνησης» της χώρας. Βεβαίως, οι απορρυθμιστικές αυτές επιλογές, αν εξαιρεθούν ακρότητες και αυτοσχεδιασμοί, δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Η επίκληση των «ευρωπαϊκών προτύπων» δεν αποτελεί πρόσχημα. Εντάσσεται βασικά στις επικρατούσες προ πολλού στην Ευρώπη νεοφιλελεύθερες και απορρυθμιστικές πολιτικές.

* Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα slpress

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!