Την περασμένη Κυριακή στο Φεστιβάλ του βιβλίου στο Ζάππειο παρακολούθησα την εκδήλωση για τον τόμο των «Τετραδίων» των εκδόσεων «Στοχαστής» για την εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821. Μίλησαν ο Λουκάς Αξελός, ο Βασίλης Ασημακόπουλος και ο Λαοκράτης Βάσσης. Πραγματικά ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις που τοποθέτησαν τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις.
Κρατάω από την τοποθέτηση του Λαοκράτη Βάσση ότι στην πραγματικότητα η Επανάσταση του 1821 δεν έχει ολοκληρωθεί. Κι ας θέλησε η επίσημη πολιτεία και οι συνήθεις αυλοκόλακες και παρατρεχάμενοι να τη βαλσαμώσουν και να τη βάλουν στη βιτρίνα.
Η Επανάσταση συνεχίζεται!
Ήταν πολύ ωραίος ο μύθος που μας είπε στο τέλος ο Λουκάς Αξελός με τον τράγο και το αμπέλι:
Ο τράγος λέει είχε ορμήσει σε ένα αμπέλι και το καταβρόχθιζε παρά τις διαμαρτυρίες του. Έφτασε μέχρι τη ρίζα. Δεν είχε απομείνει τίποτε ορατό.
Και τότε το αμπέλι του είπε:
«Όσο κι αν έφαγες, εγώ θα βλαστήσω ξανά, θα βγάλω καρπούς και όταν εσένα θα σε θυσιάσουν με το δικό μου κρασί θα κάνουν προπόσεις την ώρα που θα σε καταβροχθίζουν!»
Είχαμε ακούσει την προηγουμένη και το πρωί στη συνέντευξη τύπου τις αερολογίες του ανδρείκελου που παριστάνει τον πρωθυπουργό και τις χλωμές αντιδράσεις της (ανύπαρκτης) αντιπολίτευσης.
Όμως το βράδυ στο Ζάππειο, ένιωσα πως υπάρχει ακόμη η μαγιά για να αντισταθούμε. Ήταν το πλήθος του κόσμου, οι τσάντες με τα βιβλία, η νεαρή δικηγόρος που συζητούσε στον πάγκο του «Κέδρου» ρωτώντας από πού να ξεκινήσει για να γνωρίσει την ελληνική λογοτεχνία, οι άνθρωποι κουβέντιαζαν γύρω από τα βιβλία και οι διάφορες εκδόσεις φώτιζαν πραγματικά τη νύχτα.
Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί. Που μοιάζει να μην έχει μια κοινή έκφραση σε πολιτικό επίπεδο. Που προφανέστατα, όπου κι αν κουβεντιάσεις, με εξαίρεση φανατικούς οπαδούς κομμάτων, έχουν απαυδήσει. Και δυστυχώς η θέση «όλοι ίδιοι είναι» κυριαρχεί επί της ουσίας.
Φυσικά και δεν είναι όλοι ίδιοι. Αλλά έχουν κάτι κοινό. Φαίνεται να έχουν αποκοπεί από την κοινωνία. Να ζουν σε έναν άλλο κόσμο. Πέρα από τις πολιτικές που εφαρμόζουν πιστεύω ότι αδυνατούν να κατανοήσουν τι συμβαίνει γύρω τους…
Βλέπω όμως πως απέναντί τους υπάρχουν οι άνθρωποι που δημιουργούν πολιτισμό, μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Άλλωστε ο χώρος αυτός είναι που υπέστη το ισχυρότερο πλήγμα με την πανδημία. Είναι ο χώρος που δεν είχε καμία στήριξη επί της ουσίας.
Με κάποιον μαγικό τρόπο –παρ’ όλα αυτά– συνεχίζουν να γράφονται και να κυκλοφορούν βιβλία και μουσικές, να δημιουργούν γλύπτες και ζωγράφοι, να γυρίζονται ταινίες, να ανεβαίνουν θεατρικές παραστάσεις… Κι ας ζουν οι περισσότεροι συντελεστές τους πέριξ του ορίου της φτώχειας.
Διάβασα ένα έξοχο βιβλίο, που θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ως ένα είδος δυστοπίας, αν δεν ήταν τόσο κοντά στην πραγματικότητα. Μιλάω για το «Μαύρο νερό» του Μιχάλη Μακρόπουλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη. Ένας πατέρας ζει σε ένα μικρό, απομονωμένο και εγκαταλειμμένο ορεινό χωριό της Ηπείρου. Και η εγκατάλειψη δεν έχει να κάνει με τα όσα συνήθη συμβαίνουν όλο και περισσότερο στην ελληνική επαρχία, αλλά με την τρομερή ρύπανση που προήλθε από εξορύξεις στο βουνό. Τα πάντα είναι δηλητηριασμένα: Το νερό, οι καρποί, τα ζώα. Οι λίγοι που απομένουν ζουν με πενιχρές συντάξεις και αποζημιώσεις, κλέβοντας ό,τι τροφή έχει μείνει στα παρατημένα σπίτια, με ταξίδια στα Ιωάννινα για λίγες προμήθειες…
Ακόμη κι από εκεί θέλουν να τους διώξουν – ίσως για να ξεχαστεί το έγκλημα εναντίον των ανθρώπων και του περιβάλλοντος. Τους κόβουν ακόμη και την αραιή συγκοινωνία. Τους απειλούν…
Κι όμως. Ο πατέρας, ο γιος και μια γυναίκα μένουν τελευταίοι. Ακόμη κι έτσι. Δεν υποκύπτουν. «Για όσο κρατήσει».
Μέσα σε αυτή τη σκοτεινή νουβέλα, υπάρχει αυτή η σπίθα που έγραψα στην αρχή. Κι εμείς αυτή τη σπίθα έχουμε υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μας, να την κρατάμε αναμμένη. Ο καθένας στο πόστο του, αλλά και όλοι μαζί.
Σε αυτόν τον «θαυμαστό νέο κόσμο» της παγκοσμιοποίησης, τα μηνύματα του 1821 είναι πάντα επίκαιρα. Κι ας χάσαμε πολλές, αμέτρητες μάχες. Κάθε φορά που αντιστεκόμαστε, όλο και κάτι μένει…
Είμαι από εκείνη τη γενιά που πίστεψε στο ποίημα «“Μέριασε βράχε να διαβώ”, το κύμα αντρειωμένο…».
Ναι. Οι βράχοι είναι καταδικασμένοι κάποτε να φαγωθούν από τη θάλασσα και ο τράγος να γίνει ο μεζές για το κρασί από το αμπέλι που έφαγε μεν, αλλά δεν κατάφερε να εξαφανίσει!