Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, η ένταξη στην ευρωζώνη ούτε αποτελεί οικονομική πανάκεια ούτε ισχυροποίησε αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Αντιθέτως, φαίνεται και διά γυμνού οφθαλμού ότι τα εθνικά προβλήματα έχουν αυξηθεί, και ότι η ελληνική οικονομία ακολούθησε πορεία θα έλεγα αντίθετη από τις προσδοκίες και τα οράματα των «εκσυγχρονιστικών» (όπως οι ίδιες ονομάζουν τους εαυτούς τους) πολιτικών ελίτ. Πορεία η οποία εξ αρχής διανθίσθηκε με αυτό που ονομάζω απατηλή γοητεία του ευρώ, αλλά και με την ύψιστη σημιτική κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» η οποία πλέον μπορεί να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες!

Η είσοδος της Ελλάδος στην ΕΟΚ το 1981 αλλά και η ένταξη στην ευρωζώνη (2002), μέσω της παθητικής αποδοχής των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1992), Άμστερνταμ (1997) και Νίκαιας (2001), αποτέλεσαν στρατηγικές επιλογές των πολιτικών και οικονομικών ελίτ με τη σύμφωνη γνώμη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η μεγάλη ευφορία που παρατηρήθηκε δεν ήταν αποτέλεσμα εντέχνως δημιουργημένο μέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώμης, αλλά σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσε θετικές προσδοκίες του ελληνικού λαού.

Ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας επιλέχθηκε ως κυρίαρχη και ευρύτερα αποδεκτή εθνική πολιτική, που κατέληξε στην οργανική ένταξή της σε μια οικονομικά «ενοποιημένη» Ευρώπη, πιστεύοντας ότι με τη βοήθειά της, και την οικονομία της θα εκσυγχρόνιζε (καθιστώντας την ισχυρή και ανταγωνιστική) και την ακεραιότητά της θα διασφάλιζε – θα έλυνε δηλαδή το πρόβλημα της εθνικής της βιωσιμότητας.

Η γοητεία του ευρώ αποδείχθηκε όχι μόνο απατηλή αλλά και οδυνηρή για τον ελληνικό λαό. Δυστυχώς πάλι ακούμε περί του «οικονομικού θαύματος» της ελληνικής οικονομίας, θυμίζοντάς μας παλαιές εποχές με τις γνωστές καταλήξεις

Το 2002 η Ελλάδα εισήλθε με πανηγυρικούς τόνους στη ζώνη του ευρώ. Η είσοδος αυτή επιχειρήθηκε να χαρακτηρισθεί ως το μέγιστο βήμα προόδου της ελληνικής οικονομίας τη μεταδιδακτορική πολιτική περίοδο της χώρας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη (1996-2004) στο πλαίσιο του «εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην οικονομία, όχι μόνο υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές, αλλά και υπερέβαλαν πολλάκις υπερακοντίζοντας σε κομπορρημοσύνη και σε ψεύτικες υποσχέσεις .

Ο όρος «ισχυρή οικονομία» αποτέλεσε το βασικό επικοινωνιακό σύνθημα της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη. Προέκυψε κυρίως ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης, αλλά και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων κατά την οκταετία 1997-2004…Η κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση» και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επιτέλους την «επαναθεμελίωση» του κοινωνικού κράτους. Αυτονοήτως το πρώτο που χρειάζεται να ειπωθεί προς αποκατάσταση της αλήθειας για την ελληνική οικονομία, είναι ότι δεν πρόκειται περί ισχυρής οικονομίας.

Οι ισχυρισμοί περί ισχυρής οικονομίας λειτούργησαν με τρόπο αντίστοιχο της παλιάς Μεγάλης Ιδέας, με κατεύθυνση προς τη Δύση αυτή τη φορά. Σιγά-σιγά δημιουργήθηκε και εξαπλώθηκε στην ελληνική κοινωνία ένας εκσυγχρονιστικός φονταμενταλισμός βασιζόμενος υποτίθεται στον ορθό λόγο, λες και όλες οι υπόλοιπες απόψεις ήταν ανορθολογικές. Η μονοσήμαντη σκέψη σε όλο της το μεγαλείο κατέκλυσε την ελληνική κοινωνία. Η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε την πρώτη πενταετία της ένταξης στο ευρώ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να πράξουν το οτιδήποτε ώστε να δικαιωθεί στα μάτια του ελληνικού λαού αυτή η επιλογή με τον τρόπο που οι ίδιες την αντιλαμβάνονταν. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί η χώρα σε αθέτηση πληρωμών και να της επιβληθούν μακροχρόνια μνημόνια, οδηγώντας την ελληνική οικονομία σε τεράστιες απώλειες που καταγράφονται σχεδόν στο σύνολο των μακροοικονομικών μεγεθών, καθώς και των υπολοίπων οικονομικών και κοινωνικών δεικτών. Η Ελλάδα κατρακύλησε στις τελευταίες θέσεις των περισσοτέρων οικονομικών δεικτών όχι μόνο των χωρών της ευρωζώνης αλλά και των χωρών της Ε.Ε.-27.

Παράλληλα, και αυτό είναι το περισσότερο ανησυχητικό, σε όλη αυτή την περίοδο και παρά την πληθώρα των μέτρων που επιβλήθηκαν, ουσιαστικά όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία εξακολουθούν να αναπαράγονται, με αποτέλεσμα να δημιουργείται πλέον στον Έλληνα πολίτη η σταθερή εντύπωση περί της μη δυνατότητας επίλυσής τους.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει κανείς τη φθίνουσα πορεία της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς που θέτει αμετάκλητα το διεθνές σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Οι εξελίξεις αυτές θέτουν για μια ακόμα φορά το καίριο ζήτημα της ανάλυσης των λόγων αυτής της εξέλιξης, που ευρίσκεται στον αντίποδα των γνωστών διακηρύξεων των πολιτικών και οικονομικών ελίτ περί του «ευρωπαϊκού παραδείσου» και της απόδοσης ευθυνών σε όλους όσοι έχουν τέτοιες ευθύνες.

Η γοητεία του ευρώ αποδείχθηκε όχι μόνο απατηλή αλλά και οδυνηρή για τον ελληνικό λαό. Δυστυχώς πάλι ακούμε περί του «οικονομικού θαύματος» της ελληνικής οικονομίας, θυμίζοντάς μας παλαιές εποχές με τις γνωστές καταλήξεις.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!