Δημοσιεύουμε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα από την «Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος» που κυκλοφόρησε στα 1806, που είναι ένα θαμμένο –στη λήθη– μανιφέστο προετοιμασίας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το απόσπασμα καταπιάνεται με ζητήματα περί χρήματος, επίπλαστων αναγκών, αντικοινωνικής χρήσης του κεφαλαίου και επερχόμενης «οικονομικής διεθνοποίησης».

«Τα χρήματα, ω Έλληνες, εις άλλο δεν χρησιμεύουν, ούτε δι’ άλλο τέλος ο εφευρέτης τα εμεταχειρίσθη, παρά μόνον δια σημεία αριθμητικά, ήτοι δια μέτρον γενικόν των πραγμάτων και δηλωτικόν της τιμής των. Ούτως λοιπόν εξ αρχής, δια να διευκολύνουν τα δανείσματα και αλλαγάς των διαφόρων αναγκαίων των πραγμάτων, οι άνθρωποι έκαμαν τόσας μονάδας χρυσάς ή χαλκίνους, δια των οποίων τα εμετρούσαν και τα εμοίραζον ορθώς. Αυτή η εφεύρεσις εις ολίγον καιρόν ευκόλυνεν τας αμοιβαίας αλλαγάς, όχι μόνον από ένα υποκείμενον εις άλλον, αλλά και από πόλιν εις πόλιν, και από γένος εις γένος (1). Αυξάνοντας λοιπόν κατ’ ολίγον ολίγον αι χρυσαί μονάδες και μην ημπορώντας να αυξήσουν τα αναγκαία πράγματα, εφευρέθησαν τα μη αναγκαία. Και ούτως εγεννήθη η πολυτέλεια εις τους ανθρώπους.(2)

Η πολυτέλεια δε ως γέννημα και αποτέλεσμα σκιώδους και φανταστικής δυνάμεως, καθώς είναι η μεταχείρισις του χρυσού (3), εφύλαξεν την ιδίαν δύναμιν και αυτή, και ούτως με το να επιδέχωνται τα μη αναγκαία είδη, τιμήν ιδεαστικήν και αόριστον, και αυξάνοντας αι χρυσαί μονάδες από το εν μέρος, και τα διάφορα είδη από τον άλλον, την σήμερον σχεδόν τα τρία τέταρτα των ανθρώπων ενασχολούνται όχι εις άλλο, ειμή εις το να δίδουν σήμερον τιμάς ιδεαστικάς εις εν είδος, διαφορετικάς από εκείνας, όπου είχεν χθες, εις τρόπον όπου, κάθε ημέραν ξεκάμνοντες τα όσα είχον καμωμένα, δεν ευρίσκονται ποτέ αργοί. Αυτό λοιπόν το φτιάσιμον και ξεφτιάσιμον το ωνομασαν εμπόριον. (4)

Τώρα, λοιπόν, όπου απεδείχθη ότι η υπόληψις, όπου την σήμερον ευρίσκεται εις τα χρήματα, είναι θετή και ιδεαστική, πολλά ευκόλως ημπορούσε να εννοηθή, ότι και άχρηστος είναι, μάλλον δε επιζήμιος, ομιλώντας γενικώς, η εφεύρεσις και μεταχείρισίς των. Αλλά δια περισσοτέραν σαφήνειαν, ας υποθέσωμεν δύο, εξ ων ο εις να διαυθεντεύη την εφεύρεσιν του χρυσού, και ο άλλος να του είναι εναντίος, και ας συγγράψωμεν τους διαλόγους των.

Ο πρώτος λοιπόν, μου φαίνεται, ότι ήθελεν ειπεί:

Η εφεύρεσις των χρημάτων ευκόλυνεν τους τρόπους της ζωοτροφίας, έδωσεν εκείνα τα είδη εις εν γένος, όπου δεν τα είχε, ηύξησε τας ιδέας των ανθρώπων, αυξάνοντας τον αριθμόν των πραγμάτων. Εγκαρδίωσεν τους τεχνίτας, τιμώντας και αγοράζοντας τα τεχνουργήματά των, και, τέλος πάντων, ετίμησε την ανθρωπότητα και την κατέστησεν ευγενή και χρηστοηθή.

Ο άλλος, βέβαια, ήθελεν αποκριθή: Η εφεύρεσις των χρημάτων ηθέλησεν κατ’ αρχάς να μετρήση τα προς το ζην αναγκαία πράγματα, έπειτα εμέτρησεν και τα μη αναγκαία, και μετά ταύτα έγινεν ανταμοιβή και μέτρον της αρετής. Αλλ’ αυξάνοντας περισσότερον τα μέτρα από τα μετρητά, εξ ανάγκης και αφ’ εαυτού των τα μετρητά εμέτρησαν τα μέτρα, και εξακολούθως την σήμερον τα χρήματα μετρώνται από τα πράγματα και οι ηθικοί ορισμοί κατεστάθησαν μέτρα του χρυσού. (5) Η εφεύρεσις των χρημάτων κατέστησεν τους ανθρώπους εχθρούς της φύσεως και του εαυτού των. (6)

Η εφεύρεσις των κάμνει να πιστεύουν οι περισσότεροι των ανθρώπων, μεγαλείτερον το μικρόν από το μεγάλον. (7) Η εφεύρεσίς των έφθειρε τα ήθη των ανθρώπων με την πολυτέλειαν, (8) και, τέλος πάντων, τα χρήματα έδωσαν ύπαρξιν άλλων δύο γενών ανάμεσα εις τους ανθρώπους. Όθεν, εκτός του αρσενικού και του θηλυκού, την σήμερον ευρίσκεται το τρίτον γένος, δια να ειπώ ούτως, των πλουσίων, και το τέταρτον, των πτωχών.

Δεν πωλείται ίσως η δικαιοσύνη δια του χρυσού; Δεν αγοράζονται ίσως οι κριταί δια του χρυσού; Δεν σκεπάζει ίσως ο πλούσιος τας ανομίας του δια του χρυσού; Δεν χάνει ίσως ο πτωχός τα δίκαιά του δια της ελλείψεως του χρυσού; Διατί, τάχατες, να βλέπωμεν ένα άνθρωπον να ορίζη άλλους ανθρώπους, και δέκα άνθρωποι να τρέχουν όπισθεν εις τον ένα, ώσαν να ήτον αυτοί χοίροι, και αυτός χοιροβοσκός;

Ποίος έχοντας κρίσιν στοχασμού δεν φρίττει θεωρώντας τους ενενήντα εννέα να μην ζώσι, να μην δουλεύωσι, να μην κοπιάζωσι δι’ άλλο τι, ή δια τον εαυτόν των, παρά μόνον και μόνον δια το καλώς έχειν του ενός; Και ποίος, βλέποντάς το, δεν καταλαμβάνει, ότι η αιτία είναι, όπου όχι μόνον τα φυσικά και ηθικά υποδουλώθησαν εις τα χρήματα, αλλά και οι ίδιοι άνθρωποι καταστάθησαν μέτρα του χρυσού, και ότι, όποιος έχει περισσοτέρας μονάδας χρυσίου, ημπορεί να αγοράση περισσοτέρους ανθρώπους; Χειρότερον πράγμα γίνεται από αυτό άραγε; Οι άνθρωποι να ουτιδανωθώσι τόσον, ώστε όπου με άκραν αδιαντροπίαν να ακούη τινάς τον οθωμανόν να λέγη, ομοίως και τον βρεττανόν, «σήμερον αγόρασα δέκα ανθρώπους»!

Πως ημπορεί, εκείνος όπου τα στοχάζεται, να ζήση, και να ηξεύρη, ότι, χωρίς να θέλη να πωληθή ένας, τον αγοράζουν με βίαν, και μάλιστα να είναι αυτός ο ίδιος υποχρεωμένος να αγοράση άλλους, και να γίνη κακός, θέλοντας και μη θέλοντας; Οποία είναι η καλωσύνη, όπου μας ήλθεν από την εφεύρεσιν των χρημάτων; Ίσως όπου μας ευκόλυνεν τας αμοιβαίας διαλλαγάς; Αλλά ποία ανάγκη ήτον, δια να μας τας ευκολύνη; Και πως εζούσαν οι άνθρωποι, πριν να εφεύρουν τους χρυσούς αριθμούς; Οι Αμερικάνοι προ τεσσάρων αιώνων δεν έτρωγον ίσως, δεν ενδύοντο, δεν είχον ίσως όλας τας αρετάς, μην έχοντες κανένα ελάττωμα; Απέθανον από πείναν ίσως οι Λάκωνες, όπου δεν εμεταχειρίζοντο τον χρυσόν; Ή μήπως δεν ηφανίσθη όλη η Ελλάς εξ αιτίας του; Δεν τυραννείται μέχρι της σήμερον από αυτόν; Και, τέλος πάντων, το ανθρώπινον γένος δεν ασχημώθη τόσον από αυτόν;

Δεν πωλείται ίσως η δικαιοσύνη δια του χρυσού; Δεν αγοράζονται ίσως οι κριταί δια του χρυσού; Δεν σκεπάζει ίσως ο πλούσιος τας ανομίας του δια του χρυσού; Δεν χάνει ίσως ο πτωχός τα δίκαιά του δια της ελλείψεως του χρυσού; (9) Διατί, τάχατες, να βλέπωμεν ένα άνθρωπον να ορίζη άλλους ανθρώπους, και δέκα άνθρωποι να τρέχουν όπισθεν εις τον ένα, ώσαν να ήτον αυτοί χοίροι, και αυτός χοιροβοσκός;

Τι περισσότερον από τους άλλους έχει αυτός, όπου τόσον αυστηρώς και υπερηφάνως κτυπά, υβρίζει και καταφρονεί τους άλλους; Διατί, διατί, ο ένας να ονομάζεται δούλος και ο άλλος κύριος; Διατί ο πλούσιος να τρώγη, να πίνη, να κοιμάται, να ξεφαντώνη, να μην κοπιάζη και να ορίζη, ο δε πτωχός να υπόκειται, να κοπιάζη, να δουλεύη πάντοτε, να κοιμάται κατά γης, να διψή, και να πεινά;

Ποία είναι η αιτία, ω άνθρωποι, παρά η εφεύρεσις του χρυσού; Ποία ανάγκη μας βιάζει, λοιπόν, να τον φυλάττωμεν; Μήπως οι άνθρωποι ζώσι με μέταλλα, ή μήπως δια του χρυσού καλλιεργείται η γη; Και διατί τάχατες δεν ήθελον ημπορέσει να ζήσουν οι άνθρωποι χωρίς τον χρυσόν; Και τι ήθελε γίνει ο χρυσός, αν του έλειπεν από όλους η υπόληψις; (10) Και διατί τοσαύτη υπόληψις εις εν μέταλλον; (11)

Δεν είναι ίσως η πρώτη και η κυρία πρόξενος τόσων φοβερών πλημμελημάτων ο χρυσός; (12) Δεν πωλείται η τιμή ίσως δια του χρυσού; Δεν αγοράζεται ίσως η αξιότης δι’ αυτού; Δεν κλαίει, τέλος πάντων, το ανθρώπινον γένος εξ αιτίας του; Εν ενί λόγω δεν είναι πρόξενος της πολιτικής ανυποφόρου ανομοιότητος και των εξ αυτής προερχομένων μυρίων κακών; Φευ! Βαβαί!…

Τώρα λοιπόν, όπου ετελείωσεν και ο διάλογος του εναντίου, τι μέλλει να ειπή ο αναγνώστης; Ο αναγνώστης ας αποφασίση, όπως του φανή ευλογώτερον. Μία καλή διοίκησις όμως ημπορεί να διορθώση την κατάχρησιν των πλούτων, και αν δεν ημπορέση να εξαλείψη όλα τα ειρημένα κακά, όπου προξενεί η υπόληψις του χρυσού, καν θέλει τα μετριάσει, επειδή, αγαπητοί μου, κάθε δύναμις σκιώδης και ψευδής, όσον περισσότεραν ενέργειαν έχει εις την αρχήν της, τόσον περισσότερον καταφρονείται εις το τέλος, και αφού γνωρισθή. Αλλ’ αυτό είναι επιχείρημα μεγάλου ανδρός, διότι ο καλός νομοδότης φέρεται προς τον λαόν, ως άριστος τις ιατρός προς τον άρρωστον. Και καθώς ετούτος, πριν δώση το ιατρικόν, εξετάζει πρώτον την κράσιν του ασθενούντος, ωσάν όπου πολλάκις το ιδίον ιατρικόν, όπου ιατρεύει ένα, ημπορεί να βλάψη άλλον, ούτως και ο νομοδότης, αφού εξετάση τα ήθη και έθη ενός γένους και το κλίμα της κατοικίας του, τότε δίδει αναλόγους τους νόμους, επειδή την σήμερον εις μερικά γένη ο χρυσός είναι αναγκαιότατος, και ενταυτώ εις άλλα, όχι μόνον άχρηστος, αλλά και επιζήμιος. (13)

Δεν ήτον βέβαια ετούτος ο τόπος να ομιλήσω δια αυτών, επειδή περί τοιούτων θεμάτων ή πρέπει τινάς να ομιλή διεξοδικά, ή με τελειότητα, ωσάν όπου η συντομία αποβάλλει τας αναγκαίας αποδείξεις. Πλην εγώ, αν έσφαλα εις τούτο, νομίζω να είμαι συμπαθισμένος, με το να γράφω, όχι δια εκείνους των οποίων πρέπει να ειπή τινάς όλα και διεξοδικώς, αλλά προς ανθρώπους, οίτινες γνωρίζουσι την αλήθειαν, και είμαι βέβαιος ότι μαζί μου θέλουσι φωνάξει: «Ε! ας εξαλειφθούν, όποιαι και αν είναι, αι αιτίαι των δυστυχιών της ανθρωπότητος».

Υποσημείωσεις:

1) Αι βασιλεύουσαι των νυν δυναστειών όλης της γης, και αι εμπορικαί πόλεις, δια μέσου του χρυσίου, και του αλλεπαλλήλου παντοτινού δανείσματος, δεν ξεχωρίζονται πλέον ανάμεσόν των, επειδή όσα είδη εκφέρει η Αίγυπτος, ευρίσκονται εις την Αμερικήν, και όσα η Γαλλία τεχνεύεται, πωλώνται εις την Πετρούπολιν και καθεξής.

2) Ο Α. επί παραδείγματι είχεν εν χωράφιον και ο Β. εκατόν πρόβατα. Όθεν, ο ένας άλλαζεν μέρος σιταρίου με μέρος μαλλίου του άλλου και έζουν αμφότεροι ευχαριστημένοι. Έπειτα ηθέλησαν να δώσουν μίαν ιδεαστικήν τιμήν αυτών των δύο ειδών, και είπον, το εν κιλόν σιτάρι να αξίζει ως δύο, και το μαλλί ενός προβάτου ως τρία. Έπειτα έδωσαν την ύπαρξιν αυτών των δύο και των τριών με τόσας μεταλλένιας μονάδας. Τότε ο Γ. όπου και αυτός έσκαπτε το χωράφιόν του, δια να αποκτήση το σιτάρι, βλέποντας ότι ημπορούσε να δώση μονάδας και να λάβη σιτάρι, του εφάνη ευκολώτερον να πλάση από αυτάς παρά να σκάψη. Ο Δ. όπου δεν ήθελεν ούτε να σκάψη, ούτε να ζητήση το μέταλλον, επιτηδεύθη να εφεύρη εν είδος καινούργιον, και αφού το ετελείωσεν, ήρεσεν του Ε. όπου είχεν πολλάς μονάδας, και ευθύς τας άλλαξεν μ’ εκείνο. Ιδού λοιπόν πως ήρχισεν να πληθύνουν τα μη αναγκαία πράγματα, το οποίον έπρεπε να ακολουθήση εξ ανάγκης, επειδή το περισσότερον σιτάρι, παραδείγματος χάριν, δεν ήτον αναγκαίον εις κανένα, ώσαν όπου ο άνθρωπος δεν τρώγει, αφού χορτάση· αλλ’ αι μονάδες ηύξησαν εις άκρον. Όθεν έπρεπε να αγοράσουν και άλλα είδη, εκτός των προς το ζην αναγκαίων, καθώς ηκολούθησεν· και την σήμερον είναι περισσότερα τα μη αναγκαία είδη, όπου μεταχειρίζονται οι άνθρωποι, παρά αι πολιτείαι όλης της γης.

3) Οι άνθρωποι, ως επί το πλείστον, ευχαριστούνται περισσότερον να ακούωσι πράγματα ιδεαστικά, παρά αληθή, ωσάν όπου τα μη αληθή μεν επιδέχονται κάθε αύξησιν και ελάττωσιν, όπου ο καθείς ήθελε τους δώσει κατά την αρέσκείαν του, τα δε αληθή δεν ημπορεί να τα νομίση αλλέως, ειμή καθώς είναι. Όθεν, και γενικώς μία αλήθεια προξενεί ολιγότερον κρότον, παρά εν ψεύμα, όταν πιστεύεται ως μία αλήθεια, καθώς βλέπομεν να ηκολούθησεν εις την εφεύρεσιν του χρυσού.

4) Το εμπόριον αποδεικνύει φανερώς την ιδεαστικήν υπόληψιν των χρημάτων με την εφεύρεσιν των αριθμητικών χαρτίων, δια μέσου των οποίων με μίαν κονδυλίαν μελάνι ημπορεί τινάς να μετρήση όλα τα πλούτη της γης. Πολλά με λυπεί, όπου αι περιστάσεις δεν μου το συγχωρούσι να ομιλήσω τι περί εμπορίου. Ίσως άλλος τις εκπληρώση την επιθυμίαν μου. Ο νέος Σοφοκλής της Ιταλίας, εις εν σατιρικόν του εγχειρίδιον ομιλώντας περί του εμπορίου και πραγματευτών, κατά πολλά νουνεχώς τε και αστείως λέγει:

»Questi in cifre numeriche si alteri,
»Ad onta nostra, dall’ Eta future
»Faran chiamarci, i popoli de’ zeri
Vitt. Alfieri

5) Πρώτον δηλαδή έλεγεν τινάς εν κιλόν σιτάρι αξίζει τρεις μονάδας χρυσίου. Ύστερα απ’ ολίγον είπεν ότι και μία αρετή αξίζει δέκα μονάδας, και τέλος πάντων τώρα, ή λέγομεν, ή υπονοείται αφ’ εαυτού του, ότι τρεις μονάδες χρυσίου αξίζουν εν κιλόν σιτάρι, και δέκα μονάδες αξίζουν μίαν αρετήν, ώστε όπου δια να αποκτήση τινάς πολλάς αρετάς, άλλο δεν του χρειάζεται, ειμή να έχη πολλάς μονάδας χρυσίου.

6) Η Αφρική κάθε χρόνον θυσιάζει πλήθος ανθρώπων, όπου η αχόρταγος λύσσα των υπερηφάνων Βρεττανών και άλλων αρπάζει και πέμπει εις την Αμερικήν, δια να σκάπτουν και να εβγάζουν αυτά τα μέταλλα από τα βαθύτατα εντόσθια της γης. Οι ταλαίπωροι, όταν ελευθερωθούν από τον θάνατον δέκα από τους εκατόν εις ένα χρόνον, νομίζονται κατά πολλά ευτυχείς. Τόσον μεγάλους κόπους, ραβδίσματα, φόνους και πείναν υποφέρουν. Μάλιστα, πολλάκις ευρισκόμενοι εις τα βάθη της γης, κρεμνίζεται το χώμα και θάπτει ζωντανούς πολλά εκατοντάδας.

7) Είναι πασίδηλον πόσον νομίζονται αξιώτεροι οι ανάξιοι πλούσιοι από τους αξιωτάτους πτωχούς.

8) Η πολυτέλεια εδίδαξεν όποιον είχεν πολλάς μονάδας, όχι μόνον να μη δουλεύη πλέον την γην και να μην φυλάττη τα πρόβατα, αλλ’ ούτε να κοιμάται, χωρίς να του ετοιμάσουν την κοίτην, ούτε να τρώγη, χωρίς να του ετοιμάσουν το φαγί και τα εξής. Ο δε μη έχων μονάδας, δια να αποκτήση, ηναγκάσθη να υπάγη εις δούλευσιν του έχοντος.

9) Η πτώχεια, φευ, εκνευρώνει και αδυνατίζει τας πλέον σταθεράς και ηρωικάς ψυχάς, πόσον μάλλον τους απλούς και αθώους νυν Έλληνας, όπου την υποφέρουσι. Ένας πατήρ, δέκα τέκνων, μην έχων την αναγκαίαν κυβέρνησιν, που δύναται, ή που του μένει καιρός να στοχασθή δια το μέλλον καλόν, όταν τα τέκνα του παντοτινά του ζητούσι τον επιούσιον άρτον;

10) Ω, πόσον άξιον γέλωτος θέαμα ήθελεν σταθή, αν καθ’ υπόθεσιν ήρχετο μία γενική θέλησις των όσων δεν έχουν χρυσάφι, να σηκώσουν την υπόληψιν από αυτό δι’ ολίγον καιρόν! Ω, της ταλαιπωρίας των πλουσίων! Πόσοι από αυτούς ήθελον μείνει πάντοτε εις το κρεβάτι, μην έχοντας τον δούλον, η την δούλην να τους σηκώση! Πόσοι ήθελον κατακοπρισθή επάνω των, μην ηξεύροντες πώς να λύσουν τα δεσίματα των φορεμάτων των! Πόσοι ήθελον σκωληκιάσει καθήμενοι, μην ηξεύροντες να περιπατήσουν! Πόσοι άλλοι ήθελον μείνει γυμνοί μην ηξεύροντες πώς να ενδυθώσι! Και αναμφιβόλως ήθελον απεθάνει οι περισσότεροι από πείναν, μην έχοντες ποίον να τους μαγειρεύση. Ω, πράγμα γελειώδες, όπου ήθελεν σταθή! Ανθρωπότης, ανθρωπότης, έως πότε να μην βλέπης με τα ομμάτια ανοικτά!

11) Οι γέροντες εύχονται και λέγουσι των νέων: «Προσπάθησε, τέκνον μου, να γίνης άνθρωπος», εννοούντες, να αποκτήση χρήματα. Και πάλιν λέγουσι: «Ο δείνας προ τριών χρόνων δεν ήτον τίποτες, τώρα έγινεν άνθρωπος», δηλαδή απόκτησε χρυσάφι, εις τρόπον, όπου οι μη έχοντες χρυσίον, δεν νομίζονται παρ’ αυτών άνθρωποι.

12) Οι μη έχοντες χρυσίον προσπαθούσι να απολαύσωσι, και μη δυνάμενοι να επιτύχουσι του σκοπού των ταχέως δια της ορθής οδού, ποίος γίνεται φονεύς, ποίος προδότης και σχεδόν όλοι κόλακες και κλέπται.

13) Αγκαλά και κοινώς μία ψευδής δύναμις να μην ωφελή, μ’ ‘ολον τούτο η συνήθεια πολλάκις κατασταίνει αναγκαία τα πλέον άχρηστα πράγματα. Εκείνοι, όμως, όπου ευτυχούσι δια των χρημάτων, ως προς τους λοιπούς, όπου δυστυχούσι, είναι ως η γη μας προς το παν. Τα χρήματα, τέλος πάντων, ημπορούν να παρομοιασθούν εις μίας ράβδον, αι δε νυν δυναστείαι εις τόσους ποδαλγούς. Και, καθώς ετούτοι βαδίζουσιν οπωσούν με την βοήθειαν των βακτηρίων, ούτως και τα νυν βασίλεια, ως διοικήσεις ατελείς και κακώς κυβερνημέναι, μόλις βαστώνται δια μέσου των χρημάτων. Αλλ’ ανίσως ο ποδαλγός ιατρευθή, δεν έχει πλέον χρειάν από ράβδον, δια να ακουμβήση· ούτως και αι διοικήσεις, όταν διορθωθούν, δεν θέλουν έχει πλέον χρείαν από χρήματα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!