«Είμαστε σε πόλεμο με την Ρωσία λόγω Ουκρανίας», δήλωνε τον Σεπτέμβριο ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. Σύσσωμη η πολιτική και η οικονομική ελίτ της χώρας μας, επιδιώκει την ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή μας στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. Τα συστημικά πολιτικά κόμματα, συνυπογράφουν ότι αποφασίσουν οι Βρυξέλλες και εφαρμόζουν πιστά ότι προστάξει ο πρέσβης των ΗΠΑ ή οι υπάλληλοι του ΝΑΤΟ. Κανείς δεν αναρωτιέται ποιο είναι το συμφέρον της Ελλάδας από μια τέτοια επιλογή. Είμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας άλλωστε.

Η απόφαση να εμπλακούμε ενεργά στον πόλεμο, συμμετέχοντας άκριτα στις κυρώσεις εναντίων της Ρωσίας και στέλνοντας οπλικά συστήματα στο Κίεβο, κατ’ εντολή του ΝΑΤΟ, αποτελούν αποφάσεις που δρουν εις βάρος της ισχύος και της κυριαρχίας της χώρας μας.

Χαρακτηριστικότερη περίπτωση η απόσυρση των (σοβιετικής προέλευσης) αρμάτων BMP-1, προς ενίσχυση του ουκρανικού στρατού, και η αντικατάσταση τους από τα γερμανικά Marder, που θα εγκατασταθούν όμως όχι στα νησιά του Αιγαίου απ’ όπου έφυγαν τα BMP1 αλλά στον Έβρο. Ο δια της ολισθήσεως αυτός «αφοπλισμός» των ελληνικών νησιών, συντονίζεται με την τουρκική απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών αλλά και με μια σειρά «λεκτικά ατοπήματα» της ελληνικής ηγεσίας όπως η πρόσφατη πρωτοφανής δήλωση του Κ. Μητσοτάκη πώς «κακά τα ψέματα, κανείς πουθενά δεν πιστεύει ότι η Τουρκία κινδυνεύει από τα ελληνικά νησιά».

Την ίδια στιγμή πληθαίνουν τα ταξίδια εκπροσώπων του ελληνικής πολιτείας, στο Κίεβο, τα οποία πέρα από τη συμβολική, έχουν και την πρακτική σημασία τους, καθώς δεσμεύουν τη χώρα μας για περαιτέρω στρατιωτική και διπλωματική στήριξη προς την Ουκρανία. Χαρακτηριστική η δήλωση της ΠτΔ, Α. Σακελλαροπούλου, προς τον Β. Ζελένσκι, πως «η ελληνική υποστήριξη προς την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας θα εξακολουθήσει “για όσο χρόνο χρειαστεί»”, κατά το πρόσφατο ταξίδι της στην Ουκρανία από κοινού με τον Έλληνα υπ. Άμυνας Ν. Παναγιωτόπουλο. Η δραστήρια αυτή εμπλοκή θα ήταν κατανοητή (και απαραίτητη) αν γινόταν για την υποστήριξη των Ελλήνων της Ουκρανίας, που αφέθηκαν μόνοι εν μέσω των πολεμικών συμπληγάδων, αντιθέτως είναι ακατανόητη (και εθνικά επιζήμια) όταν γίνεται ως εξυπηρέτηση στα συμφέροντα του ΝΑΤΟ.

Οι εξυπηρετήσεις της χώρας μας προς το ΝΑΤΟ δεν σταματάνε απλά στην αποστολή πολεμικού υλικού, αλλά εμπλέκουν άμεσα και ελληνικό έδαφος

Οι εξυπηρετήσεις όμως προς το ΝΑΤΟ δεν σταματάνε απλά στην αποστολή πολεμικού υλικού, αλλά εμπλέκουν άμεσα και ελληνικό έδαφος. Η πλήρης παράδοση της Αλεξανδρούπολης στου Αμερικάνους, και η μετατροπή του λιμανιού της πόλης σε αμερικανοΝΑΤΟϊκή βάση, για τη μεταφορά οπλισμού και προσωπικού στην Ανατολική Ευρώπη, και για τον έλεγχο του περάσματος προς τη Μ. Θάλασσα, αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη παραχώρηση στου «συμμάχους» μας, που μετατρέπει την τόσο ευαίσθητη για την εθνική ασφάλεια, πόλη του Έβρου, σε ενεργό στόχο σε περίπτωση διεθνοποίησης του πολέμου.

Παρ’ όλα αυτά, η ΝΑΤΟϊκή πολεμική μηχανή δεν φαίνεται να αρκείται σε όσα μέχρι τώρα λαμβάνει από τη χώρα μας. Σε τηλεφωνική επικοινωνία του Έλληνα πρωθυπουργού με τον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Α. Μπλίνκεν, συζητήθηκε η ανάγκη να υπάρχει «ηρεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Αιγαίο» και «στενότερος συντονισμός, του ΝΑΤΟ, για να παρασχεθεί βοήθεια στην Ουκρανία προκειμένου να αμυνθεί στον πόλεμο με την Ρωσία». Στο ίδιο μήκος κύματος και η Ε.Ε., που προ ημερών, με απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου (με τις ψήφους και Ελλήνων ευρωβουλευτών Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ) κάλεσε τα κράτη μέλη της να ενισχύσουν τη στρατιωτική εμπλοκή και την κλιμάκωση του πολέμου.

Όλα τα παραπάνω σε μια στιγμή που όλο και περισσότεροι ανησυχούν για τον πόλεμο και δυσφορούν για τη ΝΑΤΟφροσύνη που επιδεικνύει η πολιτική ελίτ της χώρας μας, θεωρώντας επιζήμια την εμπλοκή μας σε αυτό. Σε μια στιγμή που οι επιπτώσεις της «πολεμικής οικονομίας», αρχίζουν να φαίνονται στην καθημερινότητα πολιτών των χωρών της Ευρώπης, αυξάνοντας τη δυσφορία προς το πολιτικό προσωπικό για την υποδαύλιση του πολέμου και την ευρωατλαντικής έμπνευσης πολιτική των κυρώσεων και της ανοιχτής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Σε μια στιγμή που κραυγάζει η απουσία μιας εναλλακτικής στάσης, που θα διεκδικούσε την ουδετερότητα από τα στρατόπεδα της Δύσης και της Ευρασίας, και θα αγωνιζόταν για να τερματιστεί και όχι να επεκταθεί ο πόλεμος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!