του Αθανάσιου Μπόικου

Πλησιάζουν οι μέρες της «επετείου» επιβολής της χούντας, της «ενδόξου επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967», που «έσωσε την χώραν από τους όνυχας των αναρχοκομμουνιστών και προέβη εις την αναμόρφωσιν του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων».

Δε θα σας πω τα γενικώς γνωστά. Θα πω τι θυμάμαι εγώ, με τα μάτια και τ’ αυτιά του τότε και με κάποιες μικρές παρατηρήσεις με τη ματιά του τώρα.

Θυμάμαι τις απουσίες εκκλησιασμού που έμπαιναν στον έλεγχο του εξατάξιου τότε γυμνασίου και το βαρύ ξύπνημα της Κυριακής. Μια μέρα είχαμε σαν παιδιά να κοιμηθούμε λίγο παραπάνω, μάς τη χαλούσαν κι αυτή (μάθημα και το Σάββατο).

Θυμάμαι πώς μας «έσπρωχναν» στο κατηχητικό• και κάποιους καθηγητές να μας βαθμολογούν αναλόγως, π.χ. αν δε χτυπούσες κάρτα στα κηρύγματα, σου κόβανε βαθμό από τα μαθηματικά. Διαστροφή!

Θυμάμαι κάποιους δραστήριους γυμναστές να μας παροτρύνουν να «γραφτούμε» στους Άλκιμους, που ήταν κάτι σαν πρόσκοποι της χούντας με στολές, παρελάσεις και εμβατήρια. Για να μη μπλέξουμε, εμείς οι νέοι, «με κακές παρέες και πέσουμε σε άσχημες επιρροές», όπως μας τόνιζαν. «Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγησις» στρατιωτικού τύπου.

Οι περισσότεροι όμως μπλέξαμε με «κακές παρέες» στη συνέχεια.

Θυμάμαι τον «Ύμνο της 21ης Απριλίου», που άρχιζε έτσι:

«Μέσα στ’ Απρίλη τη γιορτή το μέλλον χτίζει η νιότη,
αγκαλιασμένη δυνατή, μ’ εργάτη, αγρότη, φοιτητή
και πρώτο το στρατιώτη»

Αυτό το «πρώτο το στρατιώτη» τονιζόταν ιδιαίτερα στον ύμνο, για να μη μένει καμία αμφιβολία ποιος κάνει κουμάντο. Μας είχαν ζαλίσει στο σχολείο με αυτό το «άσμα ασμάτων». Τον ψάρεψα πριν ένα χρόνο στο youtube:
https://www.youtube.com/watch?v=HLKB-yQtCZY&t=29s

Θυμάμαι τη ραδιοφωνική διαφήμιση του Προ-Πο, όπου το:
«Προ-Πο μοιράζει πάντα κέρδη
το Προ-Πό δίνει σίγουρα λεφτά
Σάββατο δίνεις ένα ταληράκι [δραχμές]
και τη Δευτέρα πλούσιος ξυπνάς»

(Το τραγούδι αυτό το ανακάλεσα στη μνήμη κάποια χρόνια αργότερα. Ήταν ο μουσικός σκοπός από τον Ύμνο του ΕΑΜ, η γνωστή σοβιετική «Κατιούσα»!)

Κάποιος γνωστός του πατέρα μου είχε περάσει μια φορά από το σπίτι. Τη στιγμή που έμπαινε έπαιζε στο ραδιόφωνο η διαφήμιση. «Αυτό το τραγούδι είναι κομμουνιστικό» παρατήρησε. Ο πατέρας μου μάλλον συμφώνησε. Κι εγώ έβγαλα το συμπέρασμα ότι, αφού στο ράδιο παίζουν και κομμουνιστικά τραγούδια, αυτό σημαίνει πως έχουμε δημοκρατία. Φωστήρας, ο μικρός!

Θυμάμαι τη ραδιοφωνική εκπομπή «Στον Ιστό της Αράχνης», όπου περιγραφόταν με στόμφο και αντίστοιχη μουσική υπόκρουση «ιστορίες ανθρώπων που πιάστηκαν στον ιστό της αράχνης, που τους υπνώτισε και τους αφάνισε… μ’ ένα θάνατο αργό, φριχτό, απαίσιο», όπως έλεγε το τρέιλερ. Αράχνη ήταν η Σοβιετική Ένωση και η Κα Γκε Μπε, που είχαν απλώσει το θανατερό τους κατασκεύασμα σε όλες τις χώρες του σιδηρού παραπετάσματος. Ευτυχώς, η Ελλάδα είχε καταφέρει να γλιτώσει και κρατούσε ψηλά τη σημαία της ελευθερίας! Χρειαζόταν όμως διαρκής επαγρύπνηση για να τη διατηρήσουμε!

Θυμάμαι τους καθηγητές να μας κάνουν συστάσεις για το μήκος των μαλλιών. «Κόφτε τα», πρόσταζαν κοφτά. Χρυσές δουλειές έκαναν τότε τα κουρεία. Εκτός από το μακρύ μαλλί, μόδα ήταν και το παντελόνι «καμπάνα» (στενό στο πάνω μέρος και φαρδύ κάτω). Βγήκαν και οδηγίες για το επιτρεπόμενο φάρδος της καμπάνας. Ήταν κι ένας «πειραγμένος» καθηγητής που είχε μεζούρα στην τσέπη και μετρούσε! Σε όποιους δε συμμάζευαν το φάρδος της «καμπάνας», έπεφταν άλλες «καμπάνες».

***

Θυμάμαι τα «Επίκαιρα» στα σινεμά. Πριν αρχίσει η ταινία, προβάλλονταν ειδήσεις με όλα τα επιτεύγματα και μεγαλεία της «εθνικής κυβερνήσεως». Ήμασταν μια παρέα «φαν» του Παττακού. Κάθε φορά που εμφανιζόταν στην οθόνη –δηλαδή συνέχεια– χειροκροτούσαμε, σαν να βλέπαμε κωμική ελληνική ταινία. Είχε κάτι στο ύφος του που σε προδιέθετε. Κι ο Παπαδόπουλος είχε κάτι στο βλέμμα, μα ήταν αλλόκοτο και δε σε άφηνε να τον «ερωτευτείς».

[Για τον Παττακό, δείτε το εξής βιντεάκι στο youtube, με συνέντευξή του εν πτήσει: https://www.youtube.com/watch?v=rbXYCDtiNO4. Θέτει και απαντά στο ερώτημα γιατί ο Έλληνας είναι «λίγο πιο περίεργος» από τους άλλους ανθρώπους. Απόλαυση … σε 1 λεπτό και 16 δεύτερα μόνο!]

Κυκλοφορούσε και ένα ανέκδοτο με πρωταγωνιστή τον Παττακό, σε κλειστούς κύκλους, εννοείται. Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ο Παττακός, είχε ανοίξει, λέγανε, γραφείο παραπόνων, όπου κάθε Έλλην μπορούσε να απευθυνθεί και αν το αίτημά του ήταν λογικό και δεν ξέφευγε στα όρια της ασυδοσίας, θα εύρισκε το δίκιο του [κάτι σαν το σημερινό «μαγαζί» του Φλαμπουράρη, ας πούμε].

Γρήγορα όμως ο Παττακός απηύδησε, διότι όλοι σχεδόν οι προσερχόμενοι κάποιο ρουσφέτι ζητούσαν. Ένας μάλιστα του ζήτησε να πιάσει δεκατρία στο Προ-Πο, ο αθεόφοβος!

Σαλταρισμένος ο «μεγάλος» τον έδιωξε με τις κλοτσιές φωνάζοντας: «Πάρε τώρα τα τρία» [χούφτες ανάμεσα στα σκέλια] «κι έλα σε μια βδομάδα να πάρεις και τα υπόλοιπα δέκα» [μούντζες και με τα δυο χέρια]. Ήταν ένα από τα σκληρά περιστατικά.

Μπαίνει μια μέρα κι ένας συνεσταλμένος νέος, που ντρεπόταν να πει τι ήθελε. Ο Παττακός τον ενθαρρύνει και αυτός ξεφουρνίζει τελικά ότι έχασε σε ατύχημα τους όρχεις του και θέλει νέους για να κάνει παιδιά και να τα μεγαλώσει με «Θρησκεία-Οικογένεια-Ελλάδα».

«Το αίτημά σας θα ικανοποιηθεί ανυπερθέτως. Θα ειδοποιηθείτε εντός των προσεχών ημερών δια την χειρουργικήν επέμβασιν» του απαντά ο Αντιπρόεδρος και ο αιτών εξέρχεται καταχαρούμενος. Ο γραμματέας που κρατούσε πρακτικά εκφράζει την απορία του: «Μα, κύριε Αντιπρόεδρε, μπορούμε να του προσθέσουμε όρχεις λειτουργικούς;»

«Γράφτονε, παιδί μου, θα τα πάρει», του απαντά εκείνος συμπληρώνοντας: «μήπως και οι άλλοι μια από τα ίδια δε θα πάρουν»!

[Δεν κατάφερα να διακριβώσω αν λειτουργούσε πράγματι τέτοιο γραφείο, το ανέκδοτο όμως κυκλοφορούσε και έκανε θραύση, περιγράφοντας πάμπολλα περιστατικά μεταξύ Παττακού και «παραπονεμένων» Ελλήνων]

***

Θυμάμαι και μικτά αποσπάσματα (καθηγητάδες και χωροφυλάκοι) να μπουκάρουν στα σινεμά της πόλης στο διάλειμμα της ταινίας, για να συλλάβουν επ’ αυτοφώρω όσους παρακολουθούσαμε «ακατάλληλες δι’ ανηλίκους» ταινίες. Γουέστερν σπαγγέτι, αστυνομικές και κάποιες σοφτ «τσόντες» (πορνό, ας πούμε). Ακόμη και να κοιτάζουμε τις διαφημιστικές φωτογραφίες της ταινίας στις προθήκες των κινηματογράφων ήταν επιλήψιμο. Μια φορά ένας συμμαθητής μας έφαγε επίπληξη μετά την πρωινή προσευχή γιατί, λέει, χάζευε «άσεμνες φωτογραφίες». Θα ‘τρωγε και αποβολή, ευτυχώς τον υπερασπίστηκε ένας καθηγητής. Είπε στο γυμνασιάρχη πως δε φταίει το παιδί αλλά ο σινεματζής που μοστράρει τις φωτογραφίες στο πεζοδρόμιο.

(Στις «τσόντες» οι φωτογραφίες έδειχναν γυμνό γυναικείο σώμα, αλλά από τον αφαλό και πάνω, ενώ οι θηλές του στήθους ήταν μουντζουρωμένες με χοντρό μαύρο μαρκαδόρο φαρδιά πλατιά. Αν όμως ο «λογοκριτής» ήταν μερακλής και με καλλιτεχνικές ανησυχίες, δεν τις μουντζούρωνε• τις κάλυπτε συνήθως με πολύχρωμα γυαλιστερά αστεράκια. Μέρες δόξας για τα φτωχά μας τα ματάκια. Τα εκπαιδεύσαμε να βλέπουν και αυτό που δε φαινόταν. Βλέμμα που τρυπάει ντουβάρι, σαν του σούπερμαν!)

Θυμάμαι τα τραγούδια που ακούγαμε σ’ ένα μικρό φορητό πικ-απ του φίλου μας Κώστα. Ροκάς αυτός, Deep Purple, Rolling Stones, Nοστράδαμος, το «Venus» των Shocking Blue («το κορίτσι του Μάη» ελληνιστί), Πασχάλη και ένα δίσκο με «ιταλικές επιτυχίες». Τα πάρτι με βερμούτ, φιστίκια και στραγάλια. Μια φορά ήρθαν τέσσερις φιλενάδες, τα’ αγόρια ήμασταν έξι. Στο σαλόνι καθίσαμε η μια παρέα απέναντι στην άλλη, με μια παρατεταμένη σιγή αμηχανίας να δυναστεύει το χώρο. Λες και περιμέναμε την προξενήτρα να μας λύσει τη γλώσσα!

Θυμάμαι, ήμασταν στριμωγμένοι καμιά εικοσαριά άτομα στο σαλονάκι ενός γείτονα που είχε τηλεόραση, τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Γουέμπλεϊ να παίζει με τον Άγιαξ. Κι ένας γείτονας, αρκετά χρόνια μεγαλύτερος από μας, να μας διαβεβαιώνει πως η Ελλάδα θα κατακτήσει και άλλα τρόπαια με Παπαδόπουλο-Παττακό στο τιμόνι.

Είχαμε χάσει από τον Άγιαξ, αλλά το γεγονός και μόνο ότι φτάσαμε στον τελικό Ευρώπης ήταν άθλος. [Τότε όπως και τώρα οι πολιτικοί υπάλληλοι που «κυβερνούν» ψάχνουν απεγνωσμένα κανένα αθλητικό τρόπαιο για να πουλήσουν το παραμύθι τους]

Θυμάμαι έναν τύπο στη γειτονιά, χουντικό βαριάς κοπής και μοναχικό μερακλή στα ούζα. Έστρωνε τα μεζεδάκια του σ’ ένα τραπεζάκι στην αυλή και ξεκινούσε να πίνει «γιαβάς-γιαβάς» (σιγά-σιγά), όπως έλεγε πως πρέπει να πίνεται το ούζο. Όταν φτιαχνόταν για τα καλά άρχιζε να φωνάζει : «Σαράντα χρόνια θα κρατήσ’ η χούντα … πάρτε το χαμπάρι, ρε κουμμούνια». Κι όπως το φώναζε τσάκιζε κοπανώντας καταγής κανένα παλιοκάσονο.

Τελειώνοντας το «γλέντι», ήρεμος και ικανοποιημένος που είχε κοπανήσει το κομμούνι σαν χταπόδι στο βράχο, φώναζε τη γυναίκα του να μαζέψει τα σπασμένα σανίδια «για προσανάμματα». Είχε κάτι το τελετουργικό η όλη φάση.

***

Θυμάμαι το συγχωρεμένο τον πατέρα μου, δεξιό καραμανλικό αλλά όχι από τους ενεργούς, να μας ορμηνεύει, εμένα και τον αδερφό μου, να μη μπλέξουμε «με κόμματα και με αληταράδες». «Άκου-Βλέπε-Σώπα», ήταν το αγαπημένο του τρίπτυχο.

Είχε κι ένα κολλητό οικοδόμο ο πατέρας μου, που ήταν παπανδρεϊκός. Πλακώνονταν οι δυο τους καμιά φορά στα ούζα και άνοιγε κουβέντα «για τα πολιτικά» ο κυρ-Τάσος, έτσι τον έλεγαν. Τι κουβέντα δηλαδή, με το ξεκίνημα άρχιζε τα μπινελίκια για τους χουντικούς, ενώ ο πατέρας μου, φανερά ζορισμένος, τον εκλιπαρούσε να πάψει ή τουλάχιστον να μη φωνάζει, για να μη «μας ακούσουν». Ρωτούσα τότε τη μάνα μου ποιοι θα μας ακούσουν κι αυτή μάς έκοβε τη φόρα: «άντε τώρα, πάτε να παίξτε… δεν είναι δικιά σας δουλειά αυτά».

Θυμάμαι και τον Παπαδόπουλο, μεγάλο χορευταρά, να ρίχνει τσάμικα στα στρατόπεδα. Τον έδειχνε στην ΥΕΝΕΔ, την ολοκαίνουρια τότε τηλεόραση του στρατού. Κάθε Πάσχα πήγαινε σε κάποιο στρατόπεδο για να γλεντήσει με τους «άνδρας των ενόπλων δυνάμεών μας». Μια φορά με το κόκκινο αυγό στο χέρι τσούγκριζε με τους φαντάρους που κάθονταν κλαρίνο μπροστά του. Ένας φαντάρος του σπάει το αυγό και ο «Πρόεδρος της Κυβερνήσεως» παρατηρεί «χαριτολογώντας» για το γερό αυγό του φαντάρου με το γνωστό στρατιωτικό του ύφος και το σαρδόνιο χαμόγελο: «Δεν πιστεύω να είναι ξύλινο, γιατί θα σε βγάλω στην αναφορά». Μα ο φαντάρος δεν είχε ντιπ αίσθηση του συνταγματαρχικού χιούμορ. Στήλη άλατος έμεινε ο καημένος. (Να σπάσει το αυγό του Παπαδόπουλου• ιεροσυλία!)

Εδώ να εκφράσω τις ευχαριστίες στη μεγάλη μορφή της δημοτικής μας μουσικής παράδοσης, τη συχωρεμένη Δόμνα Σαμίου. Παιδί της πόλης καθώς ήμουνα, δε είχα ιδιαίτερη σχέση με το είδος. Ήρθε καπάκι και ο Παπαδόπουλος με τα τσάμικα και έδεσε τα πράμα. Κάθε κλαρίνο και δημοτικό τραγούδι το είχα(με) συνδέσει με τη χουντικές μουσικές επιλογές και τον τρόπο που εκφράζονταν. Αυτό συνέβη κατά το ’72 με ’73.

Προς το τέλος της χούντας πρέπει να ήταν, ίσως και λίγο μετά, που είδα για πρώτη φορά τη Σαμίου στην τηλεόραση να μιλά με πάθος και έρωτα για το δημοτικό μας τραγούδι. Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ, σκέφτηκα. Τα δημοτικά μας τραγούδια δεν ήταν η άνοστη μπαγιάτικη χουντική σαλάτα που μας σέρβιρε η ΥΕΝΕΔ. Άνοιξαν τα μάτια μου, άνοιξαν σιγά-σιγά και νέοι μουσικοί δρόμοι.

Της αφιερώνω το δικό της «Πονεμένο στήθος», για τον καημό του ανεκπλήρωτου έρωτα και του χωρισμού. Δίνει και μια βασική «οδηγία χρήσης», μάλλον όμως εκ των υστέρων• στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα:

«η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη
θέλει λαγού περπατησιά κι αητού γρηγοροσύνη»
Σιγά σιγά και με το μαλακό στην αρχή, μα όταν έρθ’ η ώρα, «χτύπα» σαν αστραπή, αλλιώς σου ξέφυγε.

Τα σέβη μου, Απέθαντη Κυρά.
https://www.youtube.com/watch?v=CuHk6RudwRU

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!