Στο επίκεντρο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ελέω πετρελαίου. Του Πέτρου Αλ Αχμάρ

Όλα δείχνουν πως το Σουδάν μπήκε, και αυτό, με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες αραβικές χώρες, στο δρόμο της Άνοιξης και της δημοκρατίας με καθοριστική την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Όμως, αναμφίβολα, όσα προηγήθηκαν και έπονται των λαϊκών κινητοποιήσεων δεν περιορίζονται μόνο εντός των (μεταβαλλόμενων) συνόρων της χώρας.
Το Σουδάν επί πολλά χρόνια βρισκόταν στο στόχαστρο της Δύσης, αφού είχε δώσει στην Κίνα απεριόριστη πρόσβαση στο πετρέλαιο και τις σχετικές υποδομές του. Για αυτό, η Δύση, μέσω Τσαντ, ενίσχυε την εξέγερση στο Νταρφούρ, με το Χαρτούμ να απαντά με την άσκηση ασύμμετρης βίας εναντίον αμάχων, και με την ενίσχυση των ανταρτών εναντίον της κυβέρνησης του Τσαντ, τους οποίους μόνο οι γαλλικοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί το 2008 απέτρεψαν από τ ο να εισέλθουν στην πρωτεύουσα του νότιου αυτού γείτονα της Λιβύης.   
Η διεθνής απομόνωση του Σουδάν το οδήγησε στην υποχώρηση και την αναγνώριση του περυσινού δημοψηφίσματος για απόσχιση του Νότιου Σουδάν, το οποίο κατείχε τουλάχιστον το 70% του πετρελαίου της ενιαίας χώρας και κάλυπτε το 5% των ενεργειακών αναγκών της Κίνας.
Η Κίνα, σε αντίθεση με την ως τώρα πολιτική της μη αναγνώρισης αποσχιστικών κινήσεων, ελέω Ταϊβάν, έσπευσε να αναγνωρίσει το 55ο αυτό νεοπαγές αφρικανικό κράτος, ανακοινώνοντας, μάλιστα, προσφάτως, τη δανειοδότησή του με 8 δισ. δολάρια για έργα υποδομής, αλλά και να υπερψηφίσει με τις ΗΠΑ το ψήφισμα 2046 στον ΟΗΕ που καλεί στον τερματισμό της βίας από όλες τις πλευρές, δηλαδή και του συμμάχου της, του Σουδάν. Οι λόγοι ήταν προφανείς: στο Νότιο Σουδάν, δρουν πετρελαϊκές εταιρίες μόνο από τις «αδέσμευτες» χώρες Κίνα (40%-CNPC), Ινδία (25%-OGNC) και Μαλαισία (30%-Petronas) και παλιότερα το Σουδάν (5%-Sudapet), ενώ καραδοκεί η γαλλική Total, έτοιμη να κατασκευάσει αγωγό μέσω Ουγκάντας-Τανζανίας, στις οποίες είναι ήδη παρούσα.
Από την άλλη, η μεγάλη απώλεια πετρελαϊκών εσόδων, που συντελούσαν σε ανάπτυξη 7% κατά μέσο όρο την περασμένη δεκαετία, είχε συνέπειες τόσο στο εσωτερικό του Σουδάν, όσο και στις σχέσεις του με το Νότιο Σουδάν. Στο εσωτερικό, υιοθετήθηκαν αντιλαϊκές πολιτικές για την κάλυψη του ελλείμματος των 2,4 δισ. δολαρίων στον προϋπολογισμό.
Τα μέτρα ήταν δρακόντεια: η κατάργηση της επιδότησης στην τιμή της ζάχαρης και των καυσίμων τον Μάη έφερε πληθωρισμό 30,4%, αποδυνάμωσε το νόμισμα και αύξησε το κόστος εισαγωγών (κυρίως τροφίμων). Το καθεστώς αντέδρασε σπασμωδικά, επιβάλλοντας περιορισμό στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων, φορολογώντας το μεγάλο κεφάλαιο και καταναλωτικά αγαθά όπως τηλεπικοινωνίες και αυξάνοντας κατά 35% το κόστος των δημοσίων μεταφορών. Έτσι, απώλεσε τη στήριξη επιπλέον κοινωνικών στρωμάτων.
Επιπροσθέτως, επέβαλε βαρύτατους δασμούς στο πετρέλαιο του Νότιου Σουδάν που, ως ηπειρωτική χώρα, δεν είχε άλλο δρόμο εξαγωγής του πετρελαίου παρά μόνο μέσω των κινεζικών συμφερόντων αγωγών και των διυλιστηρίων του Σουδάν. Δεν ήταν τυχαία, επομένως, η πολεμική ένταση, τους τελευταίους μήνες με το Νότιο Σουδάν, η οποία, παραπλεύρως, αύξησε τις αμυντικές δαπάνες και ενέτεινε τη λαϊκή αγανάκτηση.
Τυχαίος όμως δεν ήταν ούτε ο «ειρηνευτικός» ρόλος της Κίνας στη διένεξη, και η σχετική υποβάθμιση των λαϊκών κινητοποιήσεων στα κινεζικά ΜΜΕ. Η Κίνα, φαίνεται, τηρεί στάση αναμονής, καθώς απώλεια του Σουδάν, παρά τη στρατιωτική της παρουσία, θα σημάνει ανάγκη δημιουργίας αγωγών που φτάνουν στο Λιμάνι Λαμού της αμερικανοκρατούμενης Κένυας.
Από την άλλη, η κυβέρνηση Μπασίρ χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε τη στήριξη της Κίνας, καθώς βλέπει το φιλικό της στρατόπεδο να θρυμματίζεται. Πρώτον, ο στρατός, μέχρι στιγμής, δεν έχει παρέμβει για την καταστολή των πανεθνικής κλίμακας κινητοποιήσεων. Έπειτα, η κρατική ασφάλεια (NISS) έχει από καιρό δείξει σημάδια αντίδρασης, εξού και η περυσινή αποπομπή του άλλοτε πανίσχυρου Saleh Gosh. Επιπροσθέτως, ο Μπασίρ έχασε τη στήριξη των ισλαμιστών, ενώ στο κόμμα του υπάρχουν πια ανταγωνιστικές φατρίες, όπως ο Νάφι Αλ Νάφι και ο Αλί Οσμάν Τάχα, παρ’ ότι ο τελευταίος επιτέθηκε στους διαδηλωτές, λέγοντας πως «οι Σουδανοί ζούσαν καλύτερα από όσο μπορούσαν» και πως «η τάση των Σουδανών να κάνουν μεγάλες οικογένειες όπου ένας εργάζεται και δέκα τρώνε από το εισόδημά του ευθύνεται για τη χαμηλή παραγωγή και τα εισοδήματα».
Παράλληλα, για πρώτη φορά φαίνεται πως η πολιτική αντιπολίτευση τηρεί ενιαία στάση. Πέραν του συνασπισμού των Δυνάμεων της Εθνικής Συνεννόησης, που περιλαμβάνουν το κόμμα «Ούμμα» («Έθνος») του πρώην πρωθυπουργού Σαντίκ Αλ Μάχντι και το Λαϊκό Κογκρέσο του Ισλαμιστή Χασάν Τουράμπι, το Νέο Δημοκρατικό Κίνημα αλλά και το Κ.Κ. Σουδάν καλούν τον κόσμο σε διαδηλώσεις. Από κοντά, τα ένοπλα κινήματα της χώρας ίδρυσαν τις Σουδανικές Επαναστατικές Δυνάμεις και καλούν και αυτές σε ανατροπή του Μπασίρ, του οποίου οι ημέρες φαίνεται πως είναι πια μετρημένες.
«Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται», γι’ αυτό και οι ΗΠΑ έσπευσαν να εκφράσουν τη συνήθη «βαθύτατη ανησυχία» τους και να καλέσουν «ανιδιοτελώς» τον Μπασίρ να σταματήσει την καταστολή των διαδηλώσεων, από κοινού με το λεφούσι των ΜΚΟ, από τις οποίες, μακροπρόθεσμα, ο σουδανικός λαός, ούτε δημοκρατία ούτε ανεξαρτησία έχει να κερδίσει.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!