του Δημήτρη Μπελαντή

Η φετινή τετραήμερη απαγόρευση των πολιτικών συναθροίσεων από τις 15 ως και τις 18 Νοεμβρίου, στηρίχθηκε σε μια απαγόρευση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής που είχε ως έρεισμα τη γενική απαγόρευση συγκεντρώσεων από την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 20.03.2020 για τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας (η τωρινή απαγόρευση συναθροίσεων σε ΦΕΚ 5046/Β’/14.11.2020). Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι για πολλά χρόνια και η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων και η συνταγματική θεωρία δεχόταν ότι δεν μπορεί η Αστυνομία, με βάση το άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος, να απαγορεύσει όλες αόριστα τις συγκεντρώσεις –στην επικράτεια ή και σε μια περιοχή ακόμη– ταυτόχρονα, πόσο μάλλον για μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, όπως είναι το τετραήμερο. Η απαγόρευση πρέπει να αφορά ορισμένη μόνο ή ορισμένες κατά τόπο και χρόνο συναθροίσεις αν προκύπτει σοβαρός κίνδυνος από αυτές για τη δημόσια ασφάλεια γενικά (δηλαδή οπουδήποτε) ή για τη διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε μια ορισμένη περιοχή, και όχι όλες τις συναθροίσεις (1). Στην τελευταία περίπτωση, έχουμε αναστολή και όχι απλό περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος, και, όσον αφορά το δικαίωμα αυτό ειδικότερα, ίσως και μορφή εκτροπής. Επιπλέον, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (όπως και ο νόμος που ψηφίζεται από τη Βουλή) δεν υπέρκειται του Συντάγματος ούτε η προστασία της δημόσιας υγείας συνεπάγεται άμεσα και αυτόματα κίνδυνο για τα παραπάνω αγαθά (δημόσια ασφάλεια, κοινωνικοοικονομική ζωή), που είναι ειδικά προστατευτέα από την απαγόρευση της αστυνομικής Αρχής κατά το Σύνταγμα. Τέτοιος ειδικότερος κίνδυνος δεν ορίσθηκε καθόλου στην αναιτιολόγητη ουσιαστικά αστυνομική απαγόρευση των τελευταίων ημερών.

Η φθορά των συμβόλων ή των πρακτικών χρήσης αυτών των συμβόλων στην Ελλάδα ειδικά συνδέεται και με την καταλυτική μνημονιακή κρατική διαχείριση από τον ΣΥΡΙΖΑ στα 2015-2019. Η Αριστερά, ή πάντως ένα σημαντικό τμήμα της, απέδειξε ότι απέτυχε στο πεδίο των φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων και ότι το μόνο που μπορεί να κάνει κυβερνητικά είναι να διαχειριστεί κυνικά και νεοπλουτίστικα τον νεοφιλελευθερισμό και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση

Η πολύ διαφωτιστική συνέντευξη του υπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Χρυσοχοΐδη στη Σία Κοσιώνη, ανήμερα την 17η Νοεμβρίου, ανέδειξε το ζήτημα ότι η απαγόρευση αυτή τυπικά και μόνο αφορούσε την πανδημία και ότι η σύνδεσή της με την προστασία της υγείας των πολιτών υπήρξε τελείως προσχηματική και νομιμοποιητική ενός γενικότερου σκεπτικού της κυβέρνησης. Σκεπτικού που διαπερνά και τον αντιδημοκρατικό νέο νόμο για τις διαδηλώσεις που ψηφίστηκε το περασμένο καλοκαίρι (ν. 4703/2020). Από αυτά που είπε ο Υπουργός στη συνέντευξη αυτή, προκύπτουν τα εξής:

  • Η διαδήλωση για το Πολυτεχνείο κάθε χρόνο δημιουργεί μια μείζονα διαταραχή της κυκλοφορίας των οχημάτων και της τοπικής οικονομίας στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις (έννοια αντίστοιχη στη «διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής» που αναφέρει η συνταγματική διάταξη). Άρα, προκύπτει από τη σκέψη αυτή, κατά τη δική μας ανάγνωση, ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα εφαρμόσει ανάλογες απαγορεύσεις για την 17η Νοεμβρίου και κατά τα επόμενα χρόνια.
  • Η διαδήλωση αυτή και άλλες διαδηλώσεις οδηγούν σε «μπάχαλα», επιθετικές βίαιες ενέργειες, καταστροφή καταστημάτων και σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια.
  • Το νόημα του Πολυτεχνείου και ο τρόπος εορτασμού του πρέπει να «ανανοηματοδοτηθεί».

Από αυτές τις δηλώσεις προκύπτει μια γενικευμένη δυσπιστία της κυβέρνησης για τις πολιτικές συναθροίσεις ως συλλογικό δικαίωμα. Επίκεντρο αυτής της δυσπιστίας, ή και αντίθεσης, έχει γίνει η ετήσια πορεία του Πολυτεχνείου, η οποία συνδέεται με την Αριστερά και την Ιστορία της. Μόνο αυτή, όμως;

Η αναμέτρηση της Δεξιάς με την Ιστορία

Ό,τι έχει αποτελέσει αντικείμενο φθοράς, ηθικής και ψυχολογικής, είναι ευάλωτο στην ιδεολογική επίθεση του πολιτικού αντιπάλου. Γιατί περί ιδεολογικής επίθεσης πρόκειται και περί πολέμου. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι υφίσταται μια μακροχρόνια φθορά του γιορτασμού του Πολυτεχνείου, που έχει σε αρκετό βαθμό μετατραπεί σε εθιμοτυπική λιτανεία ή τελετουργία, χωρίς άμεση σύνδεση με τις ανάγκες και τους αγώνες του σήμερα – αν και κάποιες χρονιές η ανατροφοδότηση έχει όντως λειτουργήσει όπως π.χ. το 1999 με την επίσκεψη Κλίντον. Φθορά, άλλωστε, που με σημαντική ευθύνη των κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς άρχισε αρκετά νωρίς, λίγα χρόνια μόνο μετά το ιστορικό γεγονός.

Ανάλογα μπορούν να ειπωθούν και για πολλά άλλα κεκτημένα (εντός ή εκτός εισαγωγικών) της μεταπολιτευτικής περιόδου, που συνδέονται με την ιστορική Αριστερά. Πανεπιστημιακό άσυλο: σημαντικός θεσμός προστασίας της πολιτικής και ακαδημαϊκής ελευθερίας στα δημόσια ΑΕΙ, αλλά και όψεις κατάχρησής του λόγω περιθωριακών πρακτικών, ατομικής βίας, παραβατικότητας κτλ. Καταλήψεις ως μορφή πάλης: Μορφή ουσιαστικής αυτοθέσμισης του νεολαιίστικου κινήματος και παλιότερα και του εργατικού, που συχνά, όμως, έχει εκφυλιστεί ή και «αυτοσυκοφαντηθεί», όπως έγινε τις προάλλες με τη ντροπιαστική υπόθεση του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου.

Όμως. Υπάρχει ένα μεγάλο Όμως. Πάνω στη φθορά των συμβόλων και σε πρακτικές που αλλοτριώνουν το νόημα των ιστορικών αγώνων της Αριστεράς και των μαζικών κινημάτων και με έρεισμα αυτές τις πρακτικές, αναπτύσσεται μια μεγάλη ιδεολογική αντεπίθεση της Δεξιάς. Η Δεξιά, παραδείγματος χάριν, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τον «μύθο του Πολυτεχνείου», ακόμη και η καθαρά κοινοβουλευτική (2). Λόγω ουσιαστικά της μη συμμετοχής της αντιδικτατορικής Δεξιάς στο Πολυτεχνείο, υπήρχε και υπάρχει ένα χρόνιο ενοχικό σύμπλεγμα στον λόγο της Δεξιάς: η Αριστερά «μονοπωλεί» το Πολυτεχνείο, «οι νεκροί ήταν λίγοι ή έξω από το Πολυτεχνείο», «το Πολυτεχνείο δεν ανέτρεψε τη δικτατορία» ή «έφερε τον Ιωαννίδη και το Κυπριακό», το ΚΚΕ που διαμαρτύρεται τώρα ήταν κατά του Πολυτεχνείου, όπως φαίνεται από την Πανσπουδαστική Νο 8 κ.λπ.. Όλα αυτά τα αντιφατικά σερβίρονται και με τη «μαρτυρία» παλιών αγωνιστών της Αριστεράς που πέρασαν απολύτως «στην άλλη όχθη» (π.χ. Χρύσανθος Λαζαρίδης).

Ενώ η Μεταπολίτευση ήταν μια περίοδος ενοχών της Δεξιάς και σχετικής, αν και ασταθούς, ιδεολογικής ηγεμονίας και αντεπίθεσης της Αριστεράς, που είχε το πλεονέκτημα των αγώνων της Εθνικής Αντίστασης και κατά της δικτατορίας, η μακροχρόνια διεθνής ήττα της Αριστεράς μετά το «1989» και η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού αναδιαμόρφωσαν το ιδεολογικό σκηνικό. Η εμμονική υπεράσπιση από ένα τμήμα της Αριστεράς προτύπων αλλοτριωτικών του σοσιαλισμού (όπως οι κοινωνίες του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού», σε ισχυρό βαθμό) όξυνε ακόμη παραπάνω το πρόβλημα.

Η φθορά των συμβόλων ή των πρακτικών χρήσης αυτών των συμβόλων στην Ελλάδα ειδικά συνδέεται και με την καταλυτική μνημονιακή κρατική διαχείριση από τον ΣΥΡΙΖΑ στα 2015-2019. Η Αριστερά, ή πάντως ένα σημαντικό τμήμα της, απέδειξε ότι απέτυχε στο πεδίο των φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων και ότι το μόνο που μπορεί να κάνει κυβερνητικά είναι να διαχειριστεί κυνικά και νεοπλουτίστικα τον νεοφιλελευθερισμό και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Ακόμη και η έννοια της «Αριστεράς» είναι πολύ αμφίβολο πια αν μπορεί να εκφράσει τις ανάγκες των αγώνων κατά του παρακμάζοντος καπιταλισμού και κατά του ιμπεριαλισμού.

Η απάντηση της Δεξιάς δεν είναι απλά πολιτική, είναι ιδεολογική. Η Αριστερά, κατά τη θεώρηση αυτή, δεν ισχύει ούτε ως ιδεολογικό πρόγραμμα («Υπαρκτός Σοσιαλισμός» από τη μια, αποτυχία του «σοσιαλίζοντος» κεϋνσιανισμού από την άλλη) ούτε ως πρακτική εναλλακτική κυβερνητική διαχείριση (ΣΥΡΙΖΑ). Η επίθεση γίνεται βαθύτερη, καθώς η νέα ψυχική αυτοπεποίθηση της Δεξιάς αναστηλώνει και τα παλαιά αντικομμουνιστικά βάθρα της: η αντίσταση στη χούντα δεν αφορά μόνο την Αριστερά, η κατοχή δεν ήταν κυρίως περίοδος αντίστασης στον φασισμό, αλλά προετοιμασίας του «κόκκινου ολοκληρωτισμού» (3), το αριστερό άκρο είναι επικίνδυνο για τη δημοκρατία όπως και το ακροδεξιό. Σαν το νεοφιλελεύθερο «ακραίο Κέντρο» να επαναφέρει στο προσκήνιο και όψεις της συντηρητικής «ακραίας Δεξιάς» στον κυβερνητικό λόγο και πρακτική.

Όπως είχε πει κάποτε ο Μισέλ Ροκάρ (ηγετικό στέλεχος τότε του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας), «πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων». Χρειάζεται μια ιδεολογική άμυνα και αντεπίθεση απέναντι στην Δεξιά, η οποία δεν θα εξαντλείται σε μια στείρα και μηχανιστική επανάληψη των «αγωνιστικών κλεών» του παρελθόντος. Δεν θα τα αφήνει μεν να πέσουν στο χώμα γιατί δεν τους αντιστοιχεί κάτι τέτοιο, αλλά κυρίως θα δημιουργεί πάνω στο έδαφος της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας νέους αγώνες, νέες ιδέες και νέα σύμβολα. Αλλιώς, το παιχνίδι θα καταστεί μονιμότερα χαμένο.

Παραπομπές

1) Βλ. σε απόφαση ΣτΕ 4365/1977 (Δ’ Τμήμα), δημοσιευμένη σε περιοδικό το Σύνταγμα 1978 σελ. 173-174. Σχετικά σε Πρ. Δαγτόγλου Ατομικά Δικαιώματα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, τ.Β’ σελ. 750-751, σε Κ. Χρυσόγονου Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2002, σελ. 455-456 κ.α.
2) Για το ότι πάντως το «Πολυτεχνείο» έχει ακόμη ισχυρά θετικό ίχνος στην κοινή γνώμη βλ. και τη σχετική δημοσκοπική έρευνα του Γιάννη Μαυρή (https://www.mavris.gr/6275/epetios-polytexniou).
3) Βλ. λ.χ. το δίτομο έργο του πολύ ενεργού επικοινωνιακά Σάκη Μουμτζή για την «Κόκκινη Βία».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!