Του Sergio Cararo*

Πριν από μερικές μέρες, ενώ το ίδιο το ευρώ βρισκόταν στο στόχαστρο της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Τρισέ, υποχρεώθηκε να παραδεχτεί ό,τι μέχρι και την προηγουμένη αρνιόταν: Η κρίση είναι πλέον κρίση του συστήματος.

Η πρώτη πτυχή του προβλήματος που ο Τρισέ δεν θα μπορούσε ποτέ να παραδεχτεί, είναι ότι αυτή είναι μια κρίση του συστήματός «τους». Η δεύτερη πτυχή του προβλήματος είναι ότι αυτή η κρίση δεν αφορά μόνο στο οικονομικό σύστημά «τους», αλλά και τα πολιτικά τους μοντέλα άσκησης εξουσίας. Ο μηχανισμός καπιταλιστικής ανάπτυξης που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά, δεν παρήγαγε εκείνη την απατηλή σταθερότητα για την οποία φλυαρούσαν οι άρχουσες τάξεις των μεγαλύτερων καπιταλιστικών οικονομιών του πλανήτη. Αντίθετα, ενεργοποίησε όλους τους μηχανισμούς του παγκόσμιου ανταγωνισμού, η καπιταλιστική συσσώρευση μειωνόταν συστηματικά και οι ιθύνουσες δυνάμεις δεν κατάφεραν να ανατρέψουν την τάση για συστημική κρίση. Για τη διαχείριση αυτής της αντίθεσης, δημιούργησαν ένα πολιτικό και ιδεολογικό μοντέλο που επιβλήθηκε ως παγκόσμιο κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80, με τη κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού: ο δικομματισμός ως «τέλεια δημοκρατία» και η ελεύθερη αγορά ως οικονομική δημοκρατία. Σ’ αυτή την συνταγή στηρίχτηκε το πλαίσιο για τη νομιμοποίηση των ζωωδών ενστίκτων του καπιταλισμού ως προοδευτικών, δημιουργώντας έτσι έναν ιδεολογικό μηχανισμό συμβιβασμού που σάρωσε κάθε λαϊκή και ταξική αντίσταση και κάθε εναλλακτικό στον καπιταλισμό πολιτικό ενδεχόμενο. Τα γεγονότα, ωστόσο, υποδεικνύουν -για άλλη μια φορά- πως αυτός ο ιδεολογικός μηχανισμός και το πολιτικό προσωπικό είναι εντελώς ακατάλληλα να αντιμετωπίσουν την κρίση του ίδιου τους του οικονομικού μοντέλου.

Πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι η οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε πιο ανοιχτά το 2007, καθίσταται μια βαθιά πολιτική κρίση σε όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, σαρώνοντας πολλούς από τους φαινομενικά ίδιους προμαχώνες του συστήματος.

Η κρίση του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος στη Μεγάλη Βρετανία -στην κυριολεξία εικόνισμα της νεοφιλελεύθερης σταθερότητας- είναι ίσως το πιο τρανό παράδειγμα.

Δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε το γεγονός πως η οικονομική κρίση έχει πια καταστεί κρίση πολιτική σε όλη την Ευρώπη: στη Γερμανία της Μέρκελ, στην Ελλάδα της πρόσφατης εναλλαγής στην εξουσία σοσιαλιστών και συντηρητικών, στο Βέλγιο που κινδυνεύει να διασπαστεί σε Φλαμανδούς και Βαλλόνους, στις προσαρτημένες στην Ε.Ε. ανατολικοευρωπαϊκές χώρες όπου επικρατούν δυνάμεις εθνικιστικές και αντιδραστικές. Τέλος- όχι όμως και τελευταίο σε σημασία- στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι.

Ωστόσο, οι άρχουσες τάξεις δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι δεν μπορούσαν να τα προβλέψουν όλα αυτά. Ένα μέρος του προβλήματος είναι ότι οι ολιγαρχίες του καπιταλιστικού μοντέλου δεν καταφέρνουν να σκεφτούν πέρα από τη με κάθε τρόπο απόσπαση υπεραξίας, ακόμα και θυσιάζοντας την ανθρωπότητα σε μια πολιτική που έχει δραματικές συνέπειες.

Το άλλο είναι ότι στις καπιταλιστικές χώρες, εδώ και καιρό, δεν υπάρχουν «ηγέτιδες τάξεις», παρά μόνο κυρίαρχες τάξεις που έχουν επιδείξει, τις τελευταίες δεκαετίες, απεριόριστη προσήλωση στη διεξαγωγή μιας βιαιότατης ταξικής πάλης από τα πάνω προς τα κάτω και στην επικράτησή τους.

Αν αυτό είναι αληθές, οι εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση και το ξεπέρασμα της κρίσης δεν μπορούν να είναι μόνο οικονομικές και κοινωνικές. Τίθεται και πάλι -με εξαιρετική δύναμη- το ζήτημα της πολιτικής αλλαγής του συστήματος, και όχι τόσο ούτε απλώς η ήττα της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, στην οποία θα ήθελαν να αρκεστούν, ακόμα και τώρα, οι υποστηρικτές του μικρότερου κακού.

Στην Ιταλία και στην Ευρώπη, η κατάσταση των αντικαπιταλιστικών και κομμουνιστικών πολιτικών υποκειμένων που είναι ικανά να αναλάβουν, εκ νέου, το σκοπό του πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού μπορεί να δείχνει απογοητευτική. Αν και στην Ελλάδα μπορούμε να ισχυριστούμε το αντίθετο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να τίθεται ξανά σήμερα και με αποφασιστικότητα ο δρόμος της πολιτικής εναλλακτικής στον καπιταλισμό έστω συμβάλλοντας, τουλάχιστον, ως ξεκίνημα σε εκείνο το ελάχιστο μεταβατικό πρόγραμμα που είναι ικανό να επιδρά στην ουσία της δημοκρατίας και της αναδιανομής του πλούτου.

* Ο Sergio Cararo είναι εκδότης του Controppiano.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!