Σήμερα, που το λεγόμενο «ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά» έχει σχεδόν εξαφανιστεί, μεταγγίζοντας το δυναμικό μιας εναλλακτικής σκέψης, απομεινάρι της προοδευτικής Αμερικής του ’70, στις τηλεοπτικές σειρές και πλέον στις παραγωγές του νέου τοπίου που διαμορφώνουν οι ελεγχόμενες από τεράστια οικονομικά πολυεθνικά συμφέροντα διαδικτυακές πλατφόρμες, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η επανέκδοση εικοσιπέντε χρόνια μετά, της σατυρικής ταινίας «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» των αδερφών Κοέν.

Οι πρωταγωνιστές αυτής της ταινίας παρουσίαζαν ένα περίεργο συνονθύλευμα αμφιλεγόμενων και αντιθετικών χαρακτήρων, από το περιθώριο μέχρι τις πλούσιες ελίτ. Οι ταλαντούχοι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες αδερφοί Τζόελ και Ίθαν Κοέν, γέννημα-θρέμμα του «ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά», με βάση αυτούς τους χαρακτήρες, μαζί με στοιχεία που περιγράφουν με την πιο σουρεαλιστική νότα, κομβικές καταστάσεις της αμερικανικής κοινωνίας, δημιούργησαν μια απολαυστική μαύρη κωμωδία, προκειμένου να σχολιάσουν το πολιτικό σκηνικό της εποχής της ταινίας, τον πόλεμο στο Ιράκ το 1990, τον πρώτο εξ αποστάσεως πόλεμο, που καλύφθηκε παντελώς τηλεοπτικά, κάτι που είχε ήδη ξεκινήσει με το Βιετνάμ, χωρίς μάχες πρόσωπο-με-πρόσωπο, αλλά με τη ρίψη των περίφημων «έξυπνων» βομβών, που κατέστρεφαν με υποτιθέμενη «χειρουργική» ακρίβεια, συγκεκριμένους στόχους, αδιαφορώντας αν δηλητηρίαζαν με «απεμπλουτισμένο» ουράνιο, κατοικήσιμες περιοχές για δεκαετίες μετά, αποφέροντας τις λεγόμενες «παράπλευρες απώλειες», φρικιαστικό όρο, για τις μαζικές δολοφονίες άμαχου πληθυσμού.

Μια δεκαετία μετά και μόλις τρία χρόνια από αυτή την ταινία, η ιμπεριαλιστική εκστρατεία της Αμερικής του Μπους Τζούνιορ αυτή τη φορά, έβαλε στόχο ξανά την ίδια περιοχή, ισοπεδώνοντας και το Αφγανιστάν, μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001.

Όταν οι αγριεμένοι μπράβοι ενός καλιφορνέζου μεγαλοπαραγωγού του πορνογραφικού κυκλώματος, του Τζάκι Τρίχορν (Μπεν Γκαζάρα) μπερδέψουν έναν ξοφλημένο άνεργο και μπατίρη πενηντάρη, τον Τζεφ Λεμπόφσκι, τον επονομαζόμενο «Μάγκα» (Τζεφ Μπρίτζες), με τον ηλικιωμένο εκατομμυριούχο συνονόματό του, Τζέφρι Λεμπόφσκι, επειδή η νεαρή γυναίκα του χρωστάει λεφτά στον παραγωγό, με όνομα «τρι-κέρατος», έχουμε μια κωμωδία παρεξηγήσεων. Όταν όμως η σύζυγος, η ανήλικη πορνοστάρ Μπάνι –λαγουδάκι, αναφορά στο περιοδικό «Πλέιμπόι»- απάγεται για λύτρα και ο ανάπηρος «Μεγάλος» Λεμπόφσκι ζητάει βοήθεια, με σημαντικό χρηματικό αντίτιμο, από τον αραχτό «Μάγκα», τον μόνο που μπορεί να αναγνωρίσει αν οι απαγωγείς είναι αυτοί που τον απείλησαν, και αυτός μπλέξει τον ψυχαναγκαστικό κολλητό του Γουόλτερ (Τζον Γκούντμαν), έναν κυκλοθυμικό βετεράνο του Βιετνάμ, που με τη σειρά του εμπλέκει τον Μάγκα σε απίθανες καταστάσεις, με αποκορύφωμα τη σκηνή που ενώ παλεύει, ξεριζώνει σε κατάσταση αμόκ, με τα δόντια του το αυτί ενός αντίποαλου -αναφορά στο «Μπλε Βελούδο» (1987/Ντέιβιντ Λιντς)- τότε, έχουμε ένα φιλμ νουάρ, ντυμένο με το μανδύα της κωμωδίας παρεξηγήσεων. Όταν δε εμφανίζονται ένα κομμένο δάχτυλο, μια αισθησιακή εκκεντρική καλλιτέχνιδα, η Μοντ (Τζούλιαν Μουρ), καθώς και μια ομάδα απρόβλεπτων γερμανόφωνων μηδενιστών, ενώ ακούγονται κάντρι και ροκ επιτυχίες, τότε έχουμε άλλη μια πρωτότυπη «κοενική» μαύρη κωμωδία, από τις πιο εμπνευσμένες των δημιουργών της, με εξαιρετικό καστ ηθοποιών.

Σε μικρότερους ρόλους μνημονεύουμε τους Στηβ Μπιουσέμι, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και Ντέιβιντ Θιούλις. Στην ομάδα των μηδενιστών διακρίνεται ο μικρόσωμος Μάικλ Μπάλζαρι-Flea, ο μπασίστας της καλιφορνέζικης αλτέρνατιβ μπάντας Red Hot Chili Peppers, που όπως αναφέρει και ο αφηγητής για τον Μάγκα, είναι «ο άνθρωπος της εποχής του, στο χώρο του», καθώς η ταινία διαδραματίζεται στο Λος Άντζελες του 1990, όταν μαινόταν ο πόλεμος του Ιράκ, με πρόεδρο τον Τζωρτζ Μπους Σίνιορ.

Στο σινεμά των Κοέν οι ενδυματολογικές επιλογές συμπληρώνουν σημαντικά στοιχεία της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων, σε μια αποθεωτική στυλιστική προσέγγιση, που μεταφέρει το ψυχικό πολυπολιτισμικό υπόβαθρο της αμερικανικής κοινωνίας. Ο Μάγκας, που ενσαρκώνει το απολειφάδι μιας θρυλικής επαναστατικής εποχής, την απογοητευμένη γενιά μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, των πρώην ακτιβιστών και χίπηδων του ’70, εμφανίζεται ως ένας από τους πιο γνήσια ατημέλητους κινηματογραφικούς χαρακτήρες. Με ανάκατα ξανθωπά μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους, μούσια και γυαλιά ηλίου, ψωνίζει βράδυ στο διανυκτερεύον γωνιακό μανάβικο, φορώντας παντόφλες, καρό βερμούδα, φανελάκι και ρόμπα αντί για πανωφόρι. Σε μια εύθυμη καταγραφή της κραιπάλης και των καταχρήσεων, πίνει μόνο «white Russian», χαλαρώνει ακούγοντας απρόσμενους ήχους από φάλαινες ή αγώνα βόλεϊ παραλίας, ενώ παίζει μπόουλινγκ με μια παρέα ξεγραμμένων. Στο Πανεπιστήμιο, όπως αναφέρει, «τον περισσότερο καιρό έκανε καταλήψεις σε διοικητικά κτίρια, κάπνιζε μαριχουάνα, ενώ έμπαινε κρυφά στο κτήριο στρατιωτικής εκπαίδευσης για μπόουλινγκ». Πλέον ντύνεται με άνετα εμπριμέ υφασμάτινα παντελόνια και βερμούδες, ενώ στο αναδυόμενο «γκράντζ» στυλ της εποχής εμφανίζεται και με πλεκτή ζακέτα.

Στον αντίποδα του ευγενικού Μάγκα, βρίσκεται ο πάντα νευρικός Γουόλτερ, ένας εύσωμος βετεράνος με προβλήματα διαχείρισης θυμού. Μετά από αρκετές ταινίες του ’70 και του ’80 που επιχείρησαν να αναδείξουν στην αμερικανική κοινωνία την επιρροή του «τραύματος» του Βιετνάμ, όπως «Ελαφοκυνηγός» (1978/ Τσιμίνο), οι αδερφοί Κοέν προσδίνουν στον Γουόλτερ μια εμβληματική, παρότι καρικατουρίστικη μορφή, του ξοφλημένου Αμερικάνου βετεράνου, που ενσαρκώνει εκπληκτικά ο Γκούντμαν, ως ομοφοβικός «ρεντνεκ» που οπλοφορεί. Με επίθετο που προδίδει πολωνική καταγωγή, αυτοπροσδιορίζεται ως εβραίος, λόγω της πρώην εβραίας συζύγου του. Με αμφίεση που συνδυάζει καλιφορνέζικα και στρατιωτικά στοιχεία, αρβύλες με βερμούδα, στρατιωτικό παντελόνι ή στρατιωτικό γιλέκο, με μαντήλι στα κοντοκουρεμένα μαλλιά και κίτρινα γυαλιά ηλίου, όπως οι σκοπευτές, κυκλοφορεί αγκαλιά με το μικρόσωμο Πομέριαν, σκυλί της πρώην συζύγου του με την οποία έχει εμμονή, ως άλλος Οβελίξ με τον Ιντεφίξ.

Περιφερειακά αποτυπώνεται ένας ψυχικά «ευαίσθητος», γερασμένος πασιφιστής, πρώην αντιρρησίας συνείδησης, αλλά και ο ιδιαίτερος γκέι «Ιησούς» Τζίζους Κουιντάνα (Τζον Τορτούρο), στο ρόλο του ισπανόφωνου μετανάστη, που μετά από ταπεινωτικό εξευτελισμό, που αφηγείται ο Γουόλτερ και απεικονίζεται παράλληλα σε εμβόλιμα πλάνα, μόλις μετακόμισε στο Χόλιγουντ, υποχρεώθηκε να συστηθεί στους γείτονες ως παιδεραστής. Σε μια «εκδίκηση της γυφτιάς», ο καταπιεσμένος μετανάστης κατακτά με τον τρόπο του το «αμερικάνικο όνειρο» και είναι πλέον «άσος» του μπόουλινγκ, επιλέγοντας αμφίεση νικητή, ισοφαρίζοντας ένα παρελθόν εξευτελιστικής ήττας. Η αποθέωση του κιτς και του φετιχισμού του απωθημένου υπογραμμίζεται με αργή κίνηση και κοντινά πλάνα στις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά. Στο γεμάτο αστραφτερά δαχτυλίδια χέρι με το βαμμένο μακρύ νύχι στο μικρό δάχτυλο, υπό το άκουσμα σπανιόλικης κιθάρας στην φλαμένγκο διασκευή του «Hotel California» των Gipsy Kings, ο Τζίζους σηκώνει τη λιλά ημιδιαφανή κάλτσα, ασορτί με τα ειδικά παπούτσια και τη στολή, που περιβάλλει την ψιλόλιγνη σιλουέτα του, ενώ καλύπτει με φιλέ τα σγουρά μακριά μαλλιά του. Μόλις πετύχει «στράικ» με την πρώτη μπαλιά του «φρέιμ», δίνεται έμφαση στα γεμάτα μίσος και ανταγωνισμό βλέμματα που ανταλλάσσει με την παρέα του Μάγκα, ενώ σε λογοπαίγνιο θρησκοληψίας, δηλώνει «κανείς δεν τα βάζει με τον Ιησού».

Ο εκατομμυριούχος «Μεγάλος» Λεμπόφσκι δεν είναι παρά η «ανθρωπιστική» βιτρίνα του Ιδρύματος που διαχειρίζεται την τεράστια περιουσία της μακαρίτισσας συζύγου του, με επικεφαλής την κόρη του Μοντ, ενώ σε πλήρη απομυθοποίηση, αυτός που φωνάζει με θράσος στον Μάγκα «η επανάστασή σας τελείωσε!» είναι διακοσμητικό στοιχείο που περιορίζεται σε φιλανθρωπικές δράσεις και κλαίει τεθλιμμένος μπροστά από το μεγάλο τζάκι, υπό το «Lacrimosa» από το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, ως παρωδία του μεγιστάνα στον «Πολιτή Κέιν» (1941/Όρσον Γουέλς).

Η δυναμική φεμινίστρια και εκκεντρική καλλιτέχνιδα Μοντ, ίσως όνομα-αναφορά στην ταινία «Μια νύχτα με την Μοντ» (1969/Ερίκ Ρομέρ), με καρέ κούρεμα, που ανακαλεί τις αισθησιακές γυναικείες παρουσίες των βουβών ταινιών, προβοκάρει ζωγραφίζοντας «κολπική» τέχνη, στα όρια περφόρμανς, πιτσιλώντας γυμνή με μπογιές τον καμβά, υπό τους ήχους του φωνητικού «Walking Song» (1997/Meredith Monk), σε πίνακες αφηρημένου εξπρεσιονισμού τύπου Τζάκσον Πόλοκ, ενώ οι πίνακες του τρίπτυχου στο εργαστήρι της θυμίζουν την ωμή παραμόρφωση στον Φράνσις Μπέικον.

Σε μια ισοπεδωτική «ίσων αποστάσεων» διακωμώδηση, οι Κοέν σατιρίζουν το κίνημα των ειρηνιστών με τους «καμένους» πρώην ακτιβιστές-χίπηδες, ενώ παρουσιάζουν τους μηδενιστές, ως καρικατούρα ενός φιλοσοφικού ρεύματος που απαξιώνει κάθε θεωρητική ή πρακτική αξία, σε ρήξη με το θρησκευτικό, κοινωνικό ή πολιτικό κατεστημένο, μέσα από τη «σκληρή» -στα όρια ναζισμού- γερμανική κουλτούρα της ηλεκτρονικής μουσικής του πρώιμου τέκνο, της ηλεκτρο-κράουτροκ μπάντας, με αισθητική των Kraftwerk, του αρχηγού των νιχιλιστών Ούλι (Πίτερ Στόρμερ) -αναφορά (;) στον Ούλι Έντελ, σκηνοθέτη της «Κριστιάν Φ» (1981).

Αντίστοιχα, οι Κοέν απομυθοποιούν και το αμερικάνικο «γουέστερν» στοιχείο της σκονισμένης Καλιφόρνιας, αφενός στο εισαγωγικό πλάνο με τον ξεραμένο θάμνο που παρασέρνει ο άνεμος, αφετέρου, σε μια ρήξη με τα γουέστερν στερεότυπα, δανείζονται τη γεμάτη στόμφο, επική εκφώνηση του αρχικά εκτός κάδρου αφηγητή, υπό τους ήχους του «Tumbling Tumbleweeds» (1944/The sons of the Pioneers), να θυμίζει τα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά σίριαλ του ’50, σε μια γουντιαλενική διάσταση νοσταλγίας. Το ίδιο τραγούδι ακούγεται και όταν ο Μάγκας συναντά τον «αόρατο» αφηγητή, που ενσαρκώνει ο Σαμ Έλιοτ, ο κατεξοχήν «Αμερικάνος καουμπόι», όπως και στο σύγχρονο «Asteroid City» (2023/Γουές Άντερσον), όπου ο αφηγητής αποκτά πλέον ορατότητα.

Η κάντρι-φολκ επικρατεί στις μουσικές επιλογές των Κοέν, όπως και στην επόμενη ταινία τους «Ω, αδερφέ που είσαι;» (2000). Εδώ, η ταινία κλείνει με το γλυκό κιθαριστικό κάντρι «Dead Flowers» (1991/Τάους Βαν Ζαντ), ενώ δεσπόζουν δυο τραγούδια των Καλιφορνέζων Creedence Clearwater Revival. Το «Run through the jungle» (1970), τραγούδι που είχε θεωρηθεί πως σχετιζόταν με το Βιετνάμ, χρησιμοποιείται στη χαοτική σκηνή της παράδοσης των λύτρων, ενώ το ρυθμικό «Lookin’out my back door» (1970) το τραγουδάει ο Μάγκας, καθώς οδηγεί κεφάτος το μόλις ανακτημένο κλεμμένο αμάξι του, λίγο πριν το ξανατρακάρει, ως γνήσιος γουντιαλενικός «αντιήρωας».

Σ’ αυτή την ταινία, οι Κοέν εικονοποιούν εκπληκτικά τις παραισθήσεις του Μάγκα. Στην πρώτη περίπτωση υπό το τραγούδι του Ντύλαν, ο Μάγκας ίπταται πάνω από το βραδινό Λος Άντζελες, ενώ υιοθετώντας υποκειμενική οπτική, σε μια αλά Κιούμπρικ περιστροφική λήψη προς όλες τις κατευθύνσεις, καταγράφεται τι θα βλέπαμε αν η κάμερα βρισκόταν σε μια μπάλα του μπόουλινγκ, που κυλάει στον διάδρομο και χτυπά τις κορίνες. Στη δεύτερη παραίσθηση, στο ρυθμό του «Just dropped in to see» (1967/Kenny Rodges and the First edition), εμπλέκονται στοιχεία του μπόουλινγκ, με τα χολιγουντιανά μιούζικαλ και τις εσώτερες επιθυμίες του Μάγκα, με την Μοντ ντυμένη ως Βαλκυρία και τον Μάγκα ανάμεσα σε αισθησιακές χορεύτριες με χρυσαφένια και ασημένια κοστούμια γύρω του, ενώ στη συνέχεια, μέσα από τράβελινγκ κινηματογραφείται να περνάει κάτω από τα ανοιχτά πόδια τους. Αργότερα, ο Ούλι τον κυνηγάει με τεράστιο ψαλίδι, ανακαλώντας το σουρεαλιστικό όνειρο στη «Νύχτα Αγωνίας» (1945/Χίτσκοκ).

Ακολουθώντας και οι αδερφοί Κοέν το σκηνοθετικό στυλ της διάδρασης μεταξύ εικόνας και μουσικής, μέσα από παλιότερες μουσικές και τραγούδια, σε συγκεκριμένες σκηνές, που αρχικά καθιερώθηκε από τους Γούντι Άλλεν και Μάρτιν Σκορσέζε, στον «Μεγάλο Λεμπόφσκι» εκπλήσσουν γνωστά τραγούδια σε εξαιρετικά σκηνοθετημένες σκηνές, από το «Oye como va» του Σαντάνα και το «Viva Las Vegas», στο λάτιν «Mucha muchacha» του Esquivel, όταν ο Μάγκας συναντά την Μπάνι με μπικίνι, να βάφει τα νύχια της, άμεση αναφορά στη «Λολίτα» (1962/Στάνλεϊ Κιούμπρικ). Το τραγούδι που χαρακτηρίζει τον Μάγκα είναι το «The man in me» (1970/Bob Dylan), όπου στους τίτλους αρχής, η κάμερα μέσα από συνεχόμενα τράβελινγκ απεικονίζει στην αίθουσα ρετρό αισθητικής του μπόουλινγκ, τους πιστούς θαμώνες, καθώς ρίχνουν με φόρα τη μπάλα, καθένας με το δικό του στυλ, αποτυπώνοντας τη ρουτίνα ενός καθημερινού χόμπι για μεσήλικες. Εμπνευσμένη είναι η επιλογή της εξώκοσμης φωνής της Ύμα Σουμάκ, στο «Ataypura» (1954), στη σκηνή όπου μια γυμνόστηθη κοπέλα πετάγεται στο αέρα από τραμπολίνο, στο πάρτι στον κήπο του Τρίχορν, στο Μαλιμπού, σκηνή που χρόνια αργότερα επηρέασε και τον Σκορσέζε.

Αξιομνημόνευτη και η πρωτότυπη μουσική του Κάρτερ Μπέργουελ, του κατεξοχήν συνθέτη των Κοέν, σε ταινίες τους όπως «Μπάρτον Φινκ» (1991), ο οποίος αργότερα συνδέθηκε με το σινεμά του ΜακΝτόνα.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]

INFO

Το αφιέρωμα «Radio Nights» του Αθήνα 9,84 στο θερινό κινηματογράφο «Λαϊς» της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, με ταινίες που ανέδειξαν την επίδραση του ραδιοφώνου, παρατείνεται ως και την Τετάρτη 12/7/2023.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!