Αυτήν την εβδομάδα ο Τραμπ εκδήλωσε για μια ακόμη φορά όλη την αντιφατικότητά του. Από τη μια άναψε τη Δευτέρα (χωρίς τυμπανοκρουσίες βέβαια) το πράσινο φως για να ξεκινήσει η διαδικασία ενημέρωσης της μελλοντικής προεδρίας του Τζο Μπάιντεν, πρώτο βήμα για τη μεταβίβαση της εξουσίας στις 20 Ιανουαρίου. Η διαδικασία αυτή, που επαναλαμβανόταν ανέκαθεν και χωρίς προβλήματα κάθε φορά που εναλλάσσονταν τα δύο κόμματα των ΗΠΑ στην εξουσία, για πρώτη φορά φέτος «πάγωσε» για τρεις σχεδόν εβδομάδες μετά το κλείσιμο της κάλπης, αφότου ο απερχόμενος πρόεδρος κατήγγειλε εκλογική νοθεία και αμφισβήτησε το αποτέλεσμα. Πρόκειται για ένα επιπλέον δείγμα του βαθιού διχασμού που διαπερνά τόσο τις κορυφές όσο και τη βάση της βορειοαμερικανικής κοινωνίας, έχοντας εξελιχθεί σε έναν ιδιόμορφο εμφύλιο πόλεμο με τεράστιες εσωτερικές και διεθνείς επιπτώσεις.

Από την άλλη, μιλώντας τηλεφωνικά την Τετάρτη σε συνεδρίαση της (με ρεπουμπλικανική πλειοψηφία) Γερουσίας της Πενσιλβάνια, ο Τραμπ την κάλεσε να ανατρέψει το «νόθο» εκλογικό αποτέλεσμα, που δίνει τους εκλέκτορες αυτής και άλλων κρίσιμων πολιτειών στους Δημοκρατικούς, και να διορίσει στη θέση τους (πράγμα που τυπικά δικαιούται να κάνει μια πολιτειακή Γερουσία!) εκλέκτορες που θα τον κρατήσουν στην προεδρία. «Κερδίσαμε όλες τις αμφίρροπες πολιτείες με μεγάλη διαφορά», είπε στους γερουσιαστές ο Τραμπ, «και δεν δικαιούμαστε να επιτρέψουμε την επιχειρούμενη νοθεία»… Η κίνηση αυτή, που έρχεται σε αντίθεση με την έστω καθυστερημένη αναγνώριση της ήττας του, υποδηλώνει ότι ο Τραμπ θα εξακολουθήσει να αφήνει σκιά πάνω στο αποτέλεσμα και τη «νομιμοποίηση» του Μπάιντεν – πιθανά σαν διαπραγματευτικό ατού για τη μη δίωξή του άπαξ και χάσει την προεδρική ασυλία*.

Ή ακόμη, μπορεί να είναι ένδειξη της πρόθεσης του απερχόμενου προέδρου να συνεχίσει να υπαγορεύει όρους και στην επόμενη διοίκηση. Βασικά ατού αυτής της στρατηγικής δεν θα είναι τόσο οι μη αποσυρθείσες δικαστικές προσφυγές, όσο η διατήρηση της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία (διαψεύδοντας όλες τις δημοσκοπήσεις) και φυσικά μια συντηρητική πλειοψηφία στο πανίσχυρο Ανώτατο Δικαστήριο – όπου πιθανότατα θα καταλήξουν οι δικαστικές προσφυγές του Τραμπ. Εν πάση περιπτώσει, οι εξελίξεις της εβδομάδας δείχνουν ότι ο Μπάιντεν όντως θα ορκιστεί πρόεδρος στις 20 Ιανουαρίου. Αλλά και ότι δεν θα έχει την ευχέρεια κινήσεων των προκατόχων του, κι όχι μόνο επειδή αμφισβητείται από τον Τραμπ…

Τελευταίες πράξεις του Τραμπ, κινεζική αναγνώριση του Μπάιντεν

Υπήρξαν και άλλα γεγονότα που δείχνουν, πάντως, ότι βαίνουμε σε προεδρία Μπάιντεν. Ένα από αυτά είναι η φάμπρικα απονομών προεδρικής χάρης που ξεκίνησε ο απερχόμενος, με πρώτο ευεργετηθέντα, προχθές Πέμπτη, τον Μάικλ Φλιν, πρώην σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Τραμπ. Ο Φλιν είχε ομολογήσει ότι υπέπεσε στο αδίκημα της ψευδορκίας στη διάρκεια των ερευνών του FBI για τον περίφημο «ρωσικό δάκτυλο» στην αποκάλυψη, λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές του 2016, της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της προηγούμενης Δημοκρατικής προεδρικής υποψήφιας Χίλαρι Κλίντον – στην οποία φαίνονται οι μηχανορραφίες της με τον μηχανισμό του Δημοκρατικού Κόμματος, μεταξύ άλλων για την αποτροπή της επικράτησης του «ακραίου» Μπέρνι Σάντερς… Όπως φαίνεται, ο Φλιν είναι ο πρώτος μιας σειράς συνεργατών του Τραμπ στους οποίους θα δοθεί χάρη πριν παραδοθεί η διακυβέρνηση των ΗΠΑ στον Μπάιντεν.

Ο Μπάιντεν διακήρυξε πανηγυρικά την αντικατάσταση του τραμπικού «απομονωτισμού» από το όραμα της επανόδου των ΗΠΑ σε ρόλο ενεργητικού παγκόσμιου χωροφύλακα – το πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό το όραμα, αποτελεί άλλης τάξης ζήτημα

Αλλά ίσως ήταν ένα άλλο γεγονός που επιβεβαιώνει περισσότερο κι από αποφάσεις των αμερικανικών δικαστηρίων την επικείμενη εναλλαγή: μόλις αυτήν την Τετάρτη, αμέσως μετά την έμμεση έστω παραδοχή της ήττας από τον Τραμπ, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ εδέησε να αποστείλει συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Μπάιντεν για τη νίκη του. Τα συγχαρητήρια από τον σημαντικότερο στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ δεν είναι πια μια συνήθης διπλωματική αβροφροσύνη: δεδομένης της συστημικής ενδόρρηξης και των αβεβαιοτήτων που αυτή προκαλεί, συνιστούν την πιο σπουδαία αναγνώριση. Μπορεί να ήρθε με τρεις εβδομάδες καθυστέρηση, η οποία προκάλεσε δύσκολα κρυμμένο άγχος στο Δημοκρατικό επιτελείο, αλλά ήρθε…

«Η Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται»

Και φτάνουμε έτσι, επιτέλους, στην ουσία. Τώρα που παραδίδει ο διαβολικός (για καλό όμως, σύμφωνα με μια φράση που ξεστόμισε ο Τσίπρας όταν συνάντησε τον Τραμπ και πλέον θα ήθελε πολύ να ξεχαστεί…) απερχόμενος πρόεδρος, τι μέλλει γενέσθαι; Τι πολιτική θα ακολουθήσει ο λυτρωτής (ή, για τους πιο προσεκτικούς, «λιγότερο κακός») Μπάιντεν; Οι πρώτες ενδείξεις δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικές: «Η Αμερική επιστρέφει, έτοιμη και πάλι να καθοδηγήσει την υφήλιο» είπε προχθές ο Μπάιντεν, μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο NBC! Έτσι διακήρυξε πανηγυρικά την αντικατάσταση του τραμπικού «απομονωτισμού» από το όραμα της επανόδου των ΗΠΑ σε ρόλο ενεργητικού παγκόσμιου χωροφύλακα. «Θα τεθούμε επικεφαλής της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, του εξτρεμισμού, της διάδοσης των πυρηνικών όπλων και της κλιματικής κρίσης», συμπλήρωσε επεξηγηματικά ο εκλεγμένος πρόεδρος.

Και για όποιον δεν κατάλαβε το νόημα (ή προτίμησε να δώσει προσοχή στην υπόσχεση καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης, το πάγιο άλλοθι-ξεκάρφωμα των απολογητών μιας στομωμένης και καταστροφικής παγκοσμιοποίησης), είπε κι άλλα, πιο συγκεκριμένα: «Οι ΗΠΑ θα ανταποκριθούν στις διεθνείς προσδοκίες(!) επαναβεβαιώνοντας τον ρόλο τους ως παγκόσμιου ηγέτη επί του Ειρηνικού, καθώς και επί του Ατλαντικού – βασικά, από άκρη σε άκρη του κόσμου». Κατανοητός. Τέρμα η εποχή που (σύμφωνα με τα Δημοκρατικά γεράκια) ο Τραμπ επεδείκνυε ασυγχώρητη ανοχή προς τη Μόσχα και τα έκανε πλακάκια με τον «αιμοσταγή» Βορειοκορεάτη ηγέτη, αντί να ισοπεδώσει με πυρηνικά την κορεατική χερσόνησο για να πάρουν το μήνυμα και οι υπόλοιποι. Το πόσο ρεαλιστικά είναι όλα αυτά, αποτελεί άλλης τάξης ζήτημα. Διότι η δύση των ΗΠΑ δύσκολα θα ανακοπεί, όσες διακηρύξεις κοσμοκρατορίας κι αν κάνει ο Μπάιντεν. Μπορεί όμως να γίνει πιο «περιπετειώδης»… δηλαδή πιο βίαιη.

Εν τέλει, όσο κι αν δεν αρέσει σε πολλούς προοδευτικούς που τον πριμοδότησαν ως «το μικρότερο κακό», ο Μπάιντεν έχει δίκιο: ο Τραμπ απλώς διαχειρίστηκε τα πολεμικά μέτωπα που του παρέδωσε ο ομπαμισμός, και μάλιστα προσπαθώντας να κλείσει όσα μπορούσε, ώστε να ρίξει πόρους στο δικό του, διαφορετικό σχέδιο για ανάκτηση της ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας των ΗΠΑ – που μεταξύ άλλων προέβλεπε γερές ενέσεις στην παραγωγική οικονομία τους. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής επιχείρησε να αποσυρθεί από «αντιπαραγωγικές» συγκρούσεις και να έρθει σε προσωρινό συμβιβασμό ακόμη και με τους σατανικούς Βορειοκορεάτες. Την ίδια στιγμή κήρυττε εμπορικό πόλεμο στην Κίνα (αλλά και την Ε.Ε. και άλλους) και υποβάθμιζε το «κοστοβόρο» ΝΑΤΟ. Εξάλλου τις όποιες εμπρηστικές πολιτικές του Τραμπ –διότι φυσικά υπήρξαν και τέτοιες, με αποκορύφωμα την προκλητική στήριξη του κατοχικού Ισραήλ ενάντια στο διεθνές δίκαιο– ο Μπάιντεν δήλωσε ευθέως ότι δεν θα τις ανατρέψει… Να περιμένουμε λοιπόν πυροδοτήσεις νέας αναμπουμπούλας και κάθε είδους «απελευθερωτικών-εκδημοκρατιστικών» επεμβάσεων ανά τον κόσμο, με ταυτόχρονη παράταση του εσωτερικού διχασμού και της κοινωνικής φτωχοποίησης; Το αντίθετο θα υποδήλωνε μεγάλη αφέλεια.

Ο Μπάιντεν ετοιμάζει την μελλοντική κυβέρνηση

Στην αρχή της εβδομάδας ανακοινώθηκαν από τον Μπάιντεν τα πρώτα ονόματα της μελλοντικής κυβέρνησης των ΗΠΑ, προκαλώντας δυσαρέσκεια στην προοδευτική πτέρυγα του αντιτραμπικού στρατοπέδου αλλά και σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας: όλα προέρχονται είτε από τη διαπλοκή πολιτικού-επιχειρηματικού κόσμου της εποχής Ομπάμα είτε από το σκοτεινό περιβάλλον των μυστικών υπηρεσιών. Ο Τόνι Μπλίνκεν, που προορίζεται για το πόστο του υπουργού Εξωτερικών, ήταν στέλεχος της κυβέρνησης Ομπάμα και από το 2017 συνιδρυτής της «εχέμυθης» εταιρίας συμβούλων WestExec, που στην ιστοσελίδα της περηφανεύεται ότι «ο δρόμος των γραφείων μας οδηγεί απευθείας στον Λευκό Οίκο». Για την ακρίβεια, όπως γράφει το Politico, «η συγκεκριμένη εταιρία θυμίζει κυβέρνηση σε αναμονή»!
Πέραν του Τόνι Μπλίνκεν, η έτερη συνιδρύτρια, Μισέλ Φλορνόι, που επίσης διατέλεσε στέλεχος των κυβερνήσεων Κλίντον και Ομπάμα, προαλείφεται για υπουργός Άμυνας – αλλά δεν ανακοινώθηκε με την πρώτη εξάδα, καθώς στη φήμη και μόνο εκδηλώθηκαν σοβαρές αντιδράσεις (στη μεγάλη φωτογραφία μαζί με τον Μπάιντεν). Άλλο ένα πρώην διευθυντικό στέλεχος της WestExec, η Έιβριλ Χέινζ, αναπληρώτρια διευθύντρια της CIA επί Ομπάμα, ανακοινώθηκε από τον Μπάιντεν ως επικεφαλής της εθνικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας. Υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας θα γίνει ο Αλεχάντρο Μαγιόρκας, υφυπουργός επί Ομπάμα, με μεγάλη «αντιτρομοκρατική» εμπειρία. Ο Τζέικ Σάλιβαν, αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και προσωπάρχης της Κλίντον επί Ομπάμα, ανακοινώθηκε για τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας.
Απαντώντας στις επικρίσεις ότι πρόκειται για την… τρίτη κυβέρνηση Ομπάμα, ο Μπάιντεν δήλωσε ότι αυτό δεν ισχύει «διότι ζούμε σε διαφορετική εποχή». Σύμφωνα με μία προχθεσινή δημοσκόπηση πάντως, το 68% όσων συμμετείχαν πιστεύει ότι το Κογκρέσο πρέπει να μην εγκρίνει διορισμούς προσώπων που έχουν σχέση με τον «επιχειρηματικό κόσμο». Του Μπάιντεν το αυτί δεν δείχνει όμως να ιδρώνει: στις παραινέσεις να συμπεριλάβει στη μελλοντική κυβέρνησή του τον Μπέρνι Σάντερς και την Αλεξάντρια Οκάζιο-Κορτέζ, που θεωρούνται εκπρόσωποι της ριζοσπαστικής πτέρυγας των Δημοκρατικών, απάντησε ότι «θα ήταν λάθος να στερηθούμε τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στη Γερουσία»! Αντ’ αυτών και ως στάχτη στα μάτια διόρισε την μαύρη Λίντα Τόμας-Γκρίνφιλντ πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ και τον Τζον Κέρι προεδρικό επιτετραμμένο για το Κλίμα…


Οι πεφτοσυννεφάκηδες

Χάρη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, συναντάμε και πάλι την συμπαθή ομάδα των πεφτοσυννεφάκηδων. Βέβαια αυτή τη φορά η πτώση των απανταχού υποστηρικτών των Δημοκρατικών από το νεφέλωμα του «μικρότερου κακού» ήταν εντυπωσιακά πρόωρη: ούτε μήνας δεν πέρασε από τις εκλογές, κι ακόμη μένει πάνω από ενάμισης μήνας για να ορκιστεί πρόεδρος ο Μπάιντεν, αλλά οι γκρίνιες έχουν ήδη αρχίσει. Σαν να προσπαθούν να αποποιηθούν κάθε ευθύνης για την πειθήνια ευθυγράμμισή τους, οι Βορειοαμερικανοί, Ευρωπαίοι και λοιποί πολέμιοι του διαβολικού Τραμπ (κι άντε, πες οι πρώτοι έχουν μια μεγαλύτερη δικαιολογία – οι υπόλοιποι όμως;) αρχίζουν κιόλας να «διαχωρίζουν τη θέση τους». Έπρεπε να περιμένουν τις «απογοητευτικές» προχθεσινές δηλώσεις του νέου επίδοξου κοσμοκράτορα (και τις πρώτες εξίσου «απογοητευτικές» επιλογές του για κρίσιμα κυβερνητικά πόστα – βλ. φωτολεζάντα) για να συνειδητοποιήσουν, τι; Ότι οι Δημοκρατικοί, από τον Κλίντον ως τον Ομπάμα, πρώτευσαν σε διαμελισμούς και ανατινάξεις χωρών και αναδείχθηκαν σε φάρο της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης;

Τουλάχιστον στο εσωτερικό μέτωπο θα υπάρξει ίσως μια κάποια βελτίωση, λένε και ελπίζουν. Στα λόγια σίγουρα. Διότι για να υλοποιηθούν τα αιτήματα καθολικού συστήματος υγείας, απαλλαγής από το άχθος των φοιτητικών δανείων, φορολόγησης της μεγάλης περιουσίας κ.λπ. θα πρέπει να περιμένουν πολύ ακόμη. Ο κρυπτορεπουμπλικάνος Μπάιντεν τα θεωρεί ακραία, κι έχει δεσμευτεί στους ζάπλουτους χρηματοδότες της καμπάνιας του ότι «δεν θα αλλάξει τίποτα». Ίσως βέβαια να βρεθεί τρόπος να πληρώσουν κάποιου είδους φόρο οι πλούσιοι, που μέχρι τώρα συνήθως πληρώνουν λιγότερα κι από τους φτωχοποιημένους μισθωτούς – ή και καθόλου, χάρη σε λογιστικά κόλπα και φοροαπαλλαγές κάθε είδους. Μέχρι εκεί θα φτάσουν, αν φτάσουν, οι αλλαγές. Οπότε, για να ξεγελαστεί κάποιος μόνο και μόνο επειδή αυτό το στρατόπεδο κήρυξε τον πόλεμο στον διαβολικό Τραμπ, πρέπει να το θέλει.

Στην πραγματικότητα, η πτώση πλήθους προοδευτικών και αριστερών από τα νέφη δεν αποκαλύπτει τις υποτιθέμενες ανακολουθίες του Μπάιντεν – ο οποίος άλλωστε δεν υποσχέθηκε κάτι που τώρα αναιρεί: η πολιτική που θα ακολουθούσε ήταν γνωστή εκ των προτέρων στις βασικές γραμμές της. Το να σπεύδεις όμως να διαφοροποιηθείς από κάποιον που υποστήριζες μέχρι πριν τρεις εβδομάδες, χωρίς μάλιστα να έχει μεσολαβήσει καμία… ελληνικού τύπου κωλοτούμπα από πλευράς του, αποκαλύπτει μια χρεοκοπία της σκέψης και του πολιτικού προσανατολισμού που πρυτάνευσε – με πανδημοκρατικό σάλπισμα μάλιστα, χωρίς «κρατήματα». Το να γκρινιάζεις τώρα για τα γεράκια που ήταν κρυμμένα (ήταν κρυμμένα;) πίσω από τα περιστέρια αποκαλύπτει πολιτική μυωπία. Το να ανακαλύπτεις τώρα ότι ο Μπάιντεν δεν σκοπεύει να αλλάξει πολλά (πέρα ίσως από το να αυξήσει τη βορειοαμερικανική επιθετικότητα) αποκαλύπτει άρνηση της πραγματικότητας.

Θα ήταν πιο τίμια μια παραδοχή ότι «δεν μπορούσε να γίνει τίποτα καλύτερο», δηλαδή ότι δεν υπάρχουν περιθώρια άσκησης μιας άλλης πολιτικής. Που δεν θα ίσχυε, βέβαια, ακόμη και μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια τα οποία θέτει το εκ γενετής αντιδραστικό πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, όταν τώρα ο Σάντερς δηλώνει ότι «είναι πολύ, πολύ ατυχές που ο Μπάιντεν φαίνεται έτοιμος να συγκροτήσει μια “ομάδα αντιθέτων” που μπορεί να περιλαμβάνει Ρεπουμπλικανούς και συντηρητικούς Δημοκρατικούς, αγνοώντας την προοδευτική κοινότητα», δεν μπορεί πραγματικά να κάνει τίποτα πέρα από το να εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του; Τους εκλέκτορες που διαθέτει, και δίχως τους οποίους ο Μπάιντεν δεν θα εκλεγεί πρόεδρος, γιατί δεν τους χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης ώστε να μην αγνοείται αυτή η προοδευτική κοινότητα; Διότι αυτό θα υπερέβαινε τα εσκαμμένα, είναι μία πιθανή απάντηση. Μα τα εσκαμμένα έχουν υπερπηδηθεί προ πολλού και από τους πάντες – πλην της προοδευτικής κοινότητας. Η οποία εξακολουθεί να φοβάται και τη σκιά της και να κρατά τη σκέψη της στον πάγο, ενώ τα πάντα ανατρέπονται γύρω της και βοούν οι δυνατότητες του αναγκαίου…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!