Την Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου κυρώθηκαν στη Βουλή τα πρωτόκολλα ένταξης στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και Φινλανδίας. Εντυπωσιακά στοιχεία: διαδικασία φαστ τρακ (άρχισε στις 10 π.μ. και είχε τελειώσει σε τρεις ώρες) – απουσία όλων των πολιτικών αρχηγών – σε επίπεδο κυβέρνησης παρουσία κκ Δένδια και Βαρβιτσιώτη – εισηγητές των κομμάτων Β΄ κατηγορίας. Πνεύμα «άντε να τελειώνουμε». Το γεγονός αγνοήθηκε από τα δελτία ειδήσεων της ημέρας, και την επομένη δεν υπήρχε καν στα ΜΜΕ, εφημερίδες και ιστοσελίδες. Αντιμετώπιση ως «τυπική διαδικασία».
Υπέρ της κύρωσης των δύο πρωτοκόλλων ψήφισαν Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, κατά το ΚΚΕ, η Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ25.
Επί της ουσίας δηλαδή είχαμε μια εκδήλωση ακραίας ΝΑΤΟφροσύνης του πολιτικού κόσμου, και μια πλήρη αδιαφορία για το επείγον και εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της ανάκτησης βαθμών κυριαρχίας της χώρας (σε έναν κόσμο που αλλάζει ιλιγγιωδώς), της προβολής του στόχου της Ουδετερότητας. Η πλήρης υποβάθμιση του τι έγινε στην Βουλή στις 15 Σεπτεμβρίου –από ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο, ακόμα κι από αυτούς που ψήφισαν κατά– δείχνει μια πιο συνολική ροπή και αποδοχή του ατλαντισμού στην αναμέτρηση ανάμεσα στη «συλλογική Δύση» και τον «υπόλοιπο» κόσμο (West vs Rest). Μόνο που η επιλογή της ΝΑΤΟφροσύνης βλάπτει σοβαρά και πολλαπλά τη χώρα.
Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας θα δώσει πιο επιθετική ορμή στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ τόσο ενάντια στη Ρωσία και την Κίνα, αλλά, προσοχή, και ενάντια στην Ευρώπη
Τι σημαίνει η κύρωση της ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ;
Η «Αγία Τριάς» του συστημικού πολιτικού κόσμου (Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ) ψήφισε υπέρ δηλώνοντας πως η Ελλάδα θα κινηθεί εντός των αναγκών της πολεμικής-στρατιωτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Προσοχή, αυτή η «τριπλέτα» –που πολύ αυτάρεσκα αυτοανακηρύσσεται «80% του ελληνικού λαού»– κυβέρνησε, κυβερνά και πρόκειται να κυβερνήσει το επόμενο διάστημα. Και δηλώνει πως δεν πρόκειται όχι να αμφισβητήσει, αλλά ούτε καν να σκεφτεί μια πιο αυτόνομη πορεία της χώρας – έστω με αστερίσκους, με επιφυλάξεις, με κάποιες μικρές ή πιο σημαντικές διαφοροποιήσεις. Δηλαδή χωρίς να χρησιμοποιήσει μια αρκετά μεγάλη γκάμα δυνατοτήτων ώστε να ανακτά κάποιους βαθμούς κυριαρχίας και να εξασφαλίζει καλύτερες θέσεις για την εθνική κυριαρχία και την αντιμετώπιση ενός αρκετά επικίνδυνου και ζωηρού «γείτονα». Η «Αγία Τριάς», χωρίς καμία αναστολή, απλώς παραδίδεται στον ακραίο ατλαντισμό εκδηλώνοντας μια ακραία ΝΑΤΟφροσύνη.
Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας αποτελεί μια ακόμα ενδυνάμωση μιας επιθετικής συμμαχίας, ενός στρατιωτικού βραχίονα-συμπληρώματος της αμερικανικής πολεμικής μηχανής, που προδιαγράφει διεύρυνση του πολέμου, των επεμβάσεων και των κινδύνων για χώρες και λαούς – ειδικά στην Ευρώπη. Ακόμα, γίνεται σε μια στιγμή που θα δώσει πιο επιθετική ορμή στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ τόσο ενάντια στη Ρωσία και την Κίνα, αλλά, προσοχή, και ενάντια στην Ευρώπη. Ο μεγάλος κερδισμένος μέχρι τώρα είναι ο Αμερικάνος, αφού κόβει τους δεσμούς Ευρώπης-Ρωσίας και κονιορτοποιεί κάθε προοπτική αυτόνομου ρόλου της Ευρώπης. Ο μεγάλος χαμένος από τον πόλεμο είναι η Ευρώπη, και αυτό μπορεί να το δει ο καθένας.
Αποκαλυπτικές τοποθετήσεις
Ο κ. Δένδιας θα πει χωρίς αναστολές: «(Η Σουηδία και η Φινλανδία) με τις εξελιγμένες στρατιωτικές τους δυνατότητες θα συμβάλουν στην ενίσχυση των επιχειρησιακών ικανοτήτων της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, κάτι που στην παρούσα συγκυρία έχει μεγάλη σημασία». Αναφερόμενος δε στην Αλεξανδρούπολη, δήλωσε: «Η ζωή ήρθε να αποδείξει σε σύντομο χρόνο τι τεράστια επιτυχία αποτελούσε αυτή η επιλογή, και ξέρουμε όλοι ότι η Αλεξανδρούπολη αποτελεί τον κύριο λιμένα ενίσχυσης της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ. Η απόσταση μέχρι την Οδησσό είναι μικρότερη από την απόσταση μέσω των Στενών και επίσης, αν δει κανείς τις γεωγραφικές αποστάσεις από τις άλλες επιλογές, καταλαβαίνει τι σημασία έχει».
Πιο καθαρά δεν γίνεται να ειπωθούν!
Στη συζήτηση στη Βουλή μόνο ο κ. Μυλωνάκης της Ελληνικής Λύσης συνέδεσε την άρνηση του κόμματός του ιδιαίτερα με τη στιγμή που γίνεται η ένταξη των δύο χωρών, και αφού (εδώ είναι το σημαντικό) υπογράφτηκε το ειδικό μνημόνιο αυτών των χωρών με την Τουρκία. Ένα μνημόνιο που αναιρεί το εμπάργκο που υπήρχε για την πώληση όπλων από τις δύο σκανδιναβικές χώρες προς την Τουρκία (πέρα από τη «θυσία» για το καλό της συμμαχίας Κούρδων και Τούρκων πολιτικών προσφύγων, που πρέπει να παραδίδονται στον «δημοκράτη» Ερντογάν για τα «περαιτέρω»).
Το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 κινήθηκαν σε ένα πλαίσιο γενικής καταγγελίας του ΝΑΤΟ και του ρόλου του, στηλίτευσαν τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων και ψήφισαν, όπως είπαμε, κατά της κύρωσης.
Επί της ουσίας
Οι εξαρτημένες ντόπιες οικονομικές και πολιτικές ελίτ, η άρχουσα τάξη, επιλέγουν στην παρούσα φάση να συρθούν εντελώς στην αμερικανοΝΑΤΟϊκή «φωλιά». Πρώτον, για να αποκομίσουν οφέλη ορισμένες μερίδες πιο καλά πλασαρισμένες στους σχεδιασμούς του στρατοπέδου της «συλλογικής Δύσης» υπό αμερικάνικη ηγεμονία. Και δεύτερον, όπως επιχειρούν να το πλασάρουν, «για να προστατευθούμε καλύτερα απέναντι στον αναθεωρητισμό της Τουρκίας».
Κι όμως, αυτή η επιλογή (που αποκτά χαρακτήρα δομικής και στρατηγικής επιλογής) έρχεται σε αντίθεση με μια κατεύθυνση που θα κατοχύρωνε την οικονομική ζωή και την εθνική κυριαρχία από πολλές επιβουλές, φυσικά και τη λαϊκή κυριαρχία – η οποία θεωρείται «άχρηστη» σε στιγμές κρίσιμες και έκτακτες (δηλαδή μονίμως εδώ και καιρό). Κι όχι μόνο αυτή η πολιτική επιλογή μπορεί να οδηγήσει –πέρα από το αποδεκτό και ήδη πραγματοποιήσιμο, ακόμη κι αν δεν εγγράφεται τυπικά, σχήμα «μειωμένη κυριαρχία»– σε μεγάλους τυχοδιωκτισμούς και απώλεια-ακρωτηριασμό της ίδιας της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Γιατί;
Πρώτον, εξαιτίας του μεγέθους της χώρας και των δυνατοτήτων που έχει, σε συνάρτηση με τη δεδομένη εξάρτηση πολιτικού και οικονομικού κόσμου από ΗΠΑ και ευρωκρατία, σε ένα περιβάλλον που όλοι οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί αλλάζουν και εντείνονται οι ανταγωνισμοί σε υπέρμετρο βαθμό. Πρέπει να αναλογιστούμε τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις των Αμερικανών «μπόσηδων» – αλλά και άλλων δυνάμεων, όπως η Γερμανία που παρεμβαίνει στα Δυτικά Βαλκάνια, ή η Αγγλία που έχει ανοικτά φιλοτουρκικές θέσεις. Δηλαδή τόσο οι ανάγκες του πολέμου όσο και τα οικονομικά μετόπισθεν που αυτός έχει, αλλά και το τι θα γίνει με το μέγεθος Τουρκία, μπορούν να αλλάξουν πολλά δεδομένα. Άρα οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Αγγλία θα κινηθούν με βάση τα δικά τους συμφέροντα. Ήδη οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να έχουν πρόβλημα (ίσως να το προκαλούν κιόλας) ένα μεγάλο τμήμα της Ευρώπης να γίνει πεδίο βολής. Αν δεν καταφέρουν να προσεταιριστούν την Τουρκία, ή αν η τελευταία κινηθεί πιο αποφασιστικά προς τον ευρασιατικό άξονα, δεν αποκλείεται τίποτα όσον αφορά την ειρήνη στην περιοχή μας. Οι σπόντες που ρίχνουν στην ανθελληνική –σχεδόν ρατσιστική– και επεκτατική τους προπαγάνδα οι Τούρκοι επίσημοι όλο και πιο συχνά «συνιστούν» στην Ελλάδα να μην παίζει το παιχνίδι των Αμερικάνων και να μην αποτολμήσει έναν πόλεμο με την Τουρκία. Λόγια που μοιάζουν να παίρνουν υπόψη τους ότι ίσως να υπάρχει ένα τέτοιο σενάριο στα συρτάρια των επιτελείων των ΗΠΑ.
Δεύτερον, η ΝΑΤΟφροσύνη δεν μας προστατεύει καθόλου από τον τουρκικό επεκτατισμό. Αυτό έχει φανεί και ιστορικά (π.χ. Κύπρος 1974, Ίμια 1996 κ.λπ.), αλλά φαίνεται και τώρα, που η Τουρκία αναβαθμίζεται και αντιμετωπίζεται πλέον από όλους ως μια μεγάλη δύναμη. Αυτή λοιπόν η μεγάλη δύναμη έχει τη στρατηγική να κυριαρχήσει στον χώρο της Ν.Α. Μεσογείου (πέρα από άλλους στόχους), και αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό από τους Δυτικούς σε μεγάλο βαθμό αν παραμείνει η Τουρκία «στο μαντρί». Όμως η αναβάθμιση της Τουρκίας της δημιουργεί την πεποίθηση και τη φιλοδοξία ότι δεν θα της δώσουν κάτι τις ως «μπαχτσίσι», αλλά ότι θα πάρει (θα κατακτήσει δηλαδή) ό,τι θέλει με την ισχύ της. Άρα η ομπρέλα του ΝΑΤΟ δεν θα την εμποδίσει σε αυτά. Ούτε όμως και οι ΗΠΑ μπορούν να παρέμβουν όπως στο μακρινό από πολλές απόψεις 1996, όπου ο τότε υπουργός Εξωτερικών κ. Χόλμπρουκ υπαγόρευσε όρους ώστε να λήξει η κρίση στα Ίμια. Και μην ξεχνάμε την επανειλημμένη προτροπή (γραμμή) του ΝΑΤΟ προς Ελλάδα και Τουρκία με το «βρείτε τα», που σημαίνει ανοικτά φιλοτουρκική θέση.
Τρίτον, η Ελλάδα, παρά τα «ανήκομεν εις την Δύσιν» είχε πάντα ορισμένες σχέσεις με την ΕΣΣΔ και τη Ρωσία. Όπως υπήρχαν και τμήματα των ελληνικών ελίτ με ιδιαίτερες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία. Η Ρωσία ενδιαφέρεται για τη διέλευσή της από τα Στενά αλλά και το Αιγαίο, και είχε ειδικές σχέσεις με την Κύπρο (οικονομικές δραστηριότητες κ.λπ.). Οι πρόσφατες εξελίξεις με τον πόλεμο στην Ουκρανία τείνουν να διαρρήξουν όλες αυτές τις σχέσεις. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως εχθρική χώρα προς τη Ρωσία. και ο αντιρωσισμός –κατευθυνόμενος και χρηματοδοτούμενος από τις ΗΠΑ– ανεβάζει την ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών. Άμεσο αποτέλεσμα θα είναι ο ενεργειακά δύσκολος χειμώνας, καθώς και η δύσκολη τροφοδοσία με τρόφιμα και λιπάσματα και πρώτες ύλες. Μια τέτοια εξέλιξη βλάπτει τη χώρα τη στιγμή που η «συλλογική Δύση» (τόσο με την μορφή των ΗΠΑ όσο και αυτής της Ε.Ε.) αδιαφορεί για την τύχη χωρών και κοινωνιών και νοιάζεται μόνο να κερδίζει πολλά δισεκατομμύρια. Πώς; Ξεφορτώνοντας και μετακυλώντας την κρίση στους εργαζόμενους και τους λαούς της Ευρώπης υπό το σύνθημα «πολεμική οικονομία για την ελευθερία». Από όλες τις πλευρές η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει πιο μετρημένη, πιο ισορροπημένη στάση στο νέο κύκλο που άνοιξε ο πόλεμος: όχι άμεση εμπλοκή (π.χ. όχι αποστολή πολεμικού υλικού), όχι στις κυρώσεις προς τη Ρωσία. Αυτά ακόμα και χώρες που είναι στη Δυτική πλευρά τα έχουν κάνει. Το κάνει και σε πολύ ανώτερη μορφή η Τουρκία (που στέλνει πολεμικό υλικό στην Ουκρανία, και την ίδια στιγμή έχει αναβαθμισμένες σχέσεις με την Ρωσία).
Η ακραία ΝΑΤΟφροσύνη αποδυναμώνει την κυριαρχία της χώρας, τη μετατρέπει σε κόμβο στρατιωτικών και ενεργειακών επιλογών των ΗΠΑ και, κυρίως, την αφήνει πολύ εκτεθειμένη απέναντι σε επιβουλές
Συμπερασματικά
Η ακραία ΝΑΤΟφροσύνη αποδυναμώνει την κυριαρχία της χώρας, τη μετατρέπει σε κόμβο στρατιωτικών και ενεργειακών επιλογών των ΗΠΑ και, κυρίως, την αφήνει πολύ εκτεθειμένη απέναντι σε επιβουλές. Πρώτον, με τη μετατροπή της σε εχθρικό οχυρό απέναντι στην Ρωσία, με τη χρησιμοποίησή της στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και άλλων Δυτικών στις σχέσεις τους με την Τουρκία, με την οικονομική και κυρίως κοινωνική πολτοποίηση του πληθυσμού της. Ακόμα περισσότερο επειδή η ακραία ΝΑΤΟφροσύνη δεν είναι μια ουδέτερη επιλογή: δυσκολεύει και αντιστρατεύεται μια πορεία Ουδετερότητας της χώρας μέσω της κατάκτησης βαθμών κυριαρχίας και πιο διαφοροποιημένων επιλογών σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Επομένως, ο στόχος της Ουδετερότητας της χώρας συνδέεται με την κατάκτηση βαθμών κυριαρχίας, με όρους που να οδηγούν σε διέξοδο της χώρας από τις ασφυκτικές τανάλιες και απειλές Δύσης και Τουρκίας. Στόχος που περνά και μέσα από την προοπτική να γίνει η Ελλάδα παράγοντας ειρήνης στον σύγχρονο κόσμο, κι όχι να λειτουργήσει ως προσάναμμα ή οχυρό ή κόμβος στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ.
Υπάρχει βεβαίως το ερώτημα: υφίστανται δυνάμεις (πολιτικές-κοινωνικές) και δυνατότητες στην Ελλάδα που να «σηκώσουν» το βάρος μιας τέτοιας κατεύθυνσης Ουδετερότητας; Με αυτό θα ασχοληθούμε σε επόμενο σημείωμα. Προκαταβολικά πρέπει να τονιστεί ότι επιβάλλεται από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα η συσκότιση γύρω από αυτό το θέμα της Ουδετερότητας της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, όποιος θεωρεί μονόδρομο τη ΝΑΤΟφροσύνη βρίσκεται εντελώς σε λάθος όχθη της ιστορίας…