Το deal Λαγκάρντ – Μέρκελ τη διευκολύνει, αλλά ανεβάζει τον λογαριασμό και ελαστικοποιεί το χρονοδιάγραμμά της – Ελλάδα- Γερμανία σε πολιτικά συγκοινωνούντα δοχεία

 

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Η «διευκρίνιση» του Ντάισεμπλουμ , μετά την τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup, ότι η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα ρευστότητας τους επόμενους μήνες, μέχρι τον Ιούλιο που οφείλει να εξοφλήσει δανεισμό 7 δισ. ευρώ, φωτογραφίζει ένα χρονοδιάγραμμα-λάστιχο για την αξιολόγηση, που μπορεί να φτάσει στο παρά πέντε. Κι ακόμη, η έμφαση με την οποία η Λαγκάρντ, μετά τη συνάντηση με τη Μέρκελ στο Βερολίνο, μίλησε για «πολλή δουλειά που χρειάζεται για να μπορέσει να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο σχέδιο στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ», παρασύρει την αξιολόγηση προς τον Απρίλιο και τον Μάιο.

Ο χρόνος –δηλαδή, το γεγονός ότι Ευρωπαίοι δανειστές και ΔΝΤ συμφωνούν ότι δεν βιάζονται– είναι ο σημαντικότερος «εχθρός» της προσπάθειας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να κλείσει η αξιολόγηση το συντομότερο δυνατό. Και δουλεύει σε βάρος της, γιατί οι υποχωρήσεις που έκανε στο Eurogroup προφανώς δεν είναι οι τελευταίες. Η επιστροφή του κουαρτέτου και οι ισορροπίες που πρέπει να βρουν οι συνιστώσες τους μετά το deal Λαγκάρντ – Μέρκελ στο Βερολίνο, είναι βέβαιο ότι θα αυξήσουν τον λογαριασμό.

 

Τέσσερις «ειδήσεις» από το ΔΝΤ

Η συμφωνία ΔΝΤ – Βερολίνου αποσαφήνισε, τουλάχιστον από την πλευρά της Κριστίν Λαγκάρντ, τέσσερα κρίσιμα ζητήματα:

Πρώτον, ότι το ΔΝΤ έχει τη συναίνεση (ή ανοχή) της νέας αμερικανικής κυβέρνησης στην τακτική του έναντι της Ελλάδας και της Ευρωζώνης συνολικά, που περιλαμβάνει λελογισμένη πίεση προς τη γερμανική ηγεσία για αλλαγή μίγματος πολιτικής, αλλά και αξιοποίηση υπέρ του Ταμείου των γερμανικών απαιτήσεων της τελευταίας για πρόσθετα μέτρα.

Δεύτερον, «πάγωμα» της πίεσης του Ταμείου για άμεση νέα ελάφρυνση του χρέους. Εκτός της δημόσιας αποκήρυξης του ονομαστικού του «κουρέματος», που διευκολύνει σαφώς τη γερμανική ηγεσία, με τον επισημότερο τρόπο η Λαγκάρντ απέσυρε την πίεση να ληφθούν τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα –επιμηκύνσεις και μείωση επιτοκίων– και αποδέχθηκε τη γερμανική απαίτηση αυτά να εξεταστούν μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου, με μόνη υποσημείωση ότι μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης μπορεί να ζητηθούν «λεπτομέρειες» για τα μέτρα αυτά.

Τρίτον, και μάλλον χειρότερο, η διευθύντρια του ΔΝΤ συνέδεσε το εύρος της μελλοντικής αναδιάρθρωσης του χρέους με την απόδοση των «μεταρρυθμίσεων» –όπως μετονομάστηκαν τα πρόσθετα μέτρα–, ιδιαίτερα στο φορολογικό και το συνταξιοδοτικό.

Τέταρτο, και παρεπόμενο του προηγούμενου, επιτυγχάνει αναγκαστική μετακίνηση της πλευράς των Ευρωπαίων δανειστών προς τη δική του εκδοχή για το ύψος των μέτρων που «παράγουν» πλεόνασμα 3,5% μετά το 2018, όσο πιο κοντά στα 4-4,2 δισ. ευρώ που ζητεί το ΔΝΤ.

 

Βαγγέλης Παυλίδης, www.pavlidiscartoons.com
Βαγγέλης Παυλίδης, www.pavlidiscartoons.com

 

Περί «δημοσιονομικής ουδετερότητας»

Στο τελευταίο στοιχείο, το μέγεθος του οποίου θα αποσαφηνιστεί όταν γίνει η «απόβαση» του κουαρτέτου στην Αθήνα, πιθανότατα την ερχόμενη εβδομάδα, η κυβέρνηση αντιτείνει ότι το πακέτο που θα συμφωνηθεί και θα κληθούν να ψηφίσουν οι βουλευτές θα είναι «δημοσιονομικά ουδέτερο», επικαλούμενη μάλιστα τον επίτροπο Μοσκοβισί. Ο υπουργός Οικονομικών Ευτ. Τσακαλώτος κάνει φιλότιμες προσπάθειες να εκλαϊκεύσει τα… σανσκριτικά της οικονομίας, υποστηρίζοντας ότι για κάθε πρόσθετο δισ. μέτρων στη φορολογία ή στο συνταξιοδοτικό (μείωση αφορολογήτου και προσωπικής διαφοράς) θα υπάρχει ένα αντίστοιχο ποσό «θετικών» μέτρων, όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών και πρόσθετα προνοιακά βοηθήματα σε συνταξιούχους που θα δουν μειωμένες συντάξεις. Ωστόσο, η δημοσιονομική «ουδετερότητα», κι ακόμη περισσότερο η υποτιθέμενη υποκατάσταση της λιτότητας από μεταρρυθμίσεις, είναι καθαρές επινοήσεις: το σύνολο των μέτρων υπηρετεί τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, με τελικό προορισμό την εξυπηρέτηση του χρέους. Η νέα αναδιανομή της φτώχειας εις βάρος μισθωτών και συνταξιούχων συντελείται τελικά υπέρ των δανειστών.

 

Μεταμνημονιακά πλεονάσματα σε εκκρεμότητα

Το μόνο ερώτημα που απομένει είναι για τι ύψους και τι διάρκειας πλεονάσματα μιλάμε. Γιατί, ναι μεν η κυβέρνηση καλείται να νομοθετήσει από τώρα για το τι θα γίνει μετά το 2018, αλλά είναι ενδεχόμενο αυτό –για το οποίο το ΔΝΤ έχει τη γνωστή άποψη μείωσης των πλεονασμάτων αρκετά κάτω του 3,5% και διάρκειας όχι μεγαλύτερης των 3 ετών– να μείνει σε εκκρεμότητα ακόμη κι αν κλείσει η αξιολόγηση.

Με δεδομένες αφενός τη ρητή διαφωνία ΔΝΤ – Βερολίνου στο πεδίο αυτό και αφετέρου την κατανόηση του Ταμείου στις πολιτικές ανάγκες της Άγκελα Μέρκελ, είναι πιθανό η μεσοπρόθεσμη, μεταμνημονιακή δέσμευση της Ελλάδας να αποφασιστεί μετά τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο. Άλλωστε, η διατήρηση αυτής της εκκρεμότητας εξυπηρετεί και το ΔΝΤ, που είναι δύσκολο να αποφασίσει νωρίτερα για το ενδεχόμενο χρηματοδοτικής συμμετοχής στο τρίτο Μνημόνιο. Έτσι κι αλλιώς, με τον βολικό και αδάπανο ρόλο του τεχνικού συμβούλου έχει ήδη επιτύχει έναν μικρό θρίαμβο.

Η «συναίνεση του Βερολίνου» υπαγορεύτηκε αμιγώς από πολιτικά κριτήρια. Προηγούνται φυσικά οι εκλογικές ανάγκες της κας Μέρκελ και των δυο χριστιανικών κομμάτων της, αλλά και οι ανάγκες της κας Λαγκάρντ να βρει modus vivendi με την κυβέρνηση Τραμπ. Ακολουθούν οι ανάγκες της ολλανδικής και της γαλλικής πολιτικής ελίτ, σε δυο χώρες όπου η ακροδεξιά έχει επιβάλει την ατζέντα της στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαρτίου και του Μαΐου. Κι έπειτα, έρχεται η ανάγκη πολιτικής σταθεροποίησης συνολικά στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε., που κλυδωνίζονται από το ήδη δρομολογημένο Brexit κι από άλλα επαπειλούμενα exits. Αυτές οι ανάγκες υπαγόρευσαν σε όλους τους παίκτες την επιλογή να εξωραΐσουν όσο μπορούν την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας –περίσσεψαν τα καλά λόγια απ’ όλους για την «πρόοδο στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων»–, αποσπώντας ταυτόχρονα από την ελληνική κυβέρνηση τις νέες υποχωρήσεις.

 

Οι πολιτικοί αστερίσκοι της συμφωνίας

Ωστόσο, η «συναίνεση του Βερολίνου» έχει αφήσει και αρκετούς πολιτικούς αστερίσκους που αφορούν κυρίως την Ελλάδα και τη Γερμανία, οι πολιτικές ηγεσίες των οποίων κινούνται εντός ενός ιδιότυπου συστήματος συγκοινωνούντων δοχείων. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, πρώτη, έχει να αντιμετωπίσει μια ακόμη πολιτική δοκιμασία, αυτήν της νομοθέτησης των νέων μέτρων, χωρίς καν την περίφημη «ρήτρα ακύρωσης» που υποτίθεται ότι διαπραγματευόταν, μαζί με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που θα οδηγούσαν στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Το σχέδιο αυτό βρίσκεται σε γκρίζα ζώνη, και θα απαιτούσε λεπτή πολιτική ακροβασία από την ηγεσία της ΕΚΤ να αποφασίσει την αγορά ελληνικών ομολόγων αν κλείσει η αξιολόγηση, χωρίς εγγυήσεις βιωσιμότητας του χρέους. Ίσως γι’ αυτό ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, που τον περασμένο Οκτώβριο δήλωνε αισιόδοξος ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές το 2017, τώρα μετέθεσε την αισιοδοξία του στο 2018.

Ο δεύτερος πολιτικός αστερίσκος αφορά το γερμανικό Κοινοβούλιο. Με δεδομένο ότι το ΔΝΤ παραμένει μεν ως τεχνικός σύμβουλος, αλλά δεν μπαίνει τώρα με χρηματοδότηση στο πρόγραμμα, δυσκολεύει τον Β. Σόιμπλε να πείσει το γερμανικό κοινοβούλιο να εγκρίνει εκταμίευση της δόσης των 6 δισ. που αντιστοιχεί στη δεύτερη αξιολόγηση, όποτε αυτή κλείσει. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη επιμένοντας όλο το προηγούμενο διάστημα ότι χωρίς δανεισμό από το ΔΝΤ το πρόγραμμα διακόπτεται. Τώρα, πρέπει να πείσει τους βουλευτές του κόμματός του ότι αυτό τροποποιείται ελαφρώς. Και διαρροές είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται στην σχεδόν αμφίρροπη αναμέτρηση με το SPD.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!