του Άλβαρο Μπιάνκι και της Ντανιέλα Μούσι*
Πριν από ογδόντα χρόνια, στις 27 Απρίλη του 1937, πέθανε ο Αντόνιο Γκράμσι, μετά από δέκα χρόνια εγκλεισμού στις φασιστικές φυλακές. Έχοντας αργότερα αναγνωριστεί σε όλο τον κόσμο για τη θεωρητική του εργασία που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Τετράδια της φυλακής», ο Γκράμσι ξεκίνησε τον πολιτικό του προβληματισμό στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, σαν νεαρός φοιτητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Ήδη από τότε, τα άρθρα που δημοσίευε στον σοσιαλιστικό τύπο αποτελούσαν μια πρόκληση, όχι μόνο για τον εν εξελίξει πόλεμο, αλλά και για την καθολική, εθνικιστική και φιλελεύθερη κουλτούρα που τότε κυριαρχούσε στην Ιταλία.
Στις αρχές του 1917, ο Γκράμσι εργάζεται σαν δημοσιογράφος στη σοσιαλιστική εφημερίδα του Τορίνο, τη Grido del Popolo (Φωνή του λαού), και συνεργάζεται με την πιεμοντέζικη έκδοση του Avanti! (Εμπρός!). Κατά τους πρώτους μήνες μετά την Επανάσταση του Φλεβάρη στη Ρωσία, οι σχετικές ειδήσεις έφθαναν σπάνια στην Ιταλία. Ως επί το πλείστον περιοριζόντουσαν στην αναδημοσίευση άρθρων από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία του Λονδίνου και του Παρισιού. Στο Avanti! δημοσιευόντουσαν τακτικά άρθρα με την υπογραφή «Τζούνιορ», ψευδώνυμο του Βασίλι Βασιλίεβιτς Σουτσόμλιν, εξόριστου σοσιαλεπαναστάτη (SR στην ελληνική βιβλιογραφία εσέροι).
Για να εφοδιάσει τους ιταλούς σοσιαλιστές με έγκυρες πληροφορίες, η ηγεσία του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI-Partito Socialista Italiano), απέστειλε τηλεγράφημα στον βουλευτή Οντίνο Μοργκάρι, που βρισκόταν στη Χάγη, ζητώντας του να πάει στην Πετρούπολη και να έρθει σε επαφή με τους επαναστάτες. Αλλά η αποστολή απέτυχε και ο Μοργκάρι γύρισε στην Ιταλία τον Ιούλη. Στις 20 Απρίλη όμως, το Avanti! είχε δημοσιεύσει ένα γνωστό σημείωμα του Γκράμσι για την προσπάθεια αυτή του βουλευτή, ονομάζοντας τον «κόκκινο πρεσβευτή». Ήταν εμφανής ο ενθουσιασμός του Γκράμσι για όσα συνέβαιναν στη Ρωσία: αυτός πίστευε τότε πως η δυνατότητα της ιταλικής εργατικής τάξης να τερματίσει τον πόλεμο εξαρτιόταν άμεσα από τη δύναμη του ρώσικου προλεταριάτου. Πίστευε πως με τη ρωσική επανάσταση θα άλλαζαν ριζικά όλες οι διεθνείς σχέσεις.
Ο παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν στην πιο κρίσιμη φάση του, και η στρατιωτική κινητοποίηση συντάραζε βαθειά τη ζωή του ιταλικού λαού. Ο Άντζελο Τάσκα, ο Ουμπέρτο Τερρατσίνι και ο Παλμίρο Τολιάτι επιστρατεύτηκαν, ενώ ο Γκράμσι, φίλος και σύντροφος τους, απαλλάχθηκε, λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του. Έτσι η δημοσιογραφία έγινε το δικό του «πολεμικό μέτωπο».
Στο άρθρο του για τον Μοργκάρι, ο Γκράμσι ανάφερε θετικά μια δήλωση των ρώσων εσέρων, που είχε δημοσιευτεί στην Ιταλία από την εφημερίδα Corriere della Sera, που καλούσε όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να σταματήσουν την στρατιωτική προέλαση, και να περιοριστούν μόνο στην αμυντική δράση απέναντι στην γερμανική επίθεση. Αυτή η θέση χαρακτηρίστηκε σαν «επαναστατικός αμυντισμός», και υιοθετήθηκε από την ευρεία πλειοψηφία του Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ, που διεξαγόταν εκείνο τον Απρίλη. Το L’Avanti!, λίγες μέρες μετά, δημοσίευσε το τελικό ψήφισμα που εγκρίθηκε από το Συνέδριο, σε μετάφραση του «Τζούνιορ».
Όμως, παράλληλα με ειδήσεις που εισέρρεαν στο μεταξύ, ο Γκράμσι άρχισε να επεξεργάζεται μια δική του άποψη για όσα συνέβαιναν στη Ρωσία. Στα τέλη του Απρίλη δημοσίευσε στη Grido del Popolo (Φωνή του λαού) άρθρο με τίτλο «Σημειώσεις για τη ρωσική επανάσταση». Αντίθετα από την πλειοψηφία των σοσιαλιστών της εποχής – που ανέλυαν τα γεγονότα της Ρωσίας παρομοιάζοντας τα με μια νέα Γαλλική Επανάσταση – ο Γκράμσι τα χαρακτήριζε σαν «προλεταριακό συμβάν» που θα οδηγούσε στον σοσιαλισμό.
Για τον Γκράμσι, η Ρωσική Επανάσταση ήταν εντελώς διαφορετική από το γιακωβίνικο μοντέλο, που θεωρούσε ξεκάθαρη «αστική επανάσταση». Αναλύοντας τα γεγονότα της Πετρούπολης, παρουσίαζε ένα πολιτικό πρόγραμμα με προοπτική. Όπου, μετασχηματίζοντας το κίνημα σε επανάσταση των εργαζομένων, οι ρώσοι σοσιαλιστές έπρεπε να διακόψουν οριστικά με το γιακωβίνικο μοντέλο, που χαρακτηριζόταν από τη συστηματική χρήση της βίας και μια περιορισμένη πολιτιστική δραστηριότητα.
Τους επόμενους μήνες ο Γκράμσι ευθυγραμμίστηκε γρήγορα με τους μπολσεβίκους: θέση που έκφραζε εξάλλου τη συμφωνία του με τις πιο ριζοσπαστικές αντιπολεμικές τάσεις στο εσωτερικό του PSI-ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος. Σε άρθρο της 28 Ιούλη, με τίτλο «Οι ρώσοι μαξιμαλιστές», ο Γκράμσι δήλωνε ξεκάθαρη υποστήριξη στον Λένιν και σε αυτό που όριζε σαν «μαξιμαλιστική» πολιτική. Κατά τη γνώμη του αυτή αντιπροσώπευε «τη συνέχιση της επανάστασης…το ρυθμό της επανάστασης …[και] για τούτο την ίδια την επανάσταση». Οι μαξιμαλιστές ενσάρκωναν την «οριακή ιδέα του σοσιαλισμού», που έσπαγε τους δεσμούς με το παρελθόν.
Ο Γκράμσι επέμενε στο ότι η επανάσταση δεν έπρεπε να διακοπεί, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να ανατρέψει την αστική πραγματικότητα. Για τον δημοσιογράφο της Grido del Popolo (Φωνή του λαού) ο μεγαλύτερος κίνδυνος για όλες τις επαναστάσεις, και ιδιαίτερα για τη ρωσική, ήταν η εξάπλωση της αντίληψης πως η διαδικασία μετασχηματισμού είχε πετύχει τον τελικό της σκοπό.
Οι μαξιμαλιστές ήταν η δύναμη που αντιδρούσε σε αυτό το σφάλμα, και ακριβώς για αυτό αποτελούσαν «τον τελευταίο λογικό κρίκο στην επαναστατική προοπτική». Στον συλλογισμό του Γκράμσι όλα τα στάδια της επαναστατικής διαδικασίας συνδεόντουσαν το ένα με το άλλο, κινούμενα σε μια κατεύθυνση όπου τα πιο ισχυρά και αποφασιστικά στοιχεία ήταν σε θέση να σπρώξουν τα πιο αδύναμα και αμφιταλαντευόμενα.
Στις 5 Αυγούστου έφτασε στο Τορίνο μια αντιπροσωπεία των ρώσικων σοβιέτ, στην οποία εκτός των άλλων, συμμετείχαν ο Γιόσιφ Γκόλντενμπεργκ και ο Αλεξάντρ Σμιρνώφ. Το ταξίδι τους είχε την έγκριση της ιταλικής κυβέρνησης, που έλπιζε πως η νέα ρώσικη κυβέρνηση θα συνέχιζε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Μετά τη συνάντηση με τη ρωσική αντιπροσωπεία, οι ιταλοί σοσιαλιστές εξέφρασαν την αμηχανία τους για τις ιδέες που ακόμη κυριαρχούσαν στο εσωτερικό των ρωσικών σοβιέτ. Στο κύριο άρθρο της 11 Αυγούστου της Grido del Popolo ο συντάκτης του αναρωτιόνταν:
«Ακούγοντας τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του ρωσικού Σοβιέτ να μιλούν για τη συνέχιση του πολέμου με σκοπό την προστασία της επανάστασης, αναρωτιόμαστε με αγωνία μήπως αντίθετα αυτοί θέλουν – χωρίς να το γνωρίζουν ή να το επιθυμούν – να συνεχίσουν τον πόλεμο για την υπεράσπιση των συμφερόντων της νέας ρωσικής αστικής τάξης, ενάντια στην προλεταριακή επίθεση για μια ακόμη νίκη της καπιταλιστικής συμμαχίας, ενάντια στον επελαύνοντα κολλεκτιβιστικό κίνδυνο»
Παρ’ όλα αυτά, η επίσκεψη της αντιπροσωπείας ήταν μια ευκαιρία για να προπαγανδιστεί η επανάσταση και οι ιταλοί σοσιαλιστές την εκμεταλλεύτηκαν πολύ καλά. Η αντιπροσωπεία, αφού πέρασε από τη Ρώμη, τη Φλωρεντία, την Μπολόνια και το Μιλάνο, επέστρεψε στο Τορίνο. Μπροστά στο Σπίτι του Λαού, σαράντα χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν υπέρ της ρωσικής επανάστασης στην πρώτη δημόσια κινητοποίηση που είχε οργανωθεί στην πόλη μετά τον Μεγάλο Πόλεμο.
Από τον εξώστη του κτιρίου, ο Τζιατσίντο Μενότι Σεράτι, τότε επικεφαλής της μαξιμαλιστικής τάσης στο εσωτερικό του κόμματος και σταθερά αντίπαλος του πολέμου, έκανε τη μετάφραση της ομιλίας του Γκόλντενμπεργκ. Μετά την τοποθέτηση του αντιπροσώπου, ο Σεράτι διαβεβαίωσε πως οι ρώσοι επιθυμούσαν τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών, και κατέληξε «μεταφράζοντας» το σύνθημα «Ζήτω η ιταλική επανάσταση!», στο οποίο το πλήθος ανταπάντησε με το σύνθημα « Ζήτω η ρωσική Επανάσταση! Ζήτω ο Λένιν!».
Ο Γκράμσι έγραψε ενθουσιασμένος για αυτή τη διαδήλωση στη Grido del Popolo. Η διαδήλωση, κατά τη γνώμη του, είχε αποτελέσει μια αυθεντική «θεαματική εκδήλωση των προλεταριακών και σοσιαλιστικών δυνάμεων υπέρ της επαναστατικής Ρωσίας». Λίγες μέρες αργότερα, αυτό το «θέαμα» θα επαναλαμβανόταν στους δρόμους του Τορίνο.
Το πρωί της 22ας Αυγούστου στο Τορίνο δεν υπήρχε ψωμί, εξαιτίας μιας μεγάλης κρίσης προμηθειών που είχε προκαλέσει ο πόλεμος. Το μεσημέρι οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλειά στα εργοστάσια της πόλης. Στις 5 το απόγευμα, με σχεδόν όλα τα εργοστάσια κλειστά, το πλήθος ξεχύθηκε στην πόλη, λεηλατώντας αρτοποιεία και καταστήματα τροφίμων. Ο αυθόρμητος ξεσηκωμός, που δεν είχε οργανωθεί από κανέναν συγκεκριμένα, απλώθηκε και κυριάρχησε στην πόλη. Οι διαδηλωτές δεν αρκέστηκαν στην αρπαγή προμηθειών και ψωμιού, και το κίνημα γρήγορα πήρε πολιτικά χαρακτηριστικά.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας η εξουσία του Τορίνο ανατέθηκε στο στρατό, που πήρε στα χέρια του τον έλεγχο της πόλης. Αλλά στην περιφέρεια εξακολούθησαν λεηλασίες και υψώθηκαν οδοφράγματα. Στη συνοικία Μπόργκο Σαν Πάολο, προπύργιο των σοσιαλιστών, οι διαδηλωτές περικύκλωσαν και έβαλαν φωτιά στην εκκλησία του Σαν Μπερναρντίνο. Η αστυνομία άνοιξε πυρ ενάντια στους διαδηλωτές. Οι συγκρούσεις εντάθηκαν στη διάρκεια της 24ης Αυγούστου. Το πρωί οι διαδηλωτές επιχείρησαν χωρίς επιτυχία να φτάσουν στο κέντρο της πόλης. Λίγες ώρες αργότερα βρέθηκαν μπροστά στα πυρά του πυροβολικού. Τελικός απολογισμός: 24 νεκροί και πάνω από 1.500 συλλήψεις. Η απεργία συνέχισε και την επομένη, χωρίς όμως οδοφράγματα. Στη συνέχεια συνελήφθησαν καμιά εικοσαριά σοσιαλιστές ηγέτες και έτσι έληξε η αυθόρμητη εξέγερση.
Η Grido del Popolo δεν κυκλοφόρησε τις μέρες εκείνες. Θα ξανακυκλοφορήσει την 1η Σεπτέμβρη, αυτή τη φορά υπό τη διεύθυνση του Γκράμσι, σε αντικατάσταση της σοσιαλίστριας Μαρία Τζιούντιτσε που είχε συλληφθεί. Η κρατική λογοκρισία ωστόσο δεν επέτρεπε να δημοσιευτεί τίποτε σχετικό με την εξέγερση. Όμως ο Γκράμσι άδραξε την ευκαιρία να κάνει μια μικρή αναφορά στον Λένιν: «μπορεί ο Κερένσκι να αντιπροσωπεύει το ιστορικό πεπρωμένο, αλλά ο Λένιν είναι η σοσιαλιστική προοπτική. Και μεις είμαστε με όλη μας την ψυχή, στο πλευρό του». Έκανε εδώ αναφορά στις μέρες του Ιούλη στη Ρωσία και στην καταδίωξη των μπολσεβίκων που τις ακολούθησε, αναγκάζοντας συν τοις άλλοις τον Λένιν να καταφύγει στη Φινλανδία.
Λίγες μέρες μετά, στις 15 Σεπτέμβρη, όταν ο στρατός με επικεφαλής τον στρατηγό Λαβρ Κορνίλωφ βάδιζε κατά της Πετρούπολης για να επαναφέρει την τάξη ενάντια στην επανάσταση, ο Γκράμσι ακόμη μια φορά αναφέρεται στην «επανάσταση που έγινε στις συνειδήσεις». Και στις 29 του Σεπτέμβρη ο Λένιν χαρακτηρίζεται σαν «αγκιτάτορας των συνειδήσεων, αφυπνιστής των κοιμωμένων ψυχών». Ακόμη δεν μπορούσε κανείς να εμπιστευθεί απόλυτα τις ειδήσεις που έφθαναν στην Ιταλία, και περνούσαν από το φίλτρο των μεταφράσεων του Τζούνιορ στο Avanti! Τότε ο Γκράμσι χαρακτηρίζει τον Βίκτορ Τσερνώφ των Σοσιαλεπαναστατών, σαν «τον άνθρωπο που εφαρμόζει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα ολοκληρωτικά σοσιαλιστικό, που δεν αποδέχεται συμμαχίες, και που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από τους αστούς επειδή ανατρέπει την αρχή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, επειδή ξεκινά επιτέλους τη σοσιαλιστική επανάσταση».
Στο μεταξύ συνεχίζεται η πολιτική κρίση στην Ιταλία. Μετά την ήττα του ιταλικού στρατού στη μάχη του Καπορέττο στις 12 Νοέμβρη, η σοσιαλιστική κοινοβουλευτική ομάδα με επικεφαλής τον Φιλίππο Τουράτι και τον Κλάουντιο Τρέβες, υιοθετεί μια καθαρά εθνικιστική θέση και υποστηρίζει την υπεράσπιση του «έθνους», κρατώντας αποστάσεις από την «φιλο-ουδετερότητα» των προηγούμενων ετών. Στις σελίδες του περιοδικού Critica Sociale (Κοινωνική Κριτική), ο Τουράτι και ο Τρέβες δημοσιεύουν άρθρο στο οποίο τονίζεται ότι, σε αυτή την κρίσιμη ώρα, το προλεταριάτο πρέπει να υπερασπιστεί την πατρίδα.
Η Ανένδοτη Επαναστατική Φράξια του κόμματος, από τη μεριά της, οργανώνεται για να αντιμετωπίσει την καινούρια κατάσταση. Τον Νοέμβρη, οι αρχηγοί της συγκαλούν μυστική συνάντηση στη Φλωρεντία για να συζητήσουν τον μελλοντικό προσανατολισμό του κόμματος. Ο Γκράμσι, που αποκτούσε σταδιακά σημαίνουσα θέση στη σοσιαλιστική ομάδα του Τορίνο, συμμετέχει στη συνάντηση σαν εκπρόσωπος της. Εκεί συμφωνεί με όσους, σαν τον Αμαντέο Μπορντίγκα, θεωρούν απαραίτητη τη στρατευμένη δράση, όταν ο Σερράτι και άλλοι τάσσονται υπέρ της διατήρησης της προηγούμενης ουδετερόφιλης τακτικής. Η συνάντηση ολοκληρώνεται επανεπιβεβαιώνοντας τον προλεταριακό διεθνισμό και την αντίθεση στον πόλεμο, χωρίς όμως καμία πρακτική οδηγία για την παραπέρα πορεία.
Ο Γκράμσι, ερμηνεύοντας τα γεγονότα του Αυγούστου στο Τορίνο, υπό το φως της Ρωσικής Επανάστασης, επιστρέφει από τη συνάντηση πεισμένος πως η ιστορική συγκυρία απαιτεί δράση. Ωθούμενος από αυτή την αισιοδοξία και στον απόηχο της κατάληψης της εξουσίας από τους μπολσεβίκους στη Ρωσία, γράφει τον Δεκέμβρη το άρθρο «Η επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο», όπου τονίζει: «Η επανάσταση των μπολσεβίκων μπολιάστηκε οριστικά στην γενική επανάσταση του ρώσικου λαού».
Εμποδίζοντας το βάλτωμα της επανάστασης, οι επαναστάτες του Λένιν κατάκτησαν την εξουσία και είναι σε θέση να ασκήσουν τη «δικτατορία τους» και να επεξεργαστούν «τις σοσιαλιστικές μορφές πού σ’ αυτές η επανάσταση θα πρέπει επιτέλους vα κλίνει για να συνεχίσει να εξελίσσεται αρμονικά». Στα 1917 ο Γκράμσι δεν είχε στη διάθεση του μια ξεκάθαρη ανάλυση των πολιτικών διαφορών στους κόλπους των ρώσων επαναστατών. Και πάνω απ’ όλα, πυρήνας των απόψεων του για τη σοσιαλιστική επανάσταση ήταν η αναγκαιότητα – αυτή – να αποτελέσει ένα συνεχές κίνημα «χωρίς μεγάλες αναταράξεις»
Με την εγγενή και ακαταμάχητη πολιτιστική της δύναμη, η επανάσταση των μπολσεβίκων «υλοποιήθηκε με Ιδεολογίες παρά με γεγονότα.». Για τον λόγο αυτό, η επανάσταση δεν ακολουθούσε κατά γράμμα το κείμενο του Μαρξ. Στη Ρωσία, συνεχίζει ο Γκράμσι, το «Κεφάλαιο» ήταν «το βιβλίο των αστών περισσότερο από ότι των προλετάριων». Ο Γκράμσι αναφέρεται στον Πρόλογο του 1867, όπου ο Μαρξ τονίζει πως τα περισσότερο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά έθνη δείχνουν στα λιγότερο ανεπτυγμένα το «δρόμο», τα φυσικά στάδια της προόδου, τα οποία δεν μπορεί να παραληφθούν.
Στη βάση του κειμένου αυτού, οι μενσεβίκοι είχαν ερμηνεύσει την κοινωνική ανάπτυξη της Ρωσίας με τρόπο που επιβεβαίωνε την αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας αστικής τάξης και μιας πλήρως ανεπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας, σαν προϋπόθεση για την έλευση του σοσιαλισμού. Όμως οι επαναστάτες καθοδηγούμενοι από τον Λένιν, σύμφωνα με τον Γκράμσι, «δεν είναι μαρξιστές» με τη στενή έννοια του όρου: πράγμα που σημαίνει πως ενώ δεν αρνούνται την «αυθεντική σκέψη» του Μαρξ, ωστόσο «αρνούνται ορισμένα σημεία του Κεφαλαίου» και δεν θέλουν να το υιοθετήσουν σαν «μια εξωτερική διδασκαλία, δογματικών και ασυζήτητων διαπιστώσεων.».
Για τον Γκράμσι, οι προβλέψεις του Μαρξ για την ανάπτυξη του καπιταλισμού που περιέχονται στο Κεφάλαιο, ισχύουν υπό κανονικές συνθήκες ανάπτυξης, όπου η συγκρότηση μιας «συλλογικής, κοινωνικής βούλησης» επαληθεύεται μέσα από μια «σειρά ταξικών εμπειριών», Όμως ο πόλεμος, επιτάχυνε απρόβλεπτα αυτή τη διαδικασία, και μέσα σε τρία χρόνια οι ρώσοι εργαζόμενοι βίωσαν συμπυκνωμένα μια σειρά εμπειριών: «Ο λιμός πλησίαζε, η πείνα, ο θάνατος από πείνα μπορούσε να καταβάλει. τους πάντες, να συντρίψει μ’ ενα χτύπημα δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Οι θελήσεις τέθηκαν σε ομοφωνία, μηχανικά πρώτα, δραστήρια, πνευματικά μετά την πρώτη επανάσταση».
Η συγκρότηση αυτής της συλλογικής λαϊκής βούλησης ευνοήθηκε από τη σοσιαλιστική προπαγάνδα. Αυτή έδωσε τη δυνατότητα στους ρώσους εργαζόμενους, σε έκτακτες συνθήκες, να ζήσουν όλη την ιστορία του προλεταριάτου σε μια στιγμή. Οι εργαζόμενοι αναγνώρισαν τις προσπάθειες των προγόνων τους να χειραφετηθούν «ιδεολογικά από τούς δεσμούς της δουλικότητας πού το καθιστούσαν ασήμαντο, για να γίνει νέα συνείδηση, σημερινή μαρτυρία ενός επερχόμενου κόσμου». Εξάλλου φτάνοντας στη συνείδηση αυτή, μια στιγμή όπου ο διεθνής καπιταλισμός είχε φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη σε χώρες σαν την Αγγλία, το ρωσικό προλεταριάτο μπορούσε γρήγορα να φτάσει σε οικονομική ωρίμανση, απαραίτητη προϋπόθεση για τον κολεκτιβισμό.
Αν και το 1917 δεν γνώριζε ολοκληρωμένα τις απόψεις των μπολσεβίκων, ο νεαρός συντάκτης της Grido del Popolo (Φωνή του λαού), ταλαντευόταν φυσικά πολύ κοντά στη θέση του Τρότσκυ για τη «διαρκή επανάσταση». Ο Γκράμσι είδε στον Λένιν και στους μπολσεβίκους την ενσάρκωση ενός προγράμματος ανανέωσης μιας συνεχούς επανάστασης. Μια επανάσταση που αυτός επιθυμούσε να υλοποιηθεί και στην Ιταλία.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Γκράμσι πεθαίνει φυλακισμένος από τον ιταλικό φασισμό. Μια αναδρομική ματιά θα μπορούσε να μας κάνει να πιστέψουμε πως αυτή η τραγική μοίρα ώθησε τον Γκράμσι να θέσει σε αμφισβήτηση τις μεγάλες ελπίδες που είχε επενδύσει στην οκτωβριανή επανάσταση. Ή ότι τα «Τετράδια της φυλακής» αποτελούν μια απόπειρα να βρει «νέους δρόμους», μορφές πιο μετριοπαθείς ή «διαπραγματεύσιμες» του αγώνα κατά του καπιταλισμού.
Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Στα γραπτά του της φυλακής, ο Γκράμσι προωθεί μια θεωρία της πολιτικής όπου δεν διαχωρίζεται η δύναμη από τη συναίνεση, και το κράτος αντιμετωπίζεται σαν το ιστορικό αποτέλεσμα δυνάμεων που ενεργούν συνδυαστικά στο εσωτερικό διαδικασιών που σπάνια δημιουργούν συνθήκες ευνοϊκές για τα υποτελή κοινωνικά στρώματα. Γράφει για την αναγκαιότητα να δοθεί μάχη σε όλα τα πεδία της ύπαρξης, και για τους κινδύνους μιας ηγεμονικής συμφιλίωσης και μιας πολιτικής «μετάλλαξης». Αυτός τονίζει ιδιαίτερα τον – σχεδόν πάντα επιβλαβή – ρόλο των διανοουμένων στη ζωή του λαού, και για τη σημασία της μετατροπής του μαρξισμού σε κοσμοθεωρία: «στη φιλοσοφία της πράξης».
Τίποτα από όσα έγραψε στη φυλακή δεν αποδεικνύει ότι ο Γκράμσι έπαψε να αντιμετωπίζει πλέον τη ρωσική επανάσταση σαν προγραμματικό και ιστορικό σημείο αναφοράς στην κατεύθυνση της χειραφέτησης της εργατικής τάξης. Η Επανάσταση παρέμεινε ζωντανή στην καρδιά και στο μυαλό του Γκράμσι μέχρι το θάνατο του, εκείνο τον Απρίλη του 1937.
* Ο Άλβαρο Μπιάνκι είναι συνεργαζόμενος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Κρατικού Πανεπιστημίου της Βραζιλίας Campinas (Unicamp – Brasile); Διευθυντής του Αρχείου Edgard Leuenroth- Κέντρο Ερευνών και κοινωνικής τεκμηρίωσης.
Η Ντανιέλα Μούσι είναι ερευνήτρια στο τμήμα Φιλοσοφίας και Κοινωνικών επιστημών του πανεπιστήμιου του Σαν Πάολο της Βραζιλίας.