Αρχική πολιτική Η ανάγκη μιας πιο αυτοκριτικής προσέγγισης

Η ανάγκη μιας πιο αυτοκριτικής προσέγγισης

Ο κομμουνισμός σαν χειραφετητικό πρόταγμα δεν έχει ανάγκη την σκουριά του παρελθόντος

Η ανάγκη ουσιαστικής αυτοκριτικής του κομμουνιστικού κινήματος έχει τεθεί εδώ και καιρό. Δεν είναι εύκολη υπόθεση γιατί προϋποθέτει πολλές υπερβάσεις ιδεολογικές, θεωρητικές και πολιτικές. Παρόλα αυτά έχουν κατατεθεί προτάσεις, σκέψεις και θέσεις που αν και δεν καλύπτουν όλο το θέμα, πλην όμως, τοποθετούνται πολιτικά για επιλογές και δυνατότητες και δεν κάνουν εμπόριο ιστορίας και δημόσιες σχέσεις. Επείγει να ξεδιαλύνουμε πολλές μυθολογίες. Το βιβλίο του Γιάννη Χοντζέα «Το ‘τέλος’ του κομμουνισμού» κινείται σε εντελώς άλλο μήκος κύματος και συμβάλλει στην αποτίμηση του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα.

 Η όλη προσπάθεια του αντιπάλου να αποδομήσει το κομμουνιστικό πρόταγμα κινείται σε δύο επίπεδα, αλληλοσυμπληρούμενα. Το πρώτο είναι η εγκληματολογία και το δεύτερο, πιο βαθύ και αποτελεσματικό, η ταύτιση του κομμουνισμού με τον ολοκληρωτισμό. Υποθέσεις όπως αυτή του «δάσους Κατίν» ή εκείνη για τους βιασμούς από Σοβιετικούς στρατιώτες στην Αυστρία και την Γερμανία, αξιοποιούνται για να φιλοτεχνηθεί το «βίαιο και αποτρόπαιο πρόσωπο του κομμουνισμού».

Είναι προφανές πως όλα αυτά δεν μπορούν να συσκοτίσουν το γεγονός πως το κύριο βάρος της αντιπαράθεσης με τον ναζισμό το σήκωσε ο κομμουνισμός, μέσα από την θυσία 30 εκατομμυρίων Σοβιετικών. Αλλά και από τον αγώνα μεγάλων λαϊκών κινημάτων αντίστασης, όπως αυτών της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Όπως, επίσης, είναι προφανής και η ειρωνεία του να θρηνεί ο καπιταλισμός, το αποδεδειγμένα πιο γενοκτονικό και καταστροφικό σύστημα που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα, για την βία των κομμουνιστών.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, είναι σαφές πως υπάρχουν γεγονότα (παραδείγματα θα βρούμε σαφώς και στην ελληνική περίπτωση) που μπορούσαν και έπρεπε να είχαν αποφευχθεί. Η αναγωγή των πάντων στις νομοτέλειες και τα πάθη του πολέμου έχει και κάποια όρια. Για παράδειγμα, οι Κινέζοι κομμουνιστές στα 25 χρόνια του επαναστατικού τους αγώνα προσπάθησαν να εφαρμόσουν μια άλλη αντίληψη περί πολέμου, αποφεύγοντας τις εκτελέσεις και τα βασανιστήρια αιχμαλώτων και αντιφρονούντων. Γνωστό και ενδεικτικό είναι ότι ακόμα και τον ίδιο τον Κινέζο Αυτοκράτορα επέλεξαν να μην τον εξοντώσουν, αλλά να τον κάνουν κηπουρό στους άλλοτε αυτοκρατορικούς κήπους.

Το δεύτερο επίπεδο, αξιοποιώντας και την εγκληματολογία, φτάνει σε μεγαλύτερο βάθος, κατηγορώντας τον κομμουνισμό για ολοκληρωτισμό. Έτσι, το κομμουνιστικό πρόταγμα ταυτίζεται με την ανελευθερία και την καταπίεση ενώ ο καπιταλισμός παρουσιάζεται σαν η μόνη προϋπόθεση για χειραφέτηση και δημοκρατία, σαν το μοναδικό σύστημα όπου μπορεί το άτομο να βρει την ευτυχία και την ολοκλήρωση.

Ο σχετικά «βελούδινος» τρόπος μέσα από τον οποίο παλινορθώθηκε ο καπιταλισμός σε όλες τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ σχετίζεται και με το γεγονός πως μια τέτοια άποψη μπόρεσε εύκολα να κερδίσει πλατιά ακροατήρια. Και είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς ποια ήταν εκείνα τα λάθη και οι ανεπάρκειες του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος που έδωσαν τον χώρο ώστε να μπορέσει ο αντίπαλος να πετύχει μια τόσο σημαντική ιδεολογική νίκη.

Υπάρχει μια πτυχή η οποία δυστυχώς απουσιάζει εν πολλοίς από τον λόγο όσων αυτές τις μέρες προσπαθούν να υπερασπιστούν το κομμουνιστικό κίνημα, τις στιγμές και τις επιλογές του. Πρόκειται για την ανάγκη μιας πιο αυτοκριτικής ματιάς, την ανάγκη να προσεγγιστεί η πλούσια εμπειρία που έχει συσσωρευτεί από τις ανολοκλήρωτες προσπάθειες του 20ου αιώνα με έναν τρόπο γόνιμο και δημιουργικό, τέτοιον που να αναγνωρίζει λάθη, ανεπάρκειες ακόμα και ελεεινότητες που σημειώθηκαν και να τοποθετείται απέναντι σε αυτά από μια σκοπιά υπέρβασης τους.

Το πραγματικό ζήτημα, επομένως, για το κομμουνιστικό κίνημα εκείνης της περιόδου είναι τι κοινωνικές σχέσεις προσπάθησε να οικοδομήσει όπου βρέθηκε να ελέγχει την εξουσία στα αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για περίοδο κατά την οποία οι κομμουνιστές έχουν βγει πολλαπλά ενισχυμένοι, εξαιτίας ακριβώς του πρωταγωνιστικού ρόλου που διαδραμάτισαν στην μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών. Από εκεί που πριν τον πόλεμο η οικοδόμηση του σοσιαλισμού συντελούταν σε μία μόνο χώρα, την Σοβιετική Ένωση, μεταπολεμικά το σοσιαλιστικό στρατόπεδο αγκαλιάζει σχεδόν τον 1/3 του πλανήτη, ενώ στη Δύση το κύρος, η αίγλη και η δυναμική των κομμουνιστών κυμαίνονται σε πρωτόγνωρα επίπεδα.

Είχαν, με λίγα λόγια, δημιουργηθεί αντικειμενικές συνθήκες που επέτρεπαν να τεθούν με διαφορετικούς όρους μια σειρά από προβλήματα αναφορικά με τις διαδικασίες μετάβασης προς τον σοσιαλισμό. Την ίδια στιγμή, το επιστημονικό, διανοητικό και καλλιτεχνικό δυναμικό που είχε συσπειρωθεί γύρω από το κομμουνιστικό κίνημα θα μπορούσε να συμβάλει ώστε να υπάρξει ένας επαναπροσδιορισμός του χειραφετητικού προτάγματος σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και βάθος. Με λίγα λόγια, έμπαινε στην ημερήσια διάταξη το καθήκον μιας περαιτέρω «επαναστατικοποίησης» που να υπηρετεί το βάθος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί μεταπολεμικά.

Αντ’ αυτού, επιλέχθηκε η αναπαραγωγή διοικητικών και οικονομίστικων αντιλήψεων που έδινε προτεραιότητα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αδιαφορώντας για τις παραγωγικές σχέσεις, μαζί με την εξαγωγή και επιβολή του σοβιετικού μοντέλου στις υπόλοιπες χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και την «δορυφοριοποίησή» τους. Έτσι, παρά τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που προσέφερε η συγκυρία, ο σοσιαλισμός από υπόθεση δημοκρατικής συμμετοχής των μαζών, εξέπεσε στη γραφειοκρατία των αποστειρωμένων οικονομικών πλάνων και η πολιτική ζωή μονοπωλήθηκε στενά από μηχανισμούς και το κόμμα-κράτος. Το κόμμα –κράτος δεν ήταν η μοναδική δυνατότητα κι ούτε έπρεπε να καταστεί δυνάστης επί της κοινωνίας όπως και έγινε. Δεν πρόκειται για λαθάκι…

Σχόλια

Exit mobile version