Του Παύλου Αντωνόπουλου *

Το τελευταίο διάστημα οι εργαζόμενοι της χώρας μας βιώνουμε μια πρωτόγνωρη, για τα χρονικά, κατάσταση. Κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Ένωση, εσωτερικό και ξένο κεφάλαιο ξεδιπλώνουν μια επίθεση σε όλα τα δικαιώματα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Αφού πρώτα αξιοποιώντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τρομοκράτησαν κυριολεκτικά τους πάντες, στη συνέχεια προχωρούν στη δραστική μείωση του κόστους εργασίας σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, αυξάνουν θεαματικά την έμμεση αλλά και την άμεση φορολογία, ξηλώνουν τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα και κατακτήσεις δεκαετιών, προχωράνε στο ξεπούλημα όποιας δημόσιας περιουσίας έχει απομείνει μετά την επέλαση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.

Και οι εργαζόμενοι; Γιατί αφήνουν να ολοκληρωθεί αυτό το πογκρόμ; Γιατί δεν ξεσηκώνονται; Τι περιμένουν;

Θα προσπαθήσω να περιγράψω κάποιες αιτίες της υποτονικότητας που φτάνει στα όρια της παθητικότητας της εργατικής τάξης της χώρας μας. Φυσικά, δεν υποτιμώ τις μέχρι τώρα αντιδράσεις και μάχες που δίνουν οι εργαζόμενοι. Μιλάω για την αναντιστοιχία της αντίδρασης τους σε σχέση με το μέγεθος της επίθεσης που δέχονται.

Αρχικά, το μπλοκ εξουσίας επέλεξε μια σοσιαλιστική κυβέρνηση να κάνει τη βρόμικη δουλειά. Κι αυτό αφού πρώτα πριόνισε την προηγούμενη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση ώστε να ενισχύσει σημαντικά το οπλοστάσιο της νέας κυβέρνησης. Η επιλογή του ΠΑΣΟΚ εμφανώς συνδέεται με την αυξημένη επιρροή του στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς ελέγχει σε σημαντικό βαθμό τις μεγαλύτερες ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες.

Παράλληλα, αξιοποίησε όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για να πείσει τους εργαζόμενους ότι η κρίση του καπιταλισμού είναι κρίση των εργαζομένων, κι έτσι η μοναδική λύση είναι η εξαθλίωση τους, πράγμα που εγγυάται η έλευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μετά την πρόσκληση που του έκανε η κυβέρνηση.

Μοναδική ελπίδα των εργαζομένων είναι η πολιτική παρέμβαση της Αριστεράς. Παρέμβαση που θα έπρεπε να εκδηλωθεί πρώτα σε πολιτικό επίπεδο με πρόταση εξόδου από την κρίση υπέρ των εργαζομένων. Δυστυχώς, τέτοια πρόταση δεν υπάρχει μέχρι στιγμής από καμιά πλευρά της Αριστεράς. Και είναι φυσικό ότι το πολιτικό έλλειμμα δεν μπορεί να καλυφθεί κινηματικά. Σε συνδικαλιστικό επίπεδο τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Για χρόνια το συνδικαλιστικό κίνημα έχει μετατραπεί σε μικρογραφία του κοινοβουλίου, όπου έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό η ανάγκη συγκρότησης των εργαζομένων σε ταξική βάση και τα σωματεία έχουν μετατραπεί σε πεδία κομματικών αντιπαραθέσεων, πέρα και έξω από τα πραγματικά συμφέροντα των μελών τους. Για χρόνια το περιεχόμενο των αγώνων των συνδικάτων περιοριζόταν σε σημαντικό βαθμό στην απόσπαση κάποιων επιδομάτων και βελτιώσεων σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων, απόλυτα οριοθετημένων στο πλαίσιο του κλάδου. Στο πλαίσιο του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας, με σοσιαλδημοκρατικές ή μη κυβερνήσεις, τα συνδικάτα με κινητοποιήσεις πολιτικής διαμαρτυρίας και καθοδηγούμενα κυρίως από σοσιαλδημοκράτες, πετύχαιναν μικροβελτιώσεις.

Σήμερα, παρά την παρέλευση πολλών χρόνων αναποτελεσματικής εφαρμογής αυτών των μεθόδων σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου (μονεταριστικού) καπιταλισμού, τα συνδικάτα επιμένουν στην ίδια τακτική. Εύλογα αναρωτιέται κανείς: γιατί ένας τρομοκρατημένος από το ανελέητο μπαράζ μέτρων, εργαζόμενος να ακολουθήσει μια τακτική που αποδεδειγμένα δεν του δίνει ελπίδα; Αν αξίζει να κάνει κάτι, είναι να προχωρήσει σε έναν ουσιαστικό διεκδικητικό αγώνα, και στο περιεχόμενο και στη μορφή. Έναν αγώνα που όμως χρειάζεται κι ένα αντίστοιχο καθοδηγητικό κέντρο, που φυσικά δεν μπορεί να είναι η χρεοκοπημένη στη συνείδησή του κατεστημένη γραφειοκρατία.

* Ο Παύλος Αντωνόπουλος είναι καθηγητής Λυκείου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!