Του Βασίλη Νομπιλάκη

Είναι αλήθεια πως δεν αποτελεί ανεξήγητο φαινόμενο το γεγονός ότι κατά τις «επίσημες» εορταστικές περιόδους εντείνεται σε ορισμένους εκείνο το βαρύ αίσθημα μελαγχολίας και ματαιότητας. Όχι άδικα. Αρκεί να επισκεφθεί κανείς τούτες τις μέρες τους τόπους όπου χτυπά η καρδιά των Χριστουγέννων, τους σύγχρονους «ναούς», δηλαδή τα διάφορα εμπορικά κέντρα και malls, για να αισθανθεί μια βαθιά παγωμάρα στη θέα των αλαφιασμένων ορδών που, κουρδισμένες θαρρείς, «γιορτάζουν», ακόμη και τώρα, καταπώς επιτάσσουν οι καιροί: καταναλώνοντας.
Ενώ λοιπόν το όποιο παραδοσιακό πνεύμα των Χριστουγέννων πνέει εδώ και καιρό τα λοίσθια, το μόνο που φαίνεται να απομένει είναι ένα νεκρό τελετουργικό πλήρως υποταγμένο στις ανάγκες της αγοράς. Τυπικές ανταλλαγές δώρων και ευχών, ξεψυχισμένα κάλαντα, πλαστικά χριστουγεννιάτικά δέντρα, Άγιοι-Βασίληδες κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα των πολυεθνικών… Η αποστροφή προς όλο αυτό το κακόγουστο πανηγύρι φαντάζει μονόδρομος.
Κι όμως, εκεί που δεν το περιμένεις, ακριβώς επειδή δεν το περιμένεις, κάτι συμβαίνει και, με τον δικό του τρόπο, σου θυμίζει κάτι από το αυθεντικό πνεύμα κάθε αληθινής γιορτής. Για τον γράφοντα, όπως εξάλλου και για πολλούς ακόμη, αυτό υπήρξαν οι συναυλίες για τα 30 χρόνια των Last Drive.
Για όσους τυχόν δεν τους γνωρίζουν, οι Last Drive είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελληνικά ροκ συγκροτήματα. Δημιουργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έβγαλαν μια σειρά από δίσκους, έδωσαν πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό και διαλύθηκαν το 1995, για να επανασυνδεθούν πριν από λίγα χρόνια συνεχίζοντας δημιουργικά -και όχι διεκπεραιωτικά- από το σημείο που είχαν σταματήσει.
Εν μέσω της αποφοράς που αναδίδει ένας «κόσμος» που σωρεύει το ένα σκάνδαλο πάνω στα προηγούμενα, μασκαρεύοντας όπως-όπως την πραγματικότητα και αποθεώνοντας τα πιο ευτελή κίνητρα και τις πιο χυδαίες αντιλήψεις, «μαθαίνουμε» να ζούμε σαν τοξικοεξαρτημένοι. Από δόση σε δόση, από αναβολή σε αναβολή και, εν τέλει, από ήττα σε ήττα. Ενάντια σε όλη αυτή τη χαμερπή μιζέρια που μας κατακλύζει πανταχόθεν επιδιώκοντας να μας επιβάλει τα δικά της μέτρα και σταθμά, έχουμε απόλυτη ανάγκη από βραδιές, όπως εκείνες που μας χάρισαν οι Last Drive και οι φίλοι τους. Βραδιές που με τον πιο άμεσο τρόπο μας προσφέρουν μια «αλήτικη» και, συνάμα, συγκινητική υπενθύμιση όσων μας κάνουν ακόμα να επιμένουμε, να αντιστεκόμαστε και να ονειρευόμαστε.
Καθώς όλες οι γενιές του ελληνικού ροκ μοιράστηκαν τη σκηνή (με πιο χαρακτηριστική παρουσία εκείνη του αειθαλούς Δημήτρη Πουλικάκου) θυμηθήκαμε ξανά -και παρά τις δικαιολογημένες ενστάσεις που έχουμε απέναντι στο ροκ όταν μετατρέπεται σε ανώδυνο ξέσπασμα και καθησυχαστικό θέαμα- ότι το αληθινό «πνεύμα» της μουσικής αυτής (μπορεί να) παραμένει ξύπνιο, γειωμένο στα πράγματα, παθιασμένα στοχαστικό και λοξά πολιτικό. Ότι προτάσσει έναν υγιή «ατομικισμό» που γνωρίζει πολύ καλά τη σπουδαιότητα της ομάδας, της κοινής περιπέτειας, καθώς και την αξία της αλληλεγγύης και της δοτικότητας. Κι ότι, όπως και να ’χει, παραμένει πάντοτε σημαντικό να έχεις το θάρρος της γνώμης σου, να μοχθείς για όσα πιστεύεις και να υπερασπίζεσαι ό,τι αγαπάς, να αντέχεις στα χτυπήματα και να επιμένεις να εκδικείσαι τη φτήνια και τη βλακεία δημιουργώντας όμορφες γιορτές μαζί με τους φίλους σου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!