του Στάθη Σταυρόπουλου

Στις 19 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών παρουσιάστηκε το ντοκιμαντέρ του Αντώνη και Στέλιου Διαμαντή ««Γιάννης Θεοδωράκης – Ναι… μπορούμε και πάλι να ελπίζουμε». Η πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ για τον Γιάννη Θεοδωράκη ήταν γεμάτη από συγκίνηση ενώ η αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος» του Μεγάρου Μουσική γέμισε από κόσμο. Για το ντοκιμαντέρ μίλησε ο σκιτσογράφος-αρθρογράφος Στάθης Σταυρόπουλος, και για τις ποιητικές συλλογές του Γιάννη Θεοδωράκη, ο φιλόλογος-ποιητής Σπύρος Αραβανής.

Η εκδήλωση έκλεισε με τραγούδια σε στίχους του Γιάννη Θεοδωράκη που τα ερμήνευσαν η Νατάσα Μωυσόγλου και ο Βασίλης Λέκκας ενώ πιάνο έπαιξε ο Θεόδωρος Μπρουτζάκης και κρητική λύρα ο Όθωνας Μπικάκης.

Κυρίες και κύριοι , συντρόφισσες και σύντροφοι καλησπέρα σας, αυτήν την όμορφη βραδιά.

Ο Γιάννης Θεοδωράκης ήταν ένα μεγάλο μέγεθος, ένα θηρίο με την αρχαία έννοια της λέξης. Γι’ αυτό σας ζητώ συγνώμη εκ προοιμίου, διότι δεν θα μπορέσω να αποδώσω αυτό το μέγεθος,

και θα περιοριστώ στις προσωπικές μου στιγμές μαζί του, στις σκέψεις και τα αισθήματα που μου προκάλεσε καθώς και στην αύρα που προκαλούσε γύρω του.

Γνώρισα τον Γιάννη, όντας μειράκιο, ευθύς όταν πήγα στον Ριζοσπάστη, το 1982.

Ευθύς αμέσως όταν τον έβλεπε κανείς καταλάβαινε ότι ο Γιάννης ήταν διαφορετικός από τα κρατούντα τότε πρότυπα και στους τρόπους και στις κουβέντες.

Ήταν, εν πρώτοις, ένας άνθρωπος ευγενικός, οξυδερκής –περπατούσε και γύρω του σκάναρε τα πάντα, με ωραία θωριά– έμοιαζε με βυζαντινό άρχοντα, ενώ ταυτοχρόνως είχε διαρκώς μια παιχνιδιάρικη διάθεση. Αλλά

πάνω απ’ όλα ο Γιάννης μύριζε μπαρούτι, είχε δηλαδή το βάρος και το βάθος του ανθρώπου που γνώριζε πολλά για την ουσία των πραγμάτων – ένας άνθρωπος φιλοσοφημένος που τελείως ήσυχα κατέστρεφε κάθε κομφορμισμό γύρω του, στα πράγματα, τις θεωρίες και τους ανθρώπους.

Υπ’ αυτήν την έννοια, νομίζω ότι προκαλούσε κάποιον φόβο στους ανυποψίαστους και τους αδαείς. Ήταν σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός

πάντα όμως με την κομψότητα που δεν τον έκανε Θερσίτη. Τον Γιάννη τον γνώρισα να μπαίνει στο Πολιτικό Τμήμα του Ριζοσπάστη και να φωνάζει:

«Όρθιοι και Επιφυλακτικοί» σατιρίζοντας τη στάση του κόμματος που μας ήθελε όλους σε μια κατάσταση εγρήγορσης, αλλά και τη δική του πολυτάραχη διαδρομή.

Αυτό το «όρθιοι και επιφυλακτικοί» ήταν το μότο του Γιάννη, ένα σλόγκαν που πέταγε ανά πάσαν στιγμή, όταν με έναν σουρεαλιστικό τρόπο αυτό «κούμπωνε» με όσα συνέβαιναν. Το ίδιο

έκανε και με το «ρολόι του Αγίου Σουλπικίου» το οποίο «χτυπούσε πάντα 12:00», όταν ο Γιάννης κορόιδευε κάτι, αλλά και όταν ήθελε να επισημάνει την αξία σε κάτι. Διότι ο Γιάννης χειριζόταν τις αμφισημίες με τρόπο ερεθιστικό και δημιουργικό.

Για παράδειγμα έλεγε: «Όλοι οι δημοσιογράφοι μπορούν να κάνουν ρεπορτάζ, ο καλός δημοσιογράφος όμως γράφει απ’ την κοιλιά του.»

Με αυτό νομίζω σατίριζε τους δημοσιογράφους που περιγράφουν το προφανές και δεν ερευνούν για το κρυμμένο, το αναπάντεχο, το χρήσιμο, αυτό που ο ίδιος ο γραφιάς μπορεί να συμπεράνει και στη συνέχεια να τολμήσει να πει και να δημοσιεύσει.

Ο Γιάννης συνήθως δεν έλεγε παλιές ιστορίες, ούτε δίδασκε, δίδασκαν τα γραπτά του και η στάση του. Εγώ του προκάλεσα το ενδιαφέρον, όπως και άλλοι λαμπροί συνάδελφοι τότε στον Ριζοσπάστη και παρακολουθούσε τα γραπτά μου και τα σκίτσα μου διακριτικά – δεν με διόρθωνε, με παρωθούσε να διορθώνομαι, κάτι που με έκανε με τον ίδιο κομψό τρόπο και ο Φαράκος. (Άλλοι οι μύθοι κι άλλη η πραγματικότης, όπως ξέρετε, πολύ συχνά μάλιστα.)

Με τον Γιάννη ήρθαμε πολύ κοντά όταν μια μέρα ήρθε κι άφησε πάνω στο γραφείο μου ένα πακέτο δακτυλόγραφα και μου είπε «αν έχεις καιρό, ρίξτους μια ματιά». Επρόκειτο για ιστορίες

από την Κατοχή και τη Μετεμφυλιακή Ελλάδα. Επρόκειτο για θησαυρό.

Ο Γιάννης ήθελε να τις εκδώσει κι εγώ να τις εικονογραφήσω – άλλο που δεν ήθελα, ήταν ιστορίες σπαρταριστές που έκαναν φύλλο και φτερό όλες τις εκφάνσεις της εθνικοφροσύνης!

Έτσι γεννήθηκε η «Πατρίς και η Πατούσα», στην οποία έδωσε μια προσεγμένη και πολύ όμορφη έκδοση ο Μανώλης ο Βασιλάκης. (Το Υπέρ Βωμών και Αστείων.)

Σαν δείγμα γραφής αυτών των καταπληκτικών ιστοριών που έγραψε ο Γιάννης θα σας αφηγηθώ μία. Ήταν

δεκαετία του ’60. Ο Γιάννης μαζί με τον Μίκη κι ένα κλιμάκιο της ΕΔΑ ταξίδευαν για προεκλογική περιοδεία την Πελοπόννησο. Ο Γιάννης είχε το ταμείο για τα έξοδα της περιοδείας. Κάποια στιγμή λοιπόν διαβαίνοντας μια σιδηροδρομική διάβαση κάπου στην Αχαΐα, ο Γιάννης αίφνης βλέπει να τη φυλάει ένας παλιός χίτης της Κατοχής.

Σταματάει λοιπόν το αυτοκίνητο, κατεβαίνει κάτω, πλησιάζει τον χίτη στο φυλάκιο και του λέει: «Έτσι σε αντάμειψε η πατρίδα, ρε Μήτσο; Σε έβαλε να ανεβάζεις και να κατεβάζεις μπάρες για να περνάνε οι Αριστεροί; Πάρε, ρε Μήτσο αυτά τα λεφτά να φας και λίγο κρεατάκι» – και του πετάει τα λεφτά του Ταμείου της Περιοδείας.

Τώρα, αν ο Γιάννης ταπείνωσε τον Μήτσο ή βρήκε έναν τρόπο να τον βοηθήσει κάπως, μόνον ο Γιάννης το ξέρει. Διότι και επαναστάτης ήταν, και άρχοντας.

Και βεβαίως, φιλόξενος. Μια φορά με φιλοξένησε στον αγαπημένον του Γαλατά. Κάποια στιγμή στην παραλία μού έδειξε μια βάρκα και μου ζήτησε να της ζωγραφίσω μια γοργόνα. Το απογευματάκι ο Γιάννης έβγαλε ένα πανάρχαιο μπουκάλι κρασί από έναν τοίχο στο σπίτι των Θεοδωράκηδων όπου μέσα σε σκασμένες τρύπες φυλάσσονταν μπουκάλια με κρασί.

Το ευχάριστο είναι ότι γίναμε κουνουπίδι, το δυσάρεστο ότι, εξαιτίας εκείνης της ωραίας μέθης, δεν ζωγράφισα ποτέ εκείνη τη γοργόνα σε εκείνη τη βάρκα. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ήξερα αν ήταν βάρκα δική του ή κάποιου άλλου στον οποίον ήθελε να κάνει έκπληξη ή πλάκα.

Όμως με όλα αυτά κι άλλα τέτοια πολλά απέκτησα το προνόμιο να μου λέει ο Γιάννης ενίοτε ιστορίες απ’ αυτές που, υποθέτω, έλεγε στους δικούς του ανθρώπους κι όχι εν Μέση Οδώ – και πάλι από καλό, διότι ήθελε οι άνθρωποι να ψάχνουν και να βρίσκουν.

Κλείνοντας –παρ’ ότι θα μπορούσα να αφηγηθώ πολλές ακόμα στιγμές–

θα τολμήσω να αναφερθώ μόνον σε μια ακόμα στιγμή, αυτήν τη φορά με τον Μίκη.

Σε μια από τις ελάχιστες φορές που τον είδα, ο Μίκης με είχε φωνάξει να δω τη Μήδεια σε βίντεο και να του πω τη γνώμη μου. Με βασάνισε πολύ, διότι εγώ απ’ αυτού του είδους τα έργα, δεν σκάμπαζα. Όταν λοιπόν με ρώτησε κι άρχισα να λέω κουταμάρες, ο Μίκης γελαστός γύρισε την κουβέντα αλλού και πληθωρικός καθώς ήταν μου έλεγε τη μισή Ιλιάδα.

Βράδιασε.

Και νύχτωσε.

Κάποια στιγμή

–ο Γιάννης είχε πεθάνει από χρόνια– ο Μίκης με κοίταξε κάπως αλλιώς και μου είπε: «Ξέρεις, κάθε βράδυ κουβεντιάζω με τον Γιάννη. Περιμένω πότε θα ανταμώσουμε.»

Βγήκα στη νύχτα. Άναψα τσιγάρο. «Το ρολόι του Αγίου Σουλπικίου είχε χτυπήσει 12:00» –και– «Στα κρεμαστάρια σφαχτάρια τα ρούχα μας.»

Το μεγαλείο του Γιάννη

σατιρικός και εν τω άμα ποιητής.

Ευγενικός, χειμαρρώδης, απόμακρος, μπον βιβέρ, ον πολιτικό, φιλοσοφημένος, βαθύς κομμουνιστής, πολυτάλαντος και πολυσχιδής, περιπετειώδης, γνώστης της Ιστορίας, γενναίος, γενναιόδωρος, αγαπητικός, ερωτικός, άνθρωπος του κόσμου και βαθιά Έλληνας, ο Διόνυσος μαζί και ο Αη-Γιώργης ο λογχοφόρος

Ένας στρατηγός-στρατιώτης

Αυτός ήταν και θα είναι

Ο Γιάννης Θεοδωράκης

Σας ευχαριστώ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!