Συ«σκεπτομένη» και βαθιά νυχτωμένη Αριστερά
Στον χώρο του πολιτικού συστήματος ο επιθανάτιος ρόγχος της κυβερνώσας Αριστεράς ανακατεύεται με αυτόν της παλαιότερης και της νεότερης εξωκοινοβουλευτικής, πασπαλισμένος από την ασθμαίνουσα πικρή ανάσα της παραδοσιακής αριστεράς. Mέσα σε ένα χώρο που ασφυκτιά από την πτωματίλα των κομμάτων του λεγόμενου δικομματισμού συμπληρωμένη με τα δύσοσμα κοινοβουλευτικά καρυκεύματα του τελευταίου διαστήματος. Και όλα αυτά επισυμβαίνουν πάνω στο παντεσπάνι ενός κρατικού μηχανισμού που τεχνηέντως εξαρθρώνεται και αντικαθίσταται για να μην μείνουν αποδείξεις από τη λεηλασία που έχει συμβεί.
Επί μήνες προσπαθούσα να ξεκαθαρίσω τι είναι αυτό που κινούμενο με ιλιγγιώδη ταχύτητα έρχεται από το μέλλον. Οι περισσότερο «ψαγμένοι» αντιλαμβάνονται ότι κάτι έρχεται. Οι πιο «διαβασμένοι» προσπαθούν να το σχηματοποιήσουν. Οι πιο «υπομονετικοί» προσπαθούν να ηρεμήσουν. Όλοι μα όλοι περιμένουν να επιβεβαιωθούν.
Μέσα από πολλά χρόνια πολιτικής δράσης, από αρκετά χρόνια αντιμνημονιακού αγώνα, από ένα χρόνο άλλης μια ευκαιρίας και τέλος μέσα από μερικούς μήνες μιας χαμένης ευκαιρίας, αφού συμμάζεψα το μυαλό μου όσο καλύτερα μπορούσα, ένα πρωϊνό ξύπνησα με μια απλή ιδέα να λάμπει στο μυαλό μου.
Αυτή είναι μια μικρή ιστορία του Όσκαρ Ουάιλντ που τιτλοφορείται Ο μαθητής.
«Σαν πέθανε ο Νάρκισσος, μεταμορφώθηκε η λίμνη της χαράς του κι από κύπελλο γλυκού νερού άλλαξε και γιόμισε αρμυρά δάκρυα.
Και οι Δρυάδες ήρθανε κλαίγοντας απ’ το δάσος για να της τραγουδήσουν και να την παρηγορήσουν.
Κι άμα είδανε πως η λίμνη από κύπελλο γλυκού νερού μεταμορφώθηκε σε κύπελλο γιομάτο αρμυρά δάκρυα, απόλυσαν τις πράσινες πλεξούδες των μαλλιών τους και φώναξαν κλαίγοντας:
Δεν παραξενευόμαστε που θρηνείς με τέτοιον τρόπο για το Νάρκισσο, ήτανε τόσο όμορφος!
Ήτανε όμορφος ο Νάρκισσος; ρώτησε η λίμνη.
Αυτό ποιος μπορεί καλύτερα να το ξέρει από σένα; απάντησαν οι Δρυάδες.
Από μας πάντα προσπερνούσε, μα σένα πάντα σε ζήταγε για να ξαπλώνει πλάι σου, να σε θαυμάζει και να καθρεφτίζει στον καθρέφτη των νερών σου την ομορφιά του.
Και η λίμνη απάντησε:
Εγώ, όμως, αγαπούσα τον Νάρκισσο, γιατί όταν ξαπλωνόταν στην όχθη μου και με κοίταζε, καθρέφτιζα στον καθρέφτη των ματιών του τη δική μου ομορφιά»
Αυτό ακριβώς συμβαίνει τούτον τον καιρό. Η (συ)«σκεπτομένη» Αριστερά προβάλει σε αυτό που έρχεται την δική της «ομορφιά», την δική μας «αλήθεια». Πεισματικά εμμένουσα σε αυτό που πάντα έκανε, μόνο που τώρα, μετά την αποτυχία της ΠΦΑ, νιώθει απελευθερωμένη από την ανάγκη να εξηγήσει γιατί, υποσυνείδητα, δεν θέλει να κυβερνήσει. Γοητευμένη από το σφρίγος της «χειραφέτησής» της προβάλει με σθένος ότι έχει μάθει σε όλη τη διάρκεια της ζωής της χωρίς να πειράξει ούτε μια λέξη πάνω, σε άλλο όχημα, σε αυτό που έρχεται δηλαδή. Έχει πείσει τον εαυτό της ότι είναι ολοκαίνουργιο πράγμα αυτό. Κάτι σαν να ζωγραφίσεις πιστό αντίγραφο της Μόνα Λίζα όχι σε ξύλο λεύκας, αλλά σε καμβά. Η διαφορά στο τελικό έργο είναι εμφανής Το τελικό αποτέλεσα θα είναι ένα νέο πολιτικό κιτς. Κάτι σαν τη Μόνα Λίζα του Γουόρχολ, με τη διαφορά ότι ο Γουόρχολ είχε άποψη για το κιτς.
Η (συ)«σκεπτομένη» Αριστερά με τον τρόπο που εργάζεται, ετοιμάζει συστηματικά την επόμενη απουσία της.
Αυτή η συνεχής απαίτηση να συγκροτήσουμε την πρόταση μαζί με την κοινωνία, για την κοινωνία, που να κάνει το ένα και το άλλο είναι τελείως λάθος, αν μείνει μόνο σε αυτό.
Η Αριστερά αυτό που μπορεί να προσφέρει με επάρκεια, είναι ήθος. Βγαλμένο μέσα από την πολυετή, αλλά και την πρόσφατη Ιστορία της. Να λειτουργήσει ως κοινωνικός πόλος. Γύρω από αυτό θα χτιστεί από την κοινωνία το πολιτικό μέρος που θα αφορά το επίδικο.
Όταν πέσεις από το σκαμνί το οποίο έβαλες για να φτάσεις στο ψηλό ράφι, δεν έχεις ανάγκη να σου πουν ότι έπεσες αλλά ένα χέρι να σηκωθείς. Αυτό, το να δίνεις ένα χέρι βοηθείας, είναι ήθος. Αυτή η «απολιτική», κατά την Αριστερά, στάση είναι ο σύγχρονος τρόπος να κάνουμε πολιτική.
Πρέπει να ψάξουμε και να μάθουμε πώς γίνεται. Είμαστε ακόμα στην αρχή και τα χέρια μας είναι γεμάτα με τον Λένιν, τον Μάρξ, τον Γκράμσι και λοιπούς διανοητές και δεν έχουμε χώρο για το χέρι του Άλλου (του άλλου, μέσα μας και έξω μας).
Παναγιώτης Οικονομίδης