Για όποιον παρακολουθεί τις εξελίξεις στην εκπαίδευση, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας ήταν πάνω-κάτω αναμενόμενο, αφού η βασική του φιλοσοφία και οι χοντρές του γραμμές έχουν διακηρυχθεί και προωθούνται εδώ και αρκετά χρόνια. Η πανδημία βοηθά αρκετά στην επιτάχυνση ορισμένων αλλαγών με το ουσιαστικό κλείσιμο σχολείων και πανεπιστημίων, αλλά και με την είσοδο στο νέο, ψηφιακό κόσμο που ξεπροβάλλει πια με τον μανδύα της «υγειονομικής αναγκαιότητας».

Εδώ χρειάζεται μια πρώτη εισαγωγική παρατήρηση: Έχει σημασία η επιμονή της όποιας κριτικής στις βασικές επιδιώξεις και σε αναφορά με τη μεγάλη εικόνα και κλίμακα, εντάσσοντας δηλαδή σε αυτήν τα «επιμέρους» και τις «λεπτομέρειες», κι όχι το ανάποδο. Με άλλα λόγια, εάν αναδεικνυόταν η σχέση των αλλαγών με το τι προωθείται συνολικά στο κοινωνικό τοπίο, θα έβγαζε στην επιφάνεια μια πρώτη ισχυρή και εκ των ων ουκ άνευ αντίδραση: Όχι, δεν θέλουμε το σχολείο να προσαρμοστεί στην κοινωνία που χτίζεται.

Τέλος, το πώς θα λειτουργήσουν οι νέες ρυθμίσεις στο υπαρκτό και όχι στο κατά φαντασίαν σχολείο, θα μας προφύλασσε από μια αφηρημένη και γενικόλογη συζήτηση περί «καλής Παιδείας». Παρακάτω θα επιχειρήσουμε μια πιο συγκεκριμένη παρουσίαση, παρακολουθώντας τα ίδια τα λόγια του Υπουργείου.

Στην προμετωπίδα της υποστήριξης του νομοσχεδίου από την υπουργό Παιδείας βρίσκονται η «Ελευθερία» και η «Αυτονομία» του σχολείου. Δυο λέξεις που κατά κόρον χρησιμοποιούνται τελευταία, σε βαθμό που μας αναγκάζει να σκεφτούμε βαθύτερα για τις έννοιες αυτές. Διαβάζουμε λοιπόν σε ανακοίνωση του Υπουργείου: «Ελεύθερη επιλογή βιβλίου στα σχολεία (πολλαπλό βιβλίο). Περνάμε από τη μηχανιστική εκμάθηση στην κριτική ανάλυση και σκέψη. Η ελεύθερη επιλογή βιβλίου και οι πολλαπλές πηγές σηματοδοτούν μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο που μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, ξεφεύγοντας από το μοντέλο της αποστήθισης, ενισχύοντας την κριτική σκέψη των μαθητών και τη διαμόρφωση ανεξάρτητης γνώμης.Αλλάζει και η φιλοσοφία της “εξεταστέας” ύλης. Το βιβλιοκεντρικό μοντέλο της απομνημόνευσης αντικαθίσταται από το γνωσιοκεντρικό μοντέλο του πολλαπλού βιβλίου. Το πολλαπλό βιβλίο στοχεύει στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και στην ουσιαστική κατάκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων».

Σε μια παράγραφο το Υπουργείο ξεμπερδεύει με τις παιδαγωγικές θεωρίες τσουβαλιάζοντας μοντέλα, στιγματίζοντας μεθόδους, αδιαφορώντας για βαθμίδες και ηλικίες, και αξιοποιώντας λεξούλες που ακούγονται ωραία στα αυτιά. «Η κριτική σκέψη ενάντια στην αποστήθιση», τι καλά! Μερικές παρατηρήσεις: Η κριτική σκέψη που έχουν στο μυαλό τους αφορά ακριβώς την εργαλειοποίηση της ίδιας της νοητικής διαδικασίας. Ένα άδειασμα από «γιατί» και «ερωτήματα» για να απομείνει μια αλγοριθμική εκδοχή της, τέτοια που να μπορεί ίσα-ίσα να συνδυάζει πληροφορίες και να οργανώνει δεξιότητες. Στην πραγματικότητα, η γνώση ξεφτίζει σε πληροφορία, είτε αποκομμένη από τον κοινωνικό περίγυρο, είτε παγιδευμένη σε αυτόν. Γι’ αυτό και ο δάσκαλος εύκολα πια αντικαθίσταται από λογισμικά και οθόνες, και το μάθημα από πλατφόρμες και εκπαιδευτικά πακέτα. Το περιβόητο «solving problems» –πόσος φορμαλισμός!– είναι ακριβώς η σκέψη της προσαρμογής. Αλλά και κάτι ακόμα: η αποθέωση της «πρόσβασης» που υπονοεί το πολλαπλό βιβλίο. Τα «δεδομένα» που είναι εκεί έξω, παντού, έτσι αδιαμεσολάβητα, για να τα διαπραγματευθεί ο μαθητής και να κατακτήσει μια γνώση. Και γιατί δηλαδή «πολλά βιβλία» όταν υπάρχει το «όλον» του διαδικτύου; (για να προκαταβάλουμε λίγο τις μελλοντικές εξελίξεις…).

Κι επειδή δεν ζούμε σε κενό, το πολλαπλό βιβλίο θα κουμπώσει μια χαρά σε αυτό που είναι στην καρδιά των αλλαγών, και δεν πρέπει να ξεχνιέται: τη στοχευμένη προσπάθεια για κατηγοριοποίηση και διαφοροποίηση μαθητών και σχολείων. Μέσα στο ίδιο σχολείο «καλά και κακά τμήματα», ανά περιοχές «φτωχά και πλούσια σχολεία», σε εθνικό επίπεδο «πρότυπα σχολεία και σχολεία για την πλέμπα». Είναι ενδιαφέρον ότι στο ίδιο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι «…τα κριτήρια κατανομής των μαθητών/τριών περιλαμβάνουν ενδεικτικώς […] τις ειδικότερες μαθησιακές ανάγκες των μαθητών/τριών…». Εύκολο και δύσκολο βιβλίο λοιπόν, σύνθετο για τους καλούς και απλό για τους ρεμπεσκέδες. Κι έτσι αυτό που παρουσιάζεται ως μαθητοκεντρικό μοντέλο είναι στην πράξη η αποδοχή και η εμπέδωση των ανισοτήτων.

Η γνώση ξεφτίζει σε πληροφορία, είτε αποκομμένη από τον κοινωνικό περίγυρο, είτε παγιδευμένη σε αυτόν. Γι’ αυτό και ο δάσκαλος εύκολα πια αντικαθίσταται από λογισμικά και οθόνες, και το μάθημα από πλατφόρμες και εκπαιδευτικά πακέτα…

Εκπαίδευση: μια ακόμη «υπηρεσία»;

Η Αυτονομία όμως προχωρά και σε άλλα πεδία: «Μια από τις ελευθερίες που δίνονται στα σχολεία είναι η μεγαλύτερη δυνατότητα αξιοποίησης των σχολικών εγκαταστάσεων μετά το πέρας του ωρολογίου προγράμματος, για τη διοργάνωση σχολικών εκδηλώσεων ή άλλων προγραμμάτων που απευθύνονται στην εκπαιδευτική κοινότητα. Πλέον, προτείνεται την απόφαση διοργάνωσης να την λαμβάνει το Σχολικό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχουν και εκπρόσωποι του Σχολείου και του Δήμου. Σε περίπτωση που κάποια σχολική εκδήλωση, όπως για παράδειγμα μια θεατρική παράσταση, αποφέρει έσοδα, προβλέπεται ότι τα έσοδα αυτά θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη σχολική μονάδα που διοργάνωσε την εκδήλωση. Αυτό σαφώς και δεν επηρεάζει με κανέναν τρόπο το ύψος της τακτικής επιχορήγησης των σχολικών μονάδων. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι τα σχολεία αποκτούν μεγαλύτερη ελευθερία στη δυνατότητά τους να διοργανώνουν εκδηλώσεις στον χώρο τους, και, εφόσον το επιθυμούν, να ορίζουν και κάποιο εισιτήριο». Να συμπληρώσουμε ότι στο επταμελές Σχολικό Συμβούλιο συμμετέχουν και δυο εκπρόσωποι του Δήμου, καθώς και ένας από το Σύλλογο Γονέων.

Πολλά τινά μαζεμένα εδώ. Πρώτον: τι δουλειά έχει ο Δήμος στον καθορισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων; Το ερώτημα δεν είναι μομφή προς ένα δημοκρατικό διοικητικό θεσμό, αλλά αναγνώριση του γεγονότος ότι η εκπαίδευση δεν είναι μια απλή «δραστηριότητα», όπου οποιοσδήποτε μπορεί να έχει αποφασιστικό λόγο για το ποιόν της. Δεύτερον, και πιο προκλητικό: τι δουλειά έχουν οι γονείς; Εδώ τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα, και ενώ είναι προφανές ότι υπάρχουν κάθε λογής γονείς –όπως και εκπαιδευτικοί– η ουσία βρίσκεται αλλού. Η εκπαίδευση παύει σιγά-σιγά να είναι ένας οργανωμένος, κρατικός, δημόσιος και δωρεάν θεσμός, και γίνεται μια υπηρεσία μέσα στις τόσες άλλες. Θα μπορεί ο μαθητής-πελάτης να διαλέγει εκπαίδευση/σχολείο μαζί με τον ενήλικο γονιό, εννοείται ανάλογα με το «κεφάλαιο» –όχι μόνο τα χρήματα– που διαθέτει. Άλλη μια κατηγοριοποίηση προ των πυλών. Οι Δήμοι θα αξιοποιούν αρχικά τις σχολικές εγκαταστάσεις –το ότι στο νομοσχέδιο αναφέρεται το εισιτήριο δεν είναι τυχαίο– και θα ψάχνουν κερδοφόρες δραστηριότητες για να ενισχύσουν το σχολικό ταμείο. Και κάτι ακόμα: η πανδημία έθεσε με επιτακτικό τρόπο το ζήτημα της έλλειψης ελεύθερων χώρων στις μεγάλες πόλεις, αλλά και την ταυτόχρονη προσπάθεια για διάλυση του δημόσιου χώρου. Πιο απλά, από τη μία θα μας σπρώχνουν να κλεινόμαστε σπίτι, από την άλλη κάθε σπιθαμή γης θα αξιοποιείται με οικονομικά κριτήρια, αφημένη κι αυτή στην αγορά. Σήμερα οι μαθητές χρειάζονται περισσότερα προαύλια, χώρους για παιχνίδι και συνεύρεση, οργανωμένη και μη. Ανοιχτά, όμορφα και καθαρά σχολεία, μπασκέτες και φωτεινές αυλές για όλη τη μέρα.

Μια ακόμα διάσταση της Αυτονομίας είναι η έμφαση που δίνεται στους εκπαιδευτικούς και το ρόλο τους. Σταχυολογούμε: «Στην καρδιά του εγχειρήματος της αυτονομίας είναι η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς. Δείχνουμε εμπιστοσύνη στους εκπαιδευτικούς μας, δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στην οργάνωση της διδασκαλίας. Δίνεται βήμα στη δημιουργική πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού, το μάθημα γίνεται πιο ενδιαφέρον, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της κάθε τάξης». Ερώτημα: από τι εξαρτάται η «δημιουργικότητα του εκπαιδευτικού» αλλά και τι περιεχόμενα λαμβάνει αυτή; (Ας αφήσουμε εδώ τη συζήτηση περί του «ποιος είναι ο καλός καθηγητής», θυμίζοντας μόνο μια λέξη, πλουσιότερη και «ανώτερη» από τη πολυφορεμένη «δημιουργικότητα»: το «χρέος»). Για παράδειγμα, αν οι καθηγητές τρέχουν διαρκώς εκπαιδευτικά προγράμματα για να γεμίσουν τον ατομικό τους φάκελο, αυτό είναι εξ ορισμού ωφέλιμο για τα παιδιά και δημιουργικό; Είναι άραγε καλό το κυνήγι των επιμορφώσεων, που «συνεκτιμώνται κατά την ατομική τους αξιολόγηση»; Ή μήπως η άκριτη αποδοχή όλων όσα παρουσιάζονται ως καινοτόμα, σαν αυτά που περιγράφαμε στην αρχή του κειμένου, συνιστά έκρηξη δημιουργικότητας;


Η αντιμετώπιση του «πόρου»

Θα έπρεπε κάποιος να αναρωτηθεί πώς το κράτος αντιμετωπίζει αυτό που πια ονομάζει «πόρο». Δηλαδή τους εκπαιδευτικούς. Τις πολλές χιλιάδες αναπληρωτών που τρέχουν κάθε χρόνο σε άλλο σχολείο ή πόλη, τις συνθήκες για να κάνει κάποιος καλύτερα τη δουλειά του (ένα μικρότερο τμήμα ή μια φωτεινή αίθουσα είναι τέτοιες, αλλά αυτά είναι πολύ μπανάλ και δεν ενδιαφέρουν την Πολιτεία…). Αλλά και τις ιδεολογικές, συνειδησιακές πλευρές, αφού όλο το πλαίσιο σπρώχνει τους εκπαιδευτικούς να λειτουργήσουν περισσότερο σαν «τυπικά οκ εργαζόμενοι», περισσότερο με «κίνητρα» παραμονής/επαναπρόσληψης ή ανέλιξης, αλλά και πιο πειθαρχημένοι στη «Διοίκηση». Δηλαδή, και παρά τις πολλές σάλτσες, η (εξατομικευμένη) «βελτίωση» που επιχειρείται θα μετατρέψει τα (λιγότερα λόγω συγχωνεύσεων) σχολεία σε μεγάλες δομές, απρόσωπους οργανισμούς, με οργανογράμματα, ιεραρχίες και γραφειοκρατία. Γιατί ας μην ξεχνιέται ότι εδώ και χρόνια εφευρίσκονται διαρκώς λογικά επιχειρήματα περί της ανάγκης «εξοικονόμησης πόρων».

Η Υπουργός συνεχίζει: «Η μεγαλύτερη ελευθερία και αυτονομία σε επίπεδο σχολικής μονάδας απαιτεί ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών – ένα μηχανισμό λογοδοσίας». Κι εδώ είναι το ζουμί. Η αξιολόγηση έρχεται να επιβάλει αυτό το τοπίο με διάφορους τρόπους. Αφού πρώτα υποκρύψει τη μεγάλη –και καθοριστική κοινωνικά– εικόνα και τις αιτίες της (π.χ. πόσοι μαθητές στράφηκαν φέτος σε ιδιωτικά κολέγια λόγω των μειωμένων εισακτέων στην τριτοβάθμια; πώς αυξήθηκαν οι ανισότητες από την πολύμηνη τηλεκπαίδευση; τι ποσοστό μαθητών θα «προτιμά» μια πρόχειρη κατάρτιση; κ.ο.κ.), θέτει τις νόρμες της. Και η «πρωτοβουλία» πάει περίπατο. Για την ακρίβεια, δημιουργεί ένα σκληρό πλαίσιο, εντός του οποίου ο καθένας (από πίεση, αφέλεια, αδιαφορία) θα αποτελεί γρανάζι στη διάλυση του δημόσιου σχολείου.

Η ψηφιακή εκπαίδευση ενάντια στη ζωντανή. Η ανισότητα ενάντια στη δημοκρατική εκπαίδευση. Το αποκεντρωμένο και αυτόνομο σχολείο-υπηρεσία ενάντια στο δημόσιο θεσμό. Το «σύγχρονο» σχολείο (της πολιτισμένης Ευρώπης…) απέναντι σε μια κρατική, «ενδογενή» εκπαιδευτική πολιτική. Και το ένα να τροφοδοτεί το άλλο…

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!